Με την απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C‑419/13, Art & Allposters International BV κατά Stichting Pictoright, κρίθηκε ότι η εξάντληση του δικαιώματος διανομής δεν ισχύει όταν γίνεται αντικατάσταση του υλικού φορέα του έργου. Αυτό έχει συνέπειες και για τη ψηφιακή διανομή των έργων.
Ειδικότερα, το δικαίωμα διανομής κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1της οδηγίας 2001/29 που ορίζει ότι:
Τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς, όσον αφορά το πρωτότυπο ή αντίγραφο των έργων τους, το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν τη διανομή τους στο κοινό με οποιαδήποτε μορφή μέσω πώλησης ή άλλως.
Στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου προβλέπεται ότι:
Το δικαίωμα διανομής του πρωτοτύπου ή των αντιγράφων ενός έργου εντός της Κοινότητας αναλώνεται μόνο εάν η πρώτη πώληση ή η κατ’ άλλον τρόπο πρώτη μεταβίβαση της κυριότητας του έργου αυτού εντός της Κοινότητας πραγματοποιείται από τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του.»
Στην συγκεκριμένη υπόθεση τέθηκε το ζήτημα αν ο κάτοχος δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας δύναται να ασκήσει το δικαίωμά του διανομής όσον αφορά την αναπαραγωγή προστατευόμενου έργου το οποίο πωλήθηκε και παραδόθηκε εντός του ΕΟΧ από τον κάτοχο αυτόν ή με τη συγκατάθεσή του, όταν η αναπαραγωγή αυτή υπέστη στη συνέχεια μετατροπή ως προς τη μορφή της και τέθηκε εκ νέου στο εμπόριο υπό τη μορφή αυτή.
Το Δικαστήριο παρέπεμψε στην αιτιολογική σκέψη 28 της άνω οδηγίας που αναφέρει ότι: η «προστασία του δικαιώματος του δημιουργού κατ’ εφαρμογήν της [εν λόγω] οδηγίας καλύπτει το αποκλειστικό δικαίωμα ελέγχου της διανομής έργων που ενσωματώνονται σε υλικό φορέα». Κατά την ίδια αυτή αιτιολογική σκέψη η «πρώτη πώληση στην [Ένωση] του πρωτοτύπου του έργου ή των αντιγράφων του από τον φορέα του δικαιώματος ή με τη συναίνεσή του επιφέρει ανάλωση του δικαιώματος ελέγχου της μεταπώλησής τους στην [Ένωση]»
Επίσης, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΠΟΔΙ για την πνευματική ιδιοκτησία ορίζει ότι οι δημιουργοί λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων έχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν τη διάθεση στο κοινό του πρωτοτύπου και των αντιτύπων των έργων τους μέσω πωλήσεως ή άλλης μεταβιβάσεως της κυριότητας. Συναφώς, η σημασία του χαρακτηρισμού «αντίγραφο» διευκρινίστηκε από τα συμβαλλόμενα μέρη με κοινή δήλωση που αφορά τα άρθρα 6 και 7 της ίδιας Συνθήκης, η οποία εκδόθηκε κατά τη διπλωματική διάσκεψη της 20ής Δεκεμβρίου 1996, κατά τη διάρκεια της οποίας εγκρίθηκε η εν λόγω Συνθήκη. Κατά το γράμμα της δηλώσεως αυτής, «οι όροι “αντίτυπα” και “πρωτότυπα και αντίτυπα” σε σχέση με το δικαίωμα διανομής και το δικαίωμα μισθώσεως που προβλέπονται στα εν λόγω άρθρα αναφέρονται αποκλειστικά στα υλικά ενσωματωμένα αντίτυπα τα οποία μπορούν να τεθούν σε κυκλοφορία ως ενσώματα αντικείμενα».
Με βάση αυτά τα δεδομένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ανάλωση του δικαιώματος διανομής εφαρμόζεται στο υλικό αντικείμενο στο οποίο ενσωματώνεται προστατευόμενο έργο ή αντίγραφό του, αν αυτό τέθηκε σε κυκλοφορία στην αγορά με τη συγκατάθεση του κατόχου του δικαιώματος του δημιουργού.
Eιδικότερα, αποφάνθηκε ότι: “το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας έχει την έννοια ότι ο κανόνας περί αναλώσεως του δικαιώματος διανομής δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση κατά την οποία η αναπαραγωγή προστατευόμενου έργου, μετά τη διάθεσή του στο εμπόριο στην Ένωση με τη συγκατάθεση του κατόχου του δικαιώματος του δημιουργού, υποβλήθηκε σε διαδικασία αντικαταστάσεως του υλικού του φορέα, όπως η μεταφορά σε καμβά της επί χάρτινης αφίσας αναπαραγωγής, και διατέθηκε εκ νέου στην αγορά με τη νέα του μορφή”.
Βλ. επίσης: Eleonora Rosati, Online Copyright Exhaustion in a Post-Allposters World http://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=2613608
Add a Comment