Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφοι 1 και 5, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (ΕΕ L 167, σ. 10).
Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Infopaq και της Danske Dagblades Forening (DDF) με αντικείμενο την απόρριψη του αιτήματος της Infopaq να αναγνωρισθεί ότι δεν υποχρεούται να λαμβάνει την άδεια των δικαιούχων δικαιωμάτων δημιουργού για τις πράξεις αναπαραγωγής άρθρων του Τύπου μέσω αυτοματοποιημένης μεθόδου, η οποία συνίσταται στη σάρωση και μετατροπή τους σε ψηφιακό αρχείο και στη συνακόλουθη ψηφιακή επεξεργασία του αρχείου αυτού.
Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 της οδηγίας 2001/29, Οι αναφερόμενες στο άρθρο 2 προσωρινές πράξεις αναπαραγωγής, οι οποίες είναι μεταβατικές ή παρεπόμενες και οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο και ουσιώδες τμήμα μιας τεχνολογικής μεθόδου, έχουν δε ως αποκλειστικό σκοπό να επιτρέψουν: α)την εντός δικτύου μετάδοση μεταξύ τρίτων μέσω διαμεσολαβητή, ή β) τη νόμιμη χρήση ενός έργου ή άλλου προστατευομένου αντικειμένου και οι οποίες δεν έχουν καμία ανεξάρτητη οικονομική σημασία, εξαιρούνται από το δικαίωμα αναπαραγωγής που προβλέπεται στο άρθρο 2.
Στο ίδιο άρθρο προβλέπεται ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν εξαιρέσεις στις περιπτώσεις που αφορούν την αναπαραγωγή δια του τύπου, παρουσίαση στο κοινό ή διάθεση άρθρων για διάφορα θέματα και την παράθεση αποσπασμάτων με σκοπό την άσκηση κριτικής ή βιβλιοπαρουσίασης.
Στην παρούσα υπόθεση υποβλήθηκαν τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο:
«1) Έχει σημασία το στάδιο της τεχνολογικής μεθόδου κατά το οποίο εκτελούνται οι πράξεις αναπαραγωγής, προκειμένου οι πράξεις αυτές να “αποτελούν αναπόσπαστο και ουσιώδες τμήμα μιας τεχνολογικής μεθόδου”, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας [2001/29];
2) Μπορούν πράξεις αναπαραγωγής να “αποτελούν αναπόσπαστο και ουσιώδες τμήμα μιας τεχνολογικής μεθόδου”, όταν συνίστανται σε σάρωση όλων των άρθρων εφημερίδας με το χέρι, κατά την οποία τα εν λόγω άρθρα μετατρέπονται από εκτυπωμένες πληροφορίες σε ψηφιακά δεδομένα;
3) Περιλαμβάνει η “νόμιμη χρήση”, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας [2001/29], κάθε είδους χρήση για την οποία δεν απαιτείται η συναίνεση του δικαιούχου δικαιωμάτων δημιουργού;
4) Περιλαμβάνει η “νόμιμη χρήση”, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, την εκ μέρους επιχειρήσεως σάρωση όλων των άρθρων μιας εφημερίδας, τη συνακόλουθη επεξεργασία της αναπαραγωγής με σκοπό την κατάρτιση περιλήψεων για την εν λόγω επιχείρηση, μολονότι οι δικαιούχοι των δικαιωμάτων δημιουργού δεν έχουν δώσει τη συγκατάθεσή τους γι’ αυτές τις πράξεις, εφόσον πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις της διατάξεως αυτής;
Έχει σημασία, για την απάντηση στο ερώτημα αυτό, το γεγονός ότι οι ένδεκα λέξεις αποθηκεύονται μετά την ολοκλήρωση της μεθόδου συλλογής δεδομένων;
5) Βάσει ποιων κριτηρίων μπορεί να εκτιμηθεί αν προσωρινές πράξεις αναπαραγωγής έχουν “ανεξάρτητη οικονομική σημασία”, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, εφόσον πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις της διατάξεως αυτής;
6) Πρέπει τα οφέλη εκ της ορθολογικής οργανώσεως που αποκομίζει ο χρήστης από προσωρινές πράξεις αναπαραγωγής να λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση του ζητήματος αν οι πράξεις αυτές έχουν ανεξάρτητη οικονομική σημασία, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29;
7) Δύνανται η εκ μέρους μιας επιχειρήσεως σάρωση όλων των άρθρων μιας εφημερίδας και η συνακόλουθη επεξεργασία της αναπαραγωγής να εκληφθούν ως “ορισμένες ειδικές περιπτώσεις οι οποίες δεν αντίκεινται στην κανονική εκμετάλλευση” των εν λόγω άρθρων και “δεν θίγουν αδικαιολογήτως τα έννομα συμφέροντα του δικαιούχου”, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 5, της οδηγίας 2001/29, εφόσον πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού;
Έχει σημασία, για την απάντηση στο ερώτημα αυτό, το γεγονός ότι οι ένδεκα λέξεις αποθηκεύονται μετά την ολοκλήρωση της μεθόδου συλλογής δεδομένων;»
Το ΔΕΕ δέχθηκε ότι η έννοια του «αναπόσπαστου και ουσιώδους τμήματος μιας τεχνολογικής μεθόδου» επιβάλλει οι προσωρινές πράξεις αναπαραγωγής να εκτελούνται αποκλειστικώς κατά την εφαρμογή μιας τεχνολογικής μεθόδου και, συνεπώς, να μην εκτελούνται εν όλω ή εν μέρει εκτός του πλαισίου μιας τέτοιας μεθόδου. Η έννοια αυτή προϋποθέτει, επίσης, ότι είναι αναγκαία η εκτέλεση της προσωρινής πράξεως αναπαραγωγής, υπό την έννοια ότι η οικεία τεχνολογική μέθοδος δεν μπορεί να λειτουργήσει ορθώς και αποτελεσματικώς χωρίς την εν λόγω πράξη.
Επίσης, επισημαίνει ότι η επίμαχη τεχνολογική μέθοδος δεν μπορεί να λειτουργήσει ορθώς και αποτελεσματικώς χωρίς τις οικείες πράξεις αναπαραγωγής. Συγκεκριμένα, η μέθοδος αυτή σκοπεί στην ανεύρεση προκαθορισμένων λέξεων κλειδιών στα άρθρα του Τύπου και στην απόσπασή τους σε ψηφιακό μέσο. Για μια τέτοια ηλεκτρονική έρευνα απαιτείται, συνεπώς, η μετατροπή των εν λόγω άρθρων από εκτυπωμένες πληροφορίες σε ψηφιακά δεδομένα, καθόσον μια τέτοια μετατροπή είναι αναγκαία για την αναγνώριση των εν λόγω δεδομένων, την ανεύρεση των λέξεων κλειδιών και την απόσπασή τους.
Έτσι, η απάντηση στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα είναι ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι οι προσωρινές πράξεις αναπαραγωγής που εκτελούνται στο πλαίσιο μεθόδου συλλογής δεδομένων, όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, πληρούν την προϋπόθεση ότι οι πράξεις αυτές πρέπει να αποτελούν αναπόσπαστο και ουσιώδες τμήμα μιας τεχνολογικής μεθόδου, παρά το γεγονός ότι διενεργούνται στο αρχικό και στο τελικό στάδιο αυτής και προϋποθέτουν ανθρώπινη παρέμβαση.
Περαιτέρω,στο τρίτο και στο τέταρτο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσία, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι οι προσωρινές πράξεις αναπαραγωγής που εκτελούνται στο πλαίσιο μεθόδου συλλογής δεδομένων, όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, πληρούν την προϋπόθεση ότι οι πράξεις αναπαραγωγής πρέπει να έχουν ως αποκλειστικό σκοπό να επιτρέψουν την εντός δικτύου μετάδοση ενός έργου ή ενός προστατευομένου αντικειμένου μεταξύ τρίτων μέσω διαμεσολαβητή ή τη νόμιμη χρήση ενός τέτοιου έργου ή προστατευομένου αντικειμένου. Το ΔΕΕ απαντά ότι η διάταξη της οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι οι προσωρινές πράξεις αναπαραγωγής που εκτελούνται στο πλαίσιο μεθόδου συλλογής δεδομένων, όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, πληρούν την προϋπόθεση ότι οι πράξεις αναπαραγωγής πρέπει να έχουν ως αποκλειστικό σκοπό να επιτρέψουν τη νόμιμη χρήση ενός έργου ή ενός προστατευομένου αντικειμένου.
Επί του πέμπτου και του έκτου ερωτήματος που αφορούν την προϋπόθεση ότι οι πράξεις αναπαραγωγής δεν πρέπει να έχουν καμία ανεξάρτητη οικονομική σημασία δίδεται η απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι οι προσωρινές πράξεις αναπαραγωγής που εκτελούνται στο πλαίσιο μεθόδου συλλογής δεδομένων, όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, πληρούν την προϋπόθεση ότι οι πράξεις αυτές δεν πρέπει να έχουν καμία ανεξάρτητη οικονομική σημασία, εφόσον, αφενός, η εκτέλεση των εν λόγω πράξεων δεν επιτρέπει την προσπόριση πρόσθετου πλεονεκτήματος, πέραν του αντλούμενου από τη νόμιμη χρήση του προστατευομένου έργου, και, αφετέρου, οι προσωρινές πράξεις αναπαραγωγής δεν επιφέρουν καμία μεταβολή του έργου αυτού.
Και τέλος, στο έβδομο προδικαστικό ερώτημα δίδεται η απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 5, της οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι, εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, οι προσωρινές πράξεις αναπαραγωγής που εκτελούνται στο πλαίσιο μεθόδου συλλογής δεδομένων, όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι πληρούν την προϋπόθεση ότι οι πράξεις αναπαραγωγής δεν μπορούν να αντίκεινται στην κανονική εκμετάλλευση του έργου ούτε να θίγουν αδικαιολογήτως τα έννομα συμφέροντα του δικαιούχου.
Δείτε αναλυτικά τη ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 17ης Ιανουαρίου 2012.
Add a Comment