Ως παράνομη έκρινε η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, με την υπ’ αριθ. 4/2009 απόφαση, τη λειτουργία κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης σε μικροβιολογικό εργαστήριο που ως σκοπό είχε την ασφάλεια εργασίας μέσα στους εργαστηριακούς χώρους, η ασφάλεια δεδομένων εργαστηριακών δοκιμών, η διασφάλιση ποιότητας, η ασφάλεια εξοπλισμού – εγκαταστάσεων και φύλαξης χημικών ουσιών και παρασκευασμένων από τρίτους (κατά τη διάρκεια που το εργαστήριο είναι κλειστό). Το εν λόγω κλειστό κύκλωμα λειτουργούσε με 8 κάμερες, οι οποίες ήταν τοποθετημένες σε εργαστήρια και παρασκευαστήρια και στη Γραμματεία – Αρχείο, ενώ σημειώνεται ότι, εκτός από καταγραφή εικόνας, γίνεται και καταγραφή δεδομένων ήχου.
Στη γνωστοποίηση που κατατέθηκε στην Αρχή αναφέρεται ότι το κλειστό κύκλωμα που καλύπτει χώρους εργασίας είναι αναγκαίο για την προστασία των ίδιων των προσώπων που εργάζονται στα εργαστήρια, καθώς επίσης και για τον έλεγχο της τήρησης των υποχρεώσεων που προκύπτουν από τον κανονισμό εσωτερικού συστήματος διασφάλισης ποιότητας του εργαστηρίου (ISO 17025) (επιβάλλει τη χρήση του από αρμοδίως εξουσιοδοτημένα άτομα με τεχνική επάρκεια και αμεροληψία).
Η Αρχή έκρινε ως παράνομη τη λειτουργία του κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης με το εξής σκεπτικό:
“Στην υπό κρίση περίπτωση, ως σκοπός επεξεργασίας, εκτός από την ασφάλεια εργασίας μέσα στους εργαστηριακούς χώρους, την ασφάλεια δεδομένων εργαστηριακών δοκιμών, και την ασφάλεια εξοπλισμού – εγκαταστάσεων και φύλαξης χημικών ουσιών και παρασκευασμένων από τρίτους, έχει δηλωθεί η διασφάλιση ποιότητας. Ο σκοπός αυτός, της διασφάλισης ποιότητας, αντιβαίνει στην Οδηγία 1122/2000, που ορίζει ότι αποδεκτοί σκοποί επεξεργασίας χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου είναι η προστασία προσώπων ή αγαθών ή η ρύθμιση της κυκλοφορίας.
Επιπλέον, η επεξεργασία που λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια λειτουργίας της επιχείρησης μέσω των καμερών που λειτουργούν στους χώρους εργασίας, δεν δικαιολογείται για την επίτευξη των σκοπών, όπως αυτοί αναφέρονται στην ανωτέρω γνωστοποίηση κλειστού κυκλώματος, καθώς παραβιάζει τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας. Πιο συγκεκριμένα, ο υπεύθυνος επεξεργασίας – εργοδότης συλλέγει και επεξεργάζεται περισσότερα δεδομένα από εκείνα που απαιτούνται για την επίτευξη του σκοπού της επεξεργασίας, καθώς η χρήση των συγκεκριμένων μέσων οδηγεί στην παρακολούθηση των εργαζομένων κατά την ώρα της εργασίας τους. Η επίτευξη των αναφερομένων στη γνωστοποίηση σκοπών μπορεί, αντίθετα, να επιτευχθεί με ηπιότερα μέσα, όπως για παράδειγμα με την πρόσληψη κατάλληλα εκπαιδευμένου προσωπικού ή με την παρουσία ενός επόπτη στους χώρους εργασίας. Η καταγραφή δεδομένων ήχου, τέλος, αντιβαίνει και αυτήν την αρχή της αναλογικότητας.
Με βάση όλα τα παραπάνω η Αρχή κρίνει ότι η λειτουργία του εν λόγω κλειστού κυκλώματος στους χώρους εργασίας του υπεύθυνου επεξεργασίας είναι παράνομη.”
Κατά την άποψή μας, η απόφαση της Αρχής δεν είναι ορθά αιτιολογημένη. Ειδικότερα, ο συλλογισμός της Αρχής ότι σύμφωνα με την Οδηγία 1122/2000 αποδεκτοί σκοποί επεξεργασίας, χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου, είναι η προστασία προσώπων ή αγαθών ή η ρύθμιση της κυκλοφορίας και συνεπώς η διασφάλιση της ποιότητας δεν είναι σκοπός επεξεργασίας που κρίνεται νόμιμος, δεν είναι ορθός.
Η νομιμότητα της επεξεργασίας κρίνεται με βάση τις διατάξεις του ν. 2472/1997 και ειδικότερα, με το άρθρο 5, στο οποίο περιλαμβάνεται η διάταξη της περ. ε΄, όπου ορίζεται ότι: “Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών”.
Η ασφάλεια του εργαστηρίου και η διασφάλιση της ποιότητας εμπίπτουν ασφαλώς στην παραπάνω διάταξη, την οποία φαίνεται να αγνοεί η Αρχή. Κατά την άποψή μας, θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι στην υπό κρίση περίπτωση θεμελιώνεται το έννομο συμφέρον του εργοδότη στη λειτουργία του κλειστού κυκλώματος και στη συνέχεια να ερευνηθεί αν πληρούται η αρχή της αναλογικότητας και η προϋπόθεση να υπερέχει το έννομο συμφέρον του υπεύθυνου της επεξεργασίας των δικαιωμάτων και προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα.
Στην υπό κρίση περίπτωση δεν προκύπτει ότι παραβιάζεται το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής των εργαζομένων με τη χρήση των παραπάνω μέσων και συνεπώς, δεν δικαιολογείται η αρνητική στάση της Αρχής στη λειτουργία των καμερών.
Add a Comment