By | 9 Σεπτεμβρίου 2016

Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης Σεπτεμβρίου 2016.

Εμπορική πρακτική η οποία συνίσταται στην πώληση υπολογιστή εξοπλισμένου με προεγκατεστημένα λογισμικά χωρίς να παρέχεται στον καταναλωτή η δυνατότητα να αποκτήσει τον ίδιο τύπο υπολογιστή χωρίς προεγκατεστημένα λογισμικά δεν συνιστά, αφεαυτής, αθέμιτη εμπορική πρακτική κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/29/ΕΚ για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.


Υπόθεση C‑310/15, Vincent V. Deroo‑Blanquart κατά Sony Europe Limited, διάδοχο της Sony France SA.


Το Δικαστήριο έκρινε στην υπόθεση αυτή το ζήτημα που αφορά την εμπορική πρακτική που ακολουθείται από πολλές επιχειρήσεις, οι οποίες πωλούν υπολογιστές με προεγκατεστημένα λογισμικό χωρίς να δίνουν τη δυνατότητα στους καταναλωτές να προμηθευτούν τον υπολογιστή χωρίς το λογισμικό. Το ερώτημα που τέθηκε ήταν αφενός αν αυτή η πρακτική συνιστά αθέμιτη εμπορική πρακτική και αφετέρου, αν στο πλαίσιο συνοδευόμενης με παρεπόμενες παροχές προσφοράς η οποία συνίσταται στην πώληση υπολογιστή εξοπλισμένου με προεγκατεστημένα λογισμικά, η μη αναγραφή της τιμής καθενός από τα λογισμικά αυτά συνιστά παραπλανητική εμπορική πρακτική.


Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης αυτής έχουν ως εξής: στις 27 Δεκεμβρίου 2008, ο V. Deroo‑Blanquart αγόρασε στην Γαλλία ένα φορητό υπολογιστή μάρκας Sony, τύπου VAIO VGN‑NR38E, εξοπλισμένο με προεγκατεστημένα λογισμικά, όπως, αφενός, το λειτουργικό σύστημα Microsoft Windows Vista édition Home Premium, και, αφετέρου, διάφορα λογισμικά εφαρμογής. Κατά την πρώτη χρήση του υπολογιστή αυτού, ο V. Deroo‑Blanquart αρνήθηκε να αποδεχθεί τη «Σύμβαση Άδειας Χρήσης Τελικού Χρήστη» (ΣΑΧΤΧ) του λειτουργικού συστήματος, που εμφανίστηκε στην οθόνη του εν λόγω υπολογιστή και ζήτησε, στις 30 Δεκεμβρίου 2008, από τη Sony να του αποδώσει το μέρος της τιμής αγοράς του εν λόγω υπολογιστή που αντιστοιχεί στο κόστος των προεγκατεστημένων λογισμικών.Με επιστολή της 8ης Ιανουαρίου 2009, η Sony αρνήθηκε να προβεί στην επιστροφή αυτή ισχυριζόμενη ότι οι υπολογιστές VAIO με τα προεγκατεστημένα λογισμικά αποτελούν ενιαία και αδιάσπαστη προσφορά. Κατόπιν συζητήσεων, η Sony πρότεινε στον V. Deroo‑Blanquart, στις 15 Απριλίου 2009, να ακυρώσει την αγορά και να του επιστρέψει το σύνολο της τιμής αγοράς, ήτοι 549 ευρώ, με αντίστοιχη επιστροφή του αγορασθέντος υλικού. Ο V. Deroo‑Blanquart απέρριψε την πρόταση αυτή και άσκησε αγωγή, η οποία απορρίφθηκε και άσκησε έφεση που επίσης απορρίφθηκε και αναίρεση. 


Το Ακυρωτικό Δικαστήριο απηύθυνε τα εξής προδικαστικά ερωτήματα προς το ΔΕΕ: 1) Έχουν τα άρθρα 5 και 7 της οδηγίας 2005/29 την έννοια ότι συνιστά αθέμιτη παραπλανητική εμπορική πρακτική η συνοδευόμενη με παρεπόμενες παροχές προσφορά, που συνίσταται στην πώληση υπολογιστή εξοπλισμένου με προεγκατεστημένα λογισμικά, όταν ο κατασκευαστής του υπολογιστή έχει μεν παράσχει, μέσω του μεταπωλητή του, πληροφορίες για κάθε ένα από τα προεγκατεστημένα λογισμικά, δεν διευκρίνισε όμως το κόστος καθενός από αυτά τα στοιχεία; 2) Έχει το άρθρο 5 της οδηγίας 2005/29 την έννοια ότι συνιστά αθέμιτη εμπορική πρακτική η συνοδευόμενη με παρεπόμενες παροχές προσφορά που συνίσταται στην πώληση υπολογιστή εξοπλισμένου με προεγκατεστημένα λογισμικά, όταν ο κατασκευαστής δεν αφήνει καμία άλλη επιλογή στον καταναλωτή από το να δεχθεί αυτά τα λογισμικά ή να προβεί σε υπαναχώρηση από την πώληση; 3) Έχει το άρθρο 5 της οδηγίας 2005/29 την έννοια ότι συνιστά αθέμιτη εμπορική πρακτική η συνοδευόμενη με παρεπόμενες παροχές προσφορά που συνίσταται στην πώληση υπολογιστή εξοπλισμένου με προεγκατεστημένα λογισμικά, όταν ο καταναλωτής βρίσκεται σε αδυναμία να προμηθευτεί από τον ίδιο κατασκευαστή έναν υπολογιστή χωρίς λογισμικά;»


Απαντώντας στο δεύτερο και τρίτο ερώτημα, το Δικαστήριο δέχθηκε, καταρχήν, ότι η πώληση από τη Sony υπολογιστών εξοπλισμένων με προεγκατεστημένα λογισμικά ανταποκρίνεται στις προσδοκίες, όπως αυτές προκύπτουν από μελέτη της σχετικής αγοράς, σημαντικού μέρους των καταναλωτών οι οποίοι προτιμούν να αποκτήσουν υπολογιστή με τον εν λόγω εξοπλισμό για άμεση χρήση του και όχι υπολογιστή χωριστά από τα λογισμικά. Εξάλλου, κατά την απόφαση αυτή, ο V. Deroo‑Blanquart, ως καταναλωτής, πριν προβεί στην αγορά του επίμαχου στη διαφορά της κύριας δίκης υπολογιστή, είχε ενημερωθεί δεόντως μέσω του μεταπωλητή της Sony για την ύπαρξη των προεγκατεστημένων λογισμικών στον υπολογιστή αυτό και για τα ακριβή χαρακτηριστικά καθενός από τα λογισμικά αυτά. Τέλος, μετά την αγορά, κατά την πρώτη χρήση του εν λόγω υπολογιστή, η Sony παρείχε στον V. Deroo‑Blanquart τη δυνατότητα είτε να αποδεχθεί τη «Σύμβαση Άδειας Χρήσης Τελικού Χρήστη» προκειμένου να μπορέσει να χρησιμοποιήσει τα εν λόγω λογισμικά, είτε να προβεί σε υπαναχώρηση από την πώληση.


Εξετάζοντας το ζήτημα αν εμπορική πρακτική η οποία συνίσταται στην πώληση υπολογιστή εξοπλισμένου με προεγκατεστημένα λογισμικά χωρίς να παρέχεται στον καταναλωτή η δυνατότητα να αποκτήσει τον ίδιο τύπο υπολογιστή χωρίς προεγκατεστημένα λογισμικά προκαλεί ή ενδέχεται να προκαλέσει ουσιώδη στρέβλωση της οικονομικής συμπεριφοράς του μέσου καταναλωτή σε σχέση με το προϊόν, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ο καταναλωτής είχε ενημερωθεί δεόντως, πριν προβεί στην αγορά, ότι ο επίμαχος στη διαφορά της κύριας δίκης τύπος υπολογιστή δεν διατίθεται προς πώληση χωρίς προεγκατεστημένα λογισμικά.


Σύμφωνα με το Δικαστήριο, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει αν, υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, ήτοι όταν ο καταναλωτής έχει ενημερωθεί δεόντως, πριν προβεί στην αγορά, ότι ο τύπος υπολογιστή που αποτελεί αντικείμενο της πωλήσεως δεν διατίθεται προς πώληση χωρίς προεγκατεστημένα λογισμικά και, ως εκ τούτου, είναι κατ’ αρχήν ελεύθερος να επιλέξει άλλον τύπο υπολογιστή, άλλης μάρκας, με συγκρίσιμα τεχνικά χαρακτηριστικά, ο οποίος πωλείται χωρίς λογισμικά ή συνδυάζεται με άλλα λογισμικά, η ικανότητα του καταναλωτή να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση συναλλαγής μειώνεται σημαντικά.


Δέχθηκε δε ότι εμπορική πρακτική η οποία συνίσταται στην πώληση υπολογιστή εξοπλισμένου με προεγκατεστημένα λογισμικά χωρίς να παρέχεται στον καταναλωτή η δυνατότητα να αποκτήσει τον ίδιο τύπο υπολογιστή χωρίς προεγκατεστημένα λογισμικά δεν συνιστά, αφεαυτής, αθέμιτη εμπορική πρακτική κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/29, εκτός αν μια τέτοια πρακτική είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις της επαγγελματικής ευσυνειδησίας και στρεβλώνει ουσιωδώς ή ενδέχεται να στρεβλώσει ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή σε ό,τι αφορά το προϊόν, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης.



Ως προς το πρώτο ερώτημα, το Δικαστήριο δέχθηκε, ότι λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου μιας συνοδευόμενης με παρεπόμενες παροχές προσφοράς η οποία συνίσταται στην πώληση υπολογιστή εξοπλισμένου με προεγκατεστημένα λογισμικά, η μη αναγραφή της τιμής καθενός από τα λογισμικά αυτά δεν μπορεί να εμποδίσει τον καταναλωτή να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση συναλλαγής ούτε ενδέχεται να τον ωθήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία, διαφορετικά, δεν θα ελάμβανε. Επομένως, η τιμή καθενός από τα λογισμικά αυτά δεν συνιστά ουσιώδη πληροφορία κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2005/29.







Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *