Ευθύνη του επιτηδευματία που θέτει στη διάθεση του κοινού ασύρματο τοπικό δίκτυο με πρόσβαση στο Διαδίκτυο από τρίτους χωρίς προστασία


Η παραπάνω απόφαση αφορά το ζήτημα της ευθύνης ιδιοκτήτη διαδικτυακής σύνδεσης, o οποίος διατηρεί σε λειτουργία ασύρματο δίκτυο (Wi-Fi), ανοικτό στο κοινό και δωρεάν, για την παραβίαση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας από τρίτους – χρήστες του δικτύου, καθώς και κατά πόσο μπορεί να υποχρεωθεί να ασφαλίσει την πρόσβαση στο δίκτυό του με κωδικό πρόσβασης, ώστε να μην γίνεται παράνομη τηλεφόρτωση έργων κατά παράβαση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Στις 16-3-2016 δημοσιεύθηκαν οι προτάσεις του Γεν. Εισαγγελέα του ΔΕΕ (βλ. https://iglezakis.gr/2016/03/16/%ce%b5%cf%80%ce%b9%cf%84%ce%b7%ce%b4%ce%b5%cf%85%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%af%ce%b1%cf%82-%cf%80%ce%bf%cf%85-%ce%b8%ce%ad%cf%84%ce%b5%ce%b9-%ce%b4%cf%89%cf%81%ce%b5%ce%ac%ce%bd-%cf%83%cf%84%ce%b7-%ce%b4/) και πλέον με την έκδοση της απόφασης του ΔΕΕ επιλύεται μια σημαντική πτυχή της ευθύνης των παρόχων υπηρεσιών Διαδικτύου. 

Η αίτηση προδικαστικής απόφασης υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Tobias Mc Fadden και της Sony Music Entertainment Germany GmbH, όσον αφορά ενδεχόμενη ευθύνη του πρώτου για τη χρήση, από τρίτον, του ασύρματου τοπικού δικτύου [Wireless local area network (WLAN)] που διατηρεί σε λειτουργία ο T. Mc Fadden, προκειμένου να θέσει στη διάθεση του κοινού, χωρίς άδεια, ηχητική εγγραφή που παρήγαγε η Sony Music.

Συγκεκριμένα, ο Τ. Mc Fadden ήταν διευθυντής μιας επιχείρησης πωλήσεως και εκμισθώσεως τεχνικού εξοπλισμού εικόνας και ήχου, διατηρούσε δε σε λειτουργία ασύρματο τοπικό δίκτυο με το οποίο προσέφερε, πλησίον της επιχειρήσεώς του, δωρεάν και ανώνυμη πρόσβαση στο διαδίκτυο, κάνοντας για το σκοπό αυτό χρήση υπηρεσιών επιχειρήσεως τηλεπικοινωνιών. Η πρόσβαση στο ως άνω δίκτυο δεν προστατεύεται ηθελημένα, έτσι ώστε να ελκύεται η προσοχή στην επιχείρησή του των πελατών των παρακείμενων καταστημάτων, των περαστικών και των γειτόνων. Το Σεπτέμβριο του 2010, ένα μουσικό έργο προσφέρθηκε δωρεάν στο διαδίκτυο, χωρίς την άδεια των δικαιούχων του, μέσω του ασύρματου τοπικού δικτύου του Τ. Mc Fadden, ο οποίος ισχυρίσθηκε ότι δεν διέπραξε ο ίδιος την προσαπτόμενη προσβολή, αλλά δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να διαπράχθηκε από κάποιον από τους χρήστες του δικτύου του. 


Εν προκειμένω, η Sony Music ήταν παραγωγός της ηχητικής εγγραφής του έργου αυτού και με την ιδιότητά της αυτή, όχλησε, με έγγραφο της 29ης Οκτωβρίου 2010, τον Τ. Mc Fadden ζητώντας τον σεβασμό των δικαιωμάτων της επί της εν λόγω ηχητικής εγγραφής. Στη συνέχεια, ο T. Mc Fadden άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αρνητική αναγνωριστική αγωγή (negative Feststellungsklage) και προς απάντηση, η Sony Music άσκησε διάφορες ανταγωγές επί παραλείψει. Με απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2014, εκδοθείσα ερήμην του T. Mc Fadden, το αιτούν δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του και δέχθηκε τις ανταγωγές επί παραλείψει της Sony Music. Ακολούθως, ο τελευταίος άσκησε ανακοπή κατά της αποφάσεως αυτής, ισχυριζόμενος ότι αποκλείεται η ευθύνη του δυνάμει των διατάξεων του γερμανικού δικαίου που μεταφέρουν στην εθνική έννομη τάξη το άρθρο 12 παρ. 1 της οδηγίας 2000/31. 

Στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής, η Sony Music ζήτησε να επικυρωθεί η εκδοθείσα ερήμην απόφαση και, επικουρικώς, στην περίπτωση που δεν γίνει δεκτή από το δικαστήριο άμεση ευθύνη του T. Mc Fadden, να επιδικαστεί σε βάρος του αποζημίωση βάσει της γερμανικής νομολογίας για την έμμεση ευθύνη (Störerhaftung) των διατηρούντων σε λειτουργία ασύρματο τοπικό δίκτυο, τούτο δε διότι δεν έλαβε μέτρα προστασίας του ασύρματου τοπικού δικτύου του και παρείχε έτσι τη δυνατότητα σε τρίτους να προσβάλουν τα δικαιώματα της Sony Music.



Το γερμανικό δικαστήριο δέχθηκε ότι η προσβολή των δικαιωμάτων της Sony Music δεν διεπράχθη προσωπικά από τον T. Mc Fadden, αλλά από άγνωστο χρήστη του ασύρματου τοπικού δικτύου του, ωστόσο, εξέτασε το ενδεχόμενο να υφίσταται έμμεση ευθύνη (Störerhaftung) του, λόγω του ότι ο T. Mc Fadden δεν προστάτευσε το δίκτυό του επιτρέποντας έτσι την ανώνυμη διάπραξη της εν λόγω προσβολής. Το ερώτημα είναι – στο πλαίσιο αυτό – εάν η απαλλαγή από την ευθύνη που προβλέπεται στο άρθρο 12 παρ. 1 της οδηγίας 2000/31 αποκλείει κάθε είδους ευθύνη του T. Mc Fadden. 

Κατ’ ακολουθία, το Πρωτοδικείο του Μονάχου απηύθυνε μια σειρά προδικαστικά ερωτήματα προς τα ΔΕΕ. Τα πρώτα τρία αφορούν την έννοια “υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας” σύμφωνα με την οδηγία 2000/31 και αν η δραστηριότητα της παροχής πρόσβασης σε ένα ασύρματο δίκτυο εμπίπτει σε αυτήν. Τα υπόλοιπα ερωτήματα αφορούν το κατεξοχήν ζήτημα της ευθύνης του παρέχοντος πρόσβαση σε ένα ασύρματο δίκτυο, μεταξύ των οποίων και το ερώτημα αν μπορεί να εκδοθεί διαταγή κατά των παρόχων της προσβάσεως με την οποία υποχρεώνονται να μην επιτρέπουν στο μέλλον σε τρίτους, μέσω συγκεκριμένης διαδικτυακής συνδέσεως, να θέτουν στη διάθεση του κοινού, σε ομότιμο δίκτυο (peer-to-peer), ορισμένο έργο που προστατεύεται από δικαιώματα του δημιουργού, όπως και εάν μπορεί να εκδοθεί απόφαση εθνικού δικαστηρίου με την οποία ο παρέχων πρόσβαση να υποχρεώνεται, επ’ απειλή χρηματικής ποινής, να παραλείπει στο μέλλον να καθιστά δυνατό σε τρίτους, μέσω συγκεκριμένης διαδικτυακής συνδέσεως, να παρέχουν ηλεκτρονική πρόσβαση, μέσω ιστοσελίδων διαδικτυακών ανταλλαγών, σε ορισμένο έργο το οποίο προστατεύεται από δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας ή σε μέρη αυτού, και με την οποία επαφίεται στον παρέχοντα την πρόσβαση να επιλέξει ποια συγκεκριμένα τεχνικά μέτρα θα λάβει προκειμένου να ανταποκριθεί στη διαταγή αυτή. Και ακόμα, αν ο παρέχων την πρόσβαση δύναται εν τοις πράγμασι να ανταποκριθεί στην απαγόρευση του δικαστηρίου μόνον με τη διακοπή της διαδικτυακής συνδέσεως ή προστατεύοντάς τη με κωδικό προσβάσεως (password) ή ελέγχοντας κάθε επικοινωνία που διεξάγεται μέσω αυτής ως προς το αν το συγκεκριμένο έργο που προστατεύεται από δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας μεταδίδεται εκ νέου παρανόμως.

Το Δικαστήριο δέχθηκε, καταρχήν, ότι υπηρεσίες όπως η δωρεάν παροχή πρόσβασης στο Ίντερνετ μέσω ασύρματου δικτύου αποτελεί υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας, κατά το άρθρο 12 § 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 2 στοιχ. α’ της οδηγίας 2000/31 και το άρθρο 1 σημείο 2 της οδηγίας 98/34, εφόσον πραγματοποιείται με σκοπό να διαφημιστούν προϊόντα ή υπηρεσίες που πωλεί ή παρέχει ο ίδιος (σκ. 43). Εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι δεν αποτελεί τέτοια υπηρεσία η παροχή ελεύθερης πρόσβασης στο Διαδίκτυο μέσω ασύρματου τοπικού δικτύου, σε τρίτους, από έναν ιδιώτη, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που δεν κλειδώνει ένας χρήστης το ασύρματο δίκτυο που διαθέτει.


Περαιτέρω, το Δικαστήριο καθιστά σαφές ότι δεν απαιτείται να υπάρχει συμβατική σχέση μεταξύ του αποδέκτη και του παρόχου της ως άνω υπηρεσίας (σκ. 54). Ακόμα, καθιστά σαφές ότι στην περίπτωση της απαλλαγής από την ευθύνη για την απλή μετάδοση (άρθρο 12 § 1 της οδηγίας 2000/31), δεν εφαρμόζεται η διάταξη άλλου άρθρου που προβλέπει ότι πρέπει ο πάροχος να αφαιρέσει ή να καταστήσει αδύνατη την πρόσβαση σε πληροφορίες όταν πληροφορηθεί ότι ορισμένες από τις πληροφορίες που αποθηκεύει ένας χρήστης της υπηρεσίας είναι παράνομες (σκ. 65).


Πιο πέρα, η απόφαση αναφέρεται στη διεκδίκηση αξιώσεων από τον δικαιούχο έναντι του παρόχου της υπηρεσίας πρόσβασης σε τοπικό ασύρματο δίκτυο και δέχεται ότι “το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/31 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στο να ζητήσει ο θιγείς από την προσβολή των δικαιωμάτων του επί ενός έργου αποζημίωση από τον παρέχοντα πρόσβαση σε δίκτυο επικοινωνιών με το αιτιολογικό ότι μία από τις προσβάσεις αυτές χρησιμοποιήθηκε από τρίτους για την προσβολή των δικαιωμάτων του, καθώς και την επιστροφή των εξόδων οχλήσεων και των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε για την άσκηση αγωγής αποζημιώσεως. Αντιθέτως, η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στο να ζητήσει το πρόσωπο αυτό την παράλειψη στο μέλλον της εν λόγω προσβολής, καθώς και την επιστροφή των εξόδων οχλήσεων και των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε στρεφόμενος κατά του παρέχοντος πρόσβαση σε δίκτυο επικοινωνιών του οποίου οι υπηρεσίες χρησιμοποιήθηκαν για την διάπραξη της προσβολής, στην περίπτωση που τα αιτήματα αυτά αφορούν ή έπονται της εκδόσεως διαταγής από εθνική διοικητική αρχή ή εθνικό δικαστήριο που υποχρεώνει τον εν λόγω παρέχοντα την πρόσβαση να μην επιτρέπει στο μέλλον την ως άνω προσβολή“.


Τέλος, το Δικαστήριο εξέτασε τα μέτρα που δύναται να λάβει ο πάροχος της άνω υπηρεσίας. Κατά πρώτον, δέχεται ότι δεν μπορεί να του επιβληθεί η υποχρέωση επιτήρησης του συνόλου των μεταδιδόμενων πληροφοριών ενόψει της απαγόρευσης επιβολής γενικής υποχρεώσεως ελέγχου των πληροφοριών που οι πάροχοι μεταδίδουν κατά το άρθρο 15 § 1 της οδηγίας 2000/31 (σκ. 87). 


Η πλήρης διακοπής της σύνδεσης στο διαδίκτυο δεν δύναται, επίσης, να επιβληθεί, διότι η εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου θα έθιγε σημαντικά την επιχειρηματική του ελευθερία (σκ. 88) και διότι το μέτρο αυτό δεν συμβάλει στην εξασφάλιση μιας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων που πρέπει να έρθουν σε συγκερασμό (σκ. 88,89).


Ωστόσο, το μέτρο που συνίσταται στην προστασία με χρήση κωδικού της σύνδεσης στο διαδίκτυο μπορεί να επιβληθεί με δικαστική απόφαση, καθώς δεν θίγει το ουσιώδες περιεχόμενο του δικαιώματος της επιχειρηματικής ελευθερίας του παρόχου, ούτε και τη δυνατότητα των χρηστών να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες, αφού δεν εμποδίζεται η πρόσβασή τους σε πληροφορίες (σκ. 90-94). Μάλιστα, το μέτρο αυτό κρίνεται πρόσφορο να αποτρέψει τους χρήστες της σύνδεσης αυτής να προσβάλλει δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, διότι αυτοί πρέπει να αποκαλύψουν την ταυτότητά τους προκειμένου να αποκτήσουν κωδικό (σκ. 96).


Βεβαίως, δεν υπάρχει υποχρέωση των παρόχων υπηρεσιών πρόσβασης ασυρμάτων δικτύων να θέτουν κωδικούς ασφαλείας εκ προοιμίου, προτού εκδοθεί σχετική απόφαση εθνικού Δικαστηρίου, καθώς τούτο δεν καθιερώνεται νομοθετικά, αλλά αποτελεί ένα πρόσφορο μέτρο για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των δικαιούχων, σε περίπτωση που μια διαφορά σχετική με παραβίαση δικαιωμάτων του δημιουργού ή συγγενικών δικαιωμάτων αχθεί προς κρίση ενώπιον δικαστηρίου.











Επιτηδευματίας που θέτει δωρεάν στη διάθεση του κοινού ένα ασύρματο τοπικό δίκτυο με πρόσβαση στο Διαδίκτυο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ MACIEJ SZPUNAR της 16ης Μαρτίου 2016  Υπόθεση C‑484/14 Tobias Mc Fadden κατά Sony Music Entertainment Germany GmbH 

[αίτηση του Landgericht München I (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

Δημοσιεύθηκαν οι προτάσεις του Γεν. Εισαγγελέα του ΔΕΕ στην ως άνω υπόθεση, η οποία αφορά προδικαστική παραπομπή με την οποία ζητείται η έκδοση απόφασης που αφορά στο ζήτημα της ευθύνης του ιδιοκτήτη διαδικτυακής σύνδεσης που διατηρεί σε λειτουργία μέσω ασύρματου δικτύου (Wi-Fi). Μέσω αυτής της συνδέσεως, στις 4 Σεπτεμβρίου 2010, ένα μουσικό έργο προσφέρθηκε παράνομα προς τηλεφόρτωση. Η Sony Music, η οποία είναι παραγωγός φορέων ηχητικής εγγραφής και κάτοχος δικαιωμάτων επί του έργου αυτού, με έγγραφο της προέβη σε όχληση του ως άνω προσώπου για την προσβολή των δικαιωμάτων της. Ο εναγόμενος υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι αποκλείεται η ευθύνη του δυνάμει των διατάξεων του γερμανικού δικαίου που μεταφέρουν στην εθνική έννομη τάξη το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/31. Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι κλίνει προς την εφαρμογή κατ’ αναλογία της αποφάσεως του Bundesgerichtshof της 12ης Μαΐου 2010, Sommer unseres Lebens (I ZR 121/08), εκτιμώντας ότι η απόφαση αυτή, που αφορά ιδιώτες, ισχύει κατά μείζονα λόγο στην περίπτωση ενός επιτηδευματία ο οποίος διατηρεί σε λειτουργία ένα δίκτυο Wi‑Fi ανοικτό στο κοινό.

Τα βασικά ερωτήματα που τέθηκαν ήταν: παρέχει επιτηδευματίας, ο οποίος, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του, διατηρεί σε λειτουργία ένα ασύρματο τοπικό δίκτυο με πρόσβαση στο Διαδίκτυο (στο εξής: δίκτυο Wi‑Fi), ανοικτό στο κοινό και δωρεάν, υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας κατά την έννοια της οδηγίας 2000/31/ΕΚ; Κατά πόσον περιορίζεται η ευθύνη του λόγω των προσβολών του δικαιώματος του δημιουργού εκ μέρους τρίτων χρηστών; Μπορεί ένα τέτοιο πρόσωπο που διατηρεί σε λειτουργία ένα δημόσιο δίκτυο Wi‑Fi να εξαναγκασθεί, μέσω διαταγής, να προστατεύει την πρόσβαση στο δίκτυό του με κωδικό προσβάσεως;

Καταρχήν, ο Γεν. Εισαγγελέας αναφέρει ότι τα άρθρα 2, στοιχεία αʹ, και βʹ, και 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/31 έχουν την έννοια ότι έχουν εφαρμογή σε πρόσωπο το οποίο, παρεπομένως σε σχέση με την κύρια οικονομική του δραστηριότητα, διατηρεί σε λειτουργία ένα δίκτυο Wi‑Fi με σύνδεση στο Διαδίκτυο, ανοικτό στο κοινό και δωρεάν.

Στη συνέχεια, κρίνει ότι το άρθρο 12, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2000/31 αντιτίθεται στην καταδίκη ενός ενδιάμεσου φορέα παροχής υπηρεσιών απλής μεταδόσεως συνεπεία οποιουδήποτε αιτήματος που συνεπάγεται τη διαπίστωση αστικής ευθύνης του. Το άρθρο αυτό αντιτίθεται επομένως όχι μόνο στην επιβολή υποχρεώσεως αποζημιώσεως στον ενδιάμεσο φορέα παροχής υπηρεσιών, αλλά και στην καταδίκη του στα έξοδα οχλήσεως και στα δικαστικά έξοδα σε σχέση με την προσβολή του δικαιώματος του δημιουργού εκ μέρους τρίτου λόγω των διαβιβαζόμενων πληροφοριών. Το ίδιο άρθρο δεν αντιτίθεται στην έκδοση διαταγής επ’ απειλή χρηματικής ποινής.

Στη συνέχεια, εξετάζει το ζήτημα αν τα τρία μέτρα που μνημονεύονται στο ένατο ερώτημα, υπό βʹ, ήτοι η διακοπή της διαδικτυακής συνδέσεως, η προστασία της με κωδικό προσβάσεως ή ο έλεγχος κάθε επικοινωνίας που διεξάγεται μέσω αυτής, μπορούν να είναι συμβατά προς την οδηγία 2000/31. Ο Γεν. Εισαγγελέας θεωρεί ότι μέτρο που διατάσσει τη διακοπή λειτουργίας της διαδικτυακής συνδέσεως προδήλως δεν συμβιβάζεται με την απαίτηση δίκαιης εξισορροπήσεως των θεμελιωδών δικαιωμάτων, εφόσον θίγει το ουσιώδες περιεχόμενο του δικαιώματος της επιχειρηματικής ελευθερίας του προσώπου το οποίο, έστω και παρεπομένως, ασκεί οικονομική δραστηριότητα που συνίσταται στην παροχή προσβάσεως στο Διαδίκτυο. Ένα τέτοιο μέτρο θα ήταν αντίθετο προς το άρθρο 3 της οδηγίας 2004/48, δυνάμει του οποίου το δικαστήριο που εκδίδει τη διαταγή οφείλει να μεριμνά ώστε τα προσδιοριζόμενα μέτρα να μη παρακωλύουν το νόμιμο εμπόριο.

Όσον αφορά το μέτρο που υποχρεώνει τον ιδιοκτήτη της διαδικτυακής συνδέσεως να ελέγχει όλες τις επικοινωνίες που διεξάγονται μέσω αυτής, αυτό θα προσέκρουε προφανώς στην απαγόρευση γενικής υποχρεώσεως ελέγχου, που προβλέπεται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/31.

Όσον αφορά δε την προστασία της πρόσβασης σε ασύρματο δίκτυο, έχει τη γνώμη ότι η επιβολή υποχρεώσεως προστασίας της προσβάσεως στο δίκτυο Wi‑Fi, ως μέθοδος προστασίας του δικαιώματος του δημιουργού στο πλαίσιο του Διαδικτύου, δεν θα τηρούσε την απαίτηση δίκαιης ισορροπίας μεταξύ, αφενός, της προστασίας του δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας, της οποίας απολαύουν οι κάτοχοι του δικαιώματος του δημιουργού, και, αφετέρου, της προστασίας της επιχειρηματικής ελευθερίας η οποία ισχύει για τους φορείς παροχής των σχετικών υπηρεσιών. Περιορισμός της προσβάσεως σε νόμιμες επικοινωνίες θα συνεπαγόταν επιπλέον περιορισμό της ελευθερίας εκφράσεως και πληροφορήσεως. Υπό γενικότερο πρίσμα, η ενδεχόμενη γενίκευση της υποχρεώσεως προστασίας των δικτύων Wi‑Fi, ως μέθοδος προστασίας του δικαιώματος του δημιουργού εντός του Διαδικτύου, θα ήταν ικανή να επιφέρει ένα μειονέκτημα για όλη την κοινωνία, που θα εγκυμονούσε τον κίνδυνο να υπερβαίνει το ενδεχόμενο όφελός της για τους κατόχους αυτών των δικαιωμάτων. Αφενός, τα δημόσια δίκτυα Wi‑Fi που χρησιμοποιούνται από μεγάλο αριθμό ατόμων έχουν σχετικώς περιορισμένο εύρος ζώνης και, επομένως, δεν είναι πολύ εκτεθειμένα στις προσβολές των έργων και των αντικειμένων που προστατεύονται από το δικαίωμα του δημιουργού. Αφετέρου, τα σημεία προσβάσεως Wi‑Fi εμφανίζουν αναμφισβήτητα σημαντικό δυναμικό για την καινοτομία. Κάθε μέτρο που εγκυμονεί τον κίνδυνο να ανακόψει την εξέλιξη αυτής της δραστηριότητας πρέπει επομένως να εξετάζεται επιμελώς σε σχέση με το ενδεχόμενο όφελός του.

Καταλήγοντας, η πρόταση του Γεν. Εισαγγελέα είναι η εξής:

1) Τα άρθρα 2, στοιχεία αʹ και βʹ, και 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά (οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο), έχουν την έννοια ότι έχουν εφαρμογή σε κάθε πρόσωπο, το οποίο, παρεπομένως σε σχέση με την κύρια οικονομική του δραστηριότητα, διατηρεί σε λειτουργία ένα ασύρματο τοπικό δίκτυο Wi‑Fi με σύνδεση στο Διαδίκτυο, ανοικτό στο κοινό και δωρεάν.

2) Το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/31 αντιτίθεται στην καταδίκη ενός ενδιάμεσου φορέα παροχής υπηρεσιών απλής μεταδόσεως συνεπεία οποιουδήποτε αιτήματος που συνεπάγεται τη διαπίστωση αστικής ευθύνης του. Το άρθρο αυτό αντιτίθεται επομένως όχι μόνο στην επιβολή υποχρεώσεως αποζημιώσεως στον φορέα παροχής τέτοιων υπηρεσιών, αλλά και στην καταδίκη του στα έξοδα οχλήσεως και στα δικαστικά έξοδα σε σχέση με την προσβολή του δικαιώματος του δημιουργού εκ μέρους τρίτου λόγω των διαβιβαζόμενων πληροφοριών.

3) Το άρθρο 12, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2000/31 δεν αντιτίθεται στην έκδοση διαταγής δικαστηρίου, συνοδευόμενης με απειλή χρηματικής ποινής.

Κάθε εθνικό δικαστήριο, όταν εκδίδει μια τέτοια διαταγή, οφείλει να βεβαιώνεται:

– ότι τα οικεία μέτρα συνάδουν προς το άρθρο 3 της οδηγίας 2004/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, και, μεταξύ άλλων, ότι είναι αποτελεσματικά, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας και αποτρεπτικού χαρακτήρα·

– ότι σκοπό έχουν την παύση συγκεκριμένης προσβολής δικαιώματος ή την πρόληψή της και δεν συνεπάγονται γενική υποχρέωση ελέγχου, σύμφωνα με τα άρθρα 12, παράγραφος 3, και 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/31, και

– ότι η εφαρμογή των διατάξεων αυτών, καθώς και άλλων λεπτομερειών που προβλέπονται δυνάμει του εθνικού δικαίου, εξασφαλίζει δίκαιη ισορροπία μεταξύ των εφαρμοστέων εν προκειμένω θεμελιωδών δικαιωμάτων, ειδικότερα δε των προστατευόμενων, αφενός, από τα άρθρα 11 και 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και, αφετέρου, από το άρθρο 17, παράγραφος 2, αυτού.

4) Τα άρθρα 12, παράγραφος 3, και 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/31, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα των απαιτήσεων που απορρέουν από την προστασία των εφαρμοστέων θεμελιωδών δικαιωμάτων, δεν αντιτίθενται, κατ’ αρχήν, στην έκδοση διαταγής που αφήνει στον αποδέκτη της την επιλογή των συγκεκριμένων προς λήψη μέτρων. Εναπόκειται παρά ταύτα στον επιληφθέντα αιτήσεως εκδόσεως διαταγής εθνικό δικαστή να βεβαιωθεί για την ύπαρξη κατάλληλων μέτρων, σύμφωνα με τους περιορισμούς που απορρέουν από το ενωσιακό δίκαιο.

Οι εν λόγω διατάξεις αντιτίθενται στην έκδοση διαταγής που απευθύνεται σε διατηρούντα σε λειτουργία ασύρματο τοπικό δίκτυο Wi‑Fi με σύνδεση στο Διαδίκτυο, ανοικτό στο κοινό και δωρεάν, παρεπομένως σε σχέση με την κύρια οικονομική του δραστηριότητα, όταν ο αποδέκτης της διαταγής δεν μπορεί να συμμορφωθεί προς αυτή παρά μόνο:

– διακόπτοντας τη διαδικτυακή σύνδεση, ή

– προστατεύοντάς τη με κωδικό προσβάσεως, ή

– ελέγχοντας κάθε επικοινωνία που διεξάγεται μέσω αυτής ως προς το αν το συγκεκριμένο έργο που προστατεύεται από το δικαίωμα του δημιουργού μεταδίδεται εκ νέου παρανόμως.