Τοποθέτηση υπερσυνδέσμων προς προστατευόμενα έργα ελευθέρως δημοσιευμένα σε άλλο ιστοχώρο, χωρίς την άδεια του δημιουργού


Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 8ης Σεπτεμβρίου 2016

H τοποθέτηση σε ιστότοπο υπερσυνδέσμου προς έργα προστατευόμενα από το δικαίωμα του δημιουργού και ελευθέρως διαθέσιμα σε άλλον ιστότοπο χωρίς την άδεια του δημιουργού δεν συνιστά «παρουσίαση στο κοινό» όταν το πρόσωπο που τοποθετεί τον εν λόγω σύνδεσμο ενεργεί για μη κερδοσκοπικό σκοπό και δεν γνώριζε ούτε μπορούσε ευλόγως να γνωρίζει τον παράνομο χαρακτήρα της δημοσίευσης των οικείων έργων στον εν λόγω άλλο ιστοτόπο. 

Σε περίπτωση που οι σύνδεσμοι αυτοί τοποθετήθηκαν για κερδοσκοπικό σκοπό, η γνώση του παράνομου χαρακτήρα θα πρέπει να τεκμαίρεται.

 Υπόθεση C-160/15 GS Media BV κατά Sanoma Media Netherlands BV, Playboy Enterprises International Inc., Britt Geertruida Dekker). 

Το ζήτημα που αφορά την ευθύνη αυτού που δημιουργεί έναν υπερσύνδεσμο προς προστατευόμενα έργα που δημοσιεύθηκαν χωρίς την άδεια του δικαιούχου, παραβιάζοντας έτσι, το δικαίωμα του δημιουργού, έχει απασχολήσει πολλαπλώς τα Δικαστήρια πολλών χωρών. Το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε σχετικά με το ζήτημα αυτό και μπορούμε να πούμε ότι πλέον παύει η σχετική αμφισβήτηση.

Σε άλλη υπόθεση, στην απόφαση C 466/12 Nils Svensson κ.λπ. κατά Retriever Sveringe AB κρίθηκε από το ΔΕΕ ότι η τοποθέτηση σε ιστότοπο ενός υπερσυνδέσμου προς έργα ελευθέρως διαθέσιμα σε άλλον ιστότοπο δεν συνιστά «παρουσίαση στο κοινό» κατά τη διάταξη του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29. Και τούτο, με το σκεπτικό ότι για να εμπίπτει στην έννοια της παρουσίασης στο κοινό μια παρουσίαση, όπως είναι η πράξη της δημιουργίας συνδέσμου, η οποία αφορά τα ίδια έργα με την αρχική παρουσίαση και η οποία πραγματοποιήθηκε στο Διαδίκτυο, όπως και η αρχική παρουσίαση, δηλ. με τον ίδιο από τεχνική άποψη τρόπο, πρέπει να απευθύνεται σε νέο κοινό, δηλ. σε ένα κοινό που δεν λήφθηκε υπόψη από τους δικαιούχους, όταν αυτοί επέτρεψαν την αρχική παρουσίαση στο κοινό. Εν προκειμένω, η διάθεση των οικείων έργων δεν συνεπάγεται την παρουσίαση τους σε ένα νέο κοινό, διότι στην αρχική παρουσίαση είχαν ελεύθερη πρόσβαση όλοι οι χρήστες του Διαδικτύου, ενώ οι χρήστες του ιστοτόπου που περιέχει σύνδεσμο, με τον οποίο γίνεται παραπομπή στον ιστοτόπο όπου είχε γίνει η αρχική παρουσίαση είναι θεωρητικά δυνητικοί αποδέκτες αυτής και, συνεπώς, περιλαμβάνονται στο κοινό που είχαν υπόψη τους οι δικαιούχοι όταν επέτρεψαν την αρχική παρουσίαση.


Αυτή η ερμηνεία επελέγη και με τη διάταξη της 21ης Οκτωβρίου 2014, BestWater International (C‑348/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2315), όσον αφορά τέτοιους συνδέσμους που χρησιμοποιούν την τεχνική διαδικασία η οποία αποκαλείται «framing».


Μέχρι τώρα δεν είχε κριθεί το ζήτημα της τοποθέτησης υπερσυνδέσμων προς έργα, τα οποία έχουν καταστεί ελευθέρως διαθέσιμα σε άλλον ιστότοπο, αλλά χωρίς την άδεια των κατόχων του δικαιώματος του δημιουργού, δηλ. παρανόμως.

Στην υπόθεση C-160/15 GS Media BV το Δικαστήριο δέχθηκε ότι για την κατά περίπτωση εκτίμηση της «παρουσίασης στο κοινό» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, πρέπει, όταν η τοποθέτηση σε ιστότοπο ενός υπερσυνδέσμου προς έργο ελευθέρως διαθέσιμο σε άλλον ιστότοπο πραγματοποιείται από πρόσωπο το οποίο, πράττοντας τούτο, δεν επιδιώκει κερδοσκοπικό σκοπό, να λαμβάνεται υπόψη η περίσταση ότι το πρόσωπο αυτό δεν γνωρίζει, και δεν μπορεί ευλόγως να γνωρίζει, ότι το οικείο έργο είχε δημοσιευθεί στο διαδίκτυο χωρίς την άδεια του κατόχου των δικαιωμάτων δημιουργού. Το πρόσωπο αυτό μπορεί μεν να θέτει το εν λόγω έργο στη διάθεση του κοινού προσφέροντας στους χρήστες του διαδικτύου άμεση πρόσβαση σε αυτό, ταυτοχρόνως όμως δεν ενεργεί κατά κανόνα με απόλυτη επίγνωση των συνεπειών της συμπεριφοράς του προκειμένου να παράσχει σε τρίτους πρόσβαση σε έργο παρανόμως δημοσιευθέν στο διαδίκτυο. Επιπλέον, στην περίπτωση που το επίμαχο έργο ήταν ήδη διαθέσιμο χωρίς περιορισμούς στον ιστότοπο στον οποίο ο υπερσύνδεσμος καθιστά δυνατή την πρόσβαση, η πρόσβαση σε αυτό ήταν καταρχήν ήδη εφικτή από το σύνολο των χρηστών του διαδικτύου ακόμη και χωρίς την εν λόγω παρέμβαση. Αντιθέτως, όταν αποδεικνύεται ότι το πρόσωπο αυτό γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι ο υπερσύνδεσμος που τοποθέτησε παρέχει πρόσβαση σε έργο παρανόμως δημοσιευθέν στο διαδίκτυο, για παράδειγμα λόγω του ότι ενημερώθηκε σχετικά από τους κατόχους του δικαιώματος του δημιουργού, τότε πρέπει να γίνει δεκτό ότι η τοποθέτηση του συνδέσμου αυτού συνιστά «παρουσίαση στο κοινό». Το ίδιο ισχύει στην περίπτωση κατά την οποία ο σύνδεσμος αυτός παρέχει τη δυνατότητα στους χρήστες του ιστοτόπου στον οποίο βρίσκεται ο εν λόγω σύνδεσμος να παρακάμψουν περιοριστικά μέτρα που έχει λάβει ο ιστότοπος στον οποίο βρίσκεται το προστατευόμενο έργο προκειμένου να περιοριστεί η πρόσβαση του κοινού στους συνδρομητές του και μόνον, με αποτέλεσμα η τοποθέτηση τέτοιου συνδέσμου να συνιστά ηθελημένη παρέμβαση χωρίς την οποία οι εν λόγω χρήστες δεν θα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στα μεταδιδόμενα έργα.Επιπλέον, όταν η τοποθέτηση υπερσυνδέσμων γίνεται για κερδοσκοπικό σκοπό, ευλόγως αναμένεται από το πρόσωπο που την πραγματοποιεί ότι θα προβεί στους αναγκαίους ελέγχους ώστε να βεβαιωθεί ότι το οικείο έργο δεν έχει δημοσιευτεί παρανόμως στον ιστότοπο στον οποίο οδηγούν οι εν λόγω υπερσύνδεσμοι, οπότε θεωρείται κατά τεκμήριο ότι η τοποθέτηση των υπερσυνδέσμων πραγματοποιήθηκε με απόλυτη επίγνωση τόσο του γεγονότος ότι το έργο είναι προστατευόμενο όσο και του ενδεχομένου ο κάτοχος του δικαιώματος του δημιουργού να μην έχει επιτρέψει τη δημοσίευσή του στο διαδίκτυο. Υπό τις περιστάσεις αυτές, και υπό τον όρο ότι το ανωτέρω μαχητό τεκμήριο δεν ανατρέπεται, η πράξη που συνίσταται στην τοποθέτηση υπερσυνδέσμου προς έργο παρανόμως δημοσιευθέν στο διαδίκτυο αποτελεί «παρουσίαση στο κοινό» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29.


Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι:


Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, έχει την έννοια ότι, προκειμένου να καθοριστεί αν η τοποθέτηση σε ιστότοπο υπερσυνδέσμων προς προστατευόμενα έργα ελευθέρως διαθέσιμα σε άλλον ιστότοπο χωρίς την άδεια του κατόχου του δικαιώματος του δημιουργού συνιστά «παρουσίαση στο κοινό» κατά την έννοια της διάταξης αυτής, πρέπει να εξακριβωθεί αν οι σύνδεσμοι αυτοί παρασχέθηκαν για μη κερδοσκοπικό σκοπό από πρόσωπο που δεν γνώριζε ούτε μπορούσε ευλόγως να γνωρίζει τον παράνομο χαρακτήρα της δημοσίευσης των οικείων έργων στον εν λόγω άλλον ιστότοπο ή, αντιθέτως, αν παρασχέθηκαν για κερδοσκοπικό σκοπό, περίπτωση κατά την οποία η γνώση του παράνομου χαρακτήρα θα πρέπει να τεκμαίρεται.







ΔικΕΕ: Καμία προστασία για το Live-Streaming με βάση την κοινοτική οδηγία 2001/29



Στην απόφαση της 26-3-2015 στην υπόθεση C More Entertainment AB κατά Linus Sandberg (C‑279/13) το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 2001/29 επί ζωντανής μετάδοσης μέσω ιστοσελίδας (Live-Streaming) και δέχθηκε ότι η οδηγία δεν εφαρμόζεται όταν ένας τρίτος μεταδίδει το περιεχόμενο αυτό μέσω υπερσυνδέσμου (link) χωρίς την άδεια του δημιουργού.

Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι ο κάτοχος του δικαιώματος μένει νομικά ακάλυπτος, διότι μπορεί η εθνική νομοθεσία να επεκτείνει το αποκλειστικό δικαίωμα των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών και σε πράξεις παρουσίασης στο κοινό που πραγματοποιούνται απευθείας στο διαδίκτυο.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα πραγματικά περιστατικά έχουν ως εξής: 

Η C More Entertainment είναι ένας συνδρομητικός τηλεοπτικός σταθμός ο οποίος, μεταξύ άλλων, μεταδίδει απευθείας στον ιστότοπό του, επί πληρωμή, αγώνες χόκεϊ επί πάγου. Το φθινόπωρο του 2007, η C More Entertainment μετέδωσε στον εν λόγω ιστότοπο διάφορους αγώνες χόκεϊ επί πάγου, στους οποίους οι ενδιαφερόμενοι μπορούσαν να έχουν πρόσβαση πληρώνοντας το ποσό των 89 σουηδικών κορονών (SEK) (περίπου 9,70 ευρώ) ανά αγώνα. O L. Sandberg δημιούργησε στον ιστότοπό του υπερσυνδέσμους που παρείχαν τη δυνατότητα παρακάμψεως της τεχνικής προστασίας που είχε εγκαταστήσει η C More Entertainment. Μέσω των υπερσυνδέσμων αυτών, οι χρήστες του διαδικτύου μπόρεσαν έτσι να αποκτήσουν δωρεάν πρόσβαση στις μεταδόσεις των δύο αγώνων χόκεϊ που πραγματοποιήθηκαν απευθείας από τη C More Entertainment στις 20 Οκτωβρίου και 1 Νοεμβρίου 2007. Πριν από τον πρώτο από τους αγώνες αυτούς, η C More Entertainment ζήτησε, τηλεφωνικώς, από τον L. Sandberg να αφαιρέσει τους υπερσυνδέσμους που αυτός είχε τοποθετήσει στον ιστότοπό του, χωρίς όμως επιτυχία. Μετά τον αγώνα αυτό, η C More Entertainment προειδοποίησε εγγράφως τον L. Sandberg για το ότι εκτιμούσε ότι η προσθήκη των υπερσυνδέσμων αυτών είχε προσβάλει τα δικαιώματά της.Κατά τη μετάδοση του δευτέρου από τους αγώνες αυτούς, η C More Entertainment εγκατέστησε έναν τεχνικό μηχανισμό που είχε ως αποτέλεσμα να εμποδίζει κάθε πρόσβαση στη μετάδοση αυτή μέσω των υπερσυνδέσμων που είχε δημιουργήσει ο L. Sandberg.

Ο ως άνω τηλεοπτικός σταθμός άσκησε ποινική δίωξη κατά του Sandberg και η υπόθεση έφθασε στο ανώτατο Δικαστήριο της Σουηδίας, το οποίος εκτίμησε ότι από την οδηγία 2001/29 δεν συνάγεται ότι η τοποθέτηση ενός υπερσυνδέσμου σε ιστότοπο συνιστά πράξη παρουσίασης στο κοινό, ωστόσο, η εθνική νομοθεσία προβλέπει συγγενικά δικαιώματα ευρύτερα αυτών του άρθρου 3 παρ. 2 της οδηγίας 2001/29. Συνακόλουθα, το Ανώτατο Δικαστήριο απηύθυνε το εξής προδικαστικό ερώτημα προς το ΔικΕΕ:

«Μπορούν τα κράτη μέλη να παρέχουν στον κάτοχο του δικαιώματος του δημιουργού ευρύτερο αποκλειστικό δικαίωμα, προβλέποντας ότι η παρουσίαση στο κοινό περιλαμβάνει περισσότερες πράξεις από αυτές που διαλαμβάνονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας [2001/29];»


Στην απάντησή του στο ερώτημα αυτό, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τα εξής:

 Το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Δικαίωμα παρουσίασης έργων στο κοινό και δικαίωμα διάθεσης άλλων αντικειμένων στο κοινό», προβλέπει τα ακόλουθα:
«1.      Τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν κάθε παρουσίαση στο κοινό των έργων τους, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, καθώς και να καθιστούν προσιτά τα έργα τους στο κοινό κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος.
2.      Τα κράτη μέλη παρέχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν τη διάθεση στο κοινό, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος:
[…]
δ)      στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, όσον αφορά την υλική ενσωμάτωση των εκπομπών τους, που μεταδίδονται ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, συμπεριλαμβανομένης της καλωδιακής ή δορυφορικής μετάδοσης.»
Όπως συνάγεται από το γράμμα της διάταξης, αυτή αναφέρεται στη διάθεση στο κοινό των ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών, αλλά όσον αφορά την υλική ενσωμάτωση των εκπομπών τους και, συνεπώς, δεν εκτείνεται στην απευθείας μετάδοση στο διαδίκτυο εκπομπών, όπως οι επίμαχες εκπομπές.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε, όμως, ότι η εναρμόνιση που επιδιώκεται μέσω της οδηγίας 2001/29 δεν είναι πλήρης. Μάλιστα, η οδηγία 2006/115 που ρυθμίζει τα συγγενικά δικαιώματα, μεταξύ αυτών και τις ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές, αναγνωρίζει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να προβλέπουν διατάξεις πιο προστατευτικές, όσον αφορά τη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση και την παρουσίαση στο κοινό εκπομπών που πραγματοποιούνται από ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, απ’ ό,τι αυτές που πρέπει να θεσπιστούν, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής. Η δυνατότητα αυτή συνεπάγεται ότι τα κράτη μέλη μπορούν να παρέχουν, στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν πράξεις παρουσιάσεως στο κοινό των εκπομπών τους που πραγματοποιούνται υπό συνθήκες που διαφέρουν από αυτές που προβλέπει το εν λόγω άρθρο 8, παράγραφος 3, ιδίως δε εκπομπών στις οποίος οποιοσδήποτε μπορεί να έχει πρόσβαση από όπου αυτός επιλέγει, εξυπακουομένου ότι ένα τέτοιο δικαίωμα δεν πρέπει, όπως προβλέπει το άρθρο 12 της οδηγίας 2006/115, κατ’ ουδένα τρόπο να θίγει την προστασία του δικαιώματος του δημιουργού.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία που επεκτείνει το αποκλειστικό δικαίωμα των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών, που διαλαμβάνονται στο εν λόγω άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, και όσον αφορά πράξεις παρουσιάσεως στο κοινό τις οποίες θα μπορούσαν να συνιστούν μεταδόσεις αθλητικών συναντήσεων πραγματοποιούμενες απευθείας στο διαδίκτυο, όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, υπό την προϋπόθεση ότι η επέκταση αυτή δεν θίγει την προστασία του δικαιώματος του δημιουργού.
ως 
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το ελληνικό δίκαιο δεν θεσπίζει ευρύτερη προστασία από το κοινοτικό δίκαιο, αλλά κατ’ αντιγραφή της οδηγίας 2001/29, προβλέπεται στο άρθρο 48 παρ. 1 περ. ζ΄ Ν. 2121/1993 ότι οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί έχουν το δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν τη διάθεση στο κοινό, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση στην υλική ενσωμάτωση των εκπομπών τους, όπου και όταν ο ίδιος επιλέγει.

Ο περιορισμός του δικαιώματος διάθεσης στο κοινό μόνο σε ό,τι αφορά την πρόσβαση στην υλική ενσωμάτωση των εκπομπών σημαίνει ότι δεν καλύπτεται η πράξη διάθεσης, όπως στην επίδικη υπόθεση, όπου γίνεται ζωντανή μετάδοση ραδιοτηλεοπτικής εκπομπής μέσω ιστοσελίδας.

Βλ. σχετ.:  Institut für Urheber- und Medienrecht, EUGH: Live-Stream nach EU-Recht nicht geschützt
Ο






Η νομιμότητα υπερσυνδέσμων – Η απόφαση του ΔΕΕ στην απόφαση C 466/12 Nils Svensson κ.λπ. κατά Retriever Sveringe AB

Με την απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014 (C-466/12) το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης πήρε θέση σε ένα πολύ σημαντικό νομικό ζήτημα που αφορά τη νομιμότητα της παραπομπής με υπερσυνδέσμους (links). Το ζήτημα αυτό είναι καίριο για τη λειτουργία ιστοτόπων που περιέχουν συνδέσμους, ιδίως deep links, με τους οποίους γίνεται παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων ιστοχώρων.

Το ζήτημα που τίθεται είναι κατά πόσο θίγεται η εξουσία παρουσίασης στο κοινό, σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 2001/29 που ορίζει ότι: «1.      Τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν κάθε παρουσίαση στο κοινό των έργων τους, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, καθώς και να καθιστούν προσιτά τα έργα τους στο κοινό κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος.

[…]
3.      Τα δικαιώματα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 δεν αναλώνονται με οιαδήποτε πράξη παρουσίασης ή διάθεσης στο κοινό, με την έννοια του παρόντος άρθρου.»  
Το δικαστήριο δέχθηκε ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι δεν συνιστά πράξη παρουσίασης στο κοινό, κατά τη διάταξη αυτή, η παροχή σε ιστότοπο δυνάμενων να ενεργοποιηθούν με επιλογή συνδέσμων προς έργα που διατίθενται ελεύθερα σε άλλον ιστότοπο.

Συγκεκριμένα, δέχθηκε ότι για να εμπίπτει στην έννοια της παρουσίασης στο κοινό μια παρουσίαση, όπως είναι η πράξη της δημιουργίας συνδέσμου, η οποία αφορά τα ίδια έργα με την αρχική παρουσίαση και η οποία πραγματοποιήθηκε στο Διαδίκτυο, όπως και η αρχική παρουσίαση, δηλ. με τον ίδιο από τεχνική άποψη τρόπο, πρέπει να απευθύνεται σε νέο κοινό, δηλ. σε ένα κοινό που δεν λήφθηκε υπόψη από τους δικαιούχους, όταν αυτοί επέτρεψαν την αρχική παρουσίαση στο κοινό. Στην προκειμένη περίπτωση η διάθεση των οικείων έργων δεν συνεπάγεται την παρουσίαση τους σε ένα νέο κοινό, διότι στην αρχική παρουσίαση είχαν ελεύθερη πρόσβαση όλοι οι χρήστες του Διαδικτύου, ενώ οι χρήστες του ιστοτόπου που περιέχει σύνδεσμο, με τον οποίο γίνεται παραπομπή στον ιστοτόπο όπου είχε γίνει η αρχική παρουσίαση είναι θεωρητικά δυνητικοί αποδέκτες αυτής και, συνεπώς, περιλαμβάνονται στο κοινό που είχαν υπόψη τους οι δικαιούχοι όταν επέτρεψαν την αρχική παρουσίαση.
Επίσης, έκρινε ότι η παραπάνω διάταξη έχει την έννοια ότι είναι αντίθετο προς τη δυνατότητα κράτους μέλους να θεσπίζει ευρύτερη προστασία των κατόχων του δικαιώματος του δημιουργού, προβλέποντας ότι η έννοια της παρουσίασης στο κοινό περιλαμβάνει περισσότερες ενέργειες από αυτές που διαλαμβάνονται στη διάταξη αυτή.
 Το καίριο συμπέρασμα από την παραπάνω νομολογία είναι ότι δεν προσβάλλεται η εξουσία παρουσίασης στο κοινό με τη δημιουργία ενός συνδέσμου σε άλλο ιστοχώρο.
Βεβαίως, δεν πήρε θέση αν παραβιάζεται η εξουσία αναπαραγωγής, ωστόσο, το ζήτημα αυτό έλυσε  η απόφαση του γερμανικού Ακυρωτικού δικαστηρίου στην υπόθεση Paperboy[1], με την οποία έγινε δεκτό ότι η εισαγωγή ενός απώτερου συνδέσμου δεν παραβιάζει το δικαίωμα της αναπαραγωγής και το δικαίωμα της ψηφιακής διάδοσης του έργου, όπως ούτε και το δικαίωμα του κατασκευαστή στη βάση δεδομένων[2].

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
  Ιγγλεζάκης, Σύνδεσμοι (links) και πλαίσια (frames). Ζητήματα δικαίου πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας στο Διαδίκτυο, ΕΕΕυρΔ 2003, σελ. 697 επ.
Ιγγλεζάκης, Ζητήματα ευθύνης των φορέων παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας από τη χρήση συνδέσμων (links) στο διαδίκτυο. Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Επισκόπηση Εμπορικού Δικαίου 2011, σελ. 45 επ.



[1] Βλ. BGH, απόφαση της 17.7.2003.
[2]Ομοίως, δικαστήριο της Καλιφόρνια των ΗΠΑ έκρινε ότι η παραπομπή με απώτερους συνδέσμους δεν παραβιάζει δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας· βλ. Ticketmaster Corp. v. Tickets.com, Inc. Βλ. σχετικά K. Bodard/B. de Vuyst/G. Meyer, Deep Linking, Framing, Inlining and Extension of Copyrights: Recent Cases in Common Law Jurisdictions, eLaw March 2004, παρ. 13.

Σύνδεσμοι στο Διαδίκτυο: Ζητήματα ευθύνης

Εισήγηση στο Νομικό συνέδριο: Ηλεκτρονικό Έγκλημα -Προσωπικά Δεδομένα – Ηλεκτρονικό Εμπόριο (20-21/2/2011)

Ιωάννης Δ. Ιγγλεζάκης,
Δικηγόρος,
Επικ. Καθηγητής Νομικής ΑΠΘ

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Οι σύνδεσμοι υπερκειμένου ή απλώς σύνδεσμοι είναι από τα βασικά συνεκτικά στοιχεία του Διαδικτύου και, πιο συγκεκριμένα, του Παγκόσμιου Ιστού (World Wide Web) . Το Διαδίκτυο είναι ένα δίκτυο διασυνδεδεμένων πληροφοριών και, βεβαίως, οι σύνδεσμοι αποτελούν τα σημεία διεπαφής που συνδέουν τις πληροφορίες αυτές. Συγκεκριμένα, οι σύνδεσμοι παραπέμπουν σε αρχεία που βρίσκονται στην ίδια ή σε άλλες ιστοσελίδες, στις οποίες μεταφέρεται ο χρήστης του Διαδικτύου με την ενεργοποίηση του συνδέσμου. Ο τελευταίος, με τη βοήθεια των συνδέσμων, αποκτά εύκολα ταχεία πρόσβαση από μια σελίδα του Internet, σε πληροφορίες ή εφαρμογές, oι οποίες βρίσκονται στον ίδιο ή σε άλλους ιστοχώρους και οι οποίες αφορούν σχετικά θέματα. Σημαντικό είναι ότι δεν χρειάζεται κανείς να πληκτρολογήσει μια ηλεκτρονική διεύθυνση ή να ξεκινήσει μια νέα αναζήτηση για να μεταβεί στην ιστοσελίδα, στην οποία γίνεται η παραπομπή, αλλά αρκεί να επιλέξει τον σύνδεσμο αυτό (κάνοντας κλικ με το ποντίκι).
Ειδικότερα, η παραπομπή από μια σελίδα σε άλλη λαμβάνει χώρα με την ενεργοποίηση ενός συνδέσμου που μπορεί να είναι μια υπογραμμισμένη και χρωματισμένη λέξη ή ένα εικονίδιο. Με την ενεργοποίηση του συνδέσμου, επιλέγεται αυτομάτως η ηλεκτρονική διεύθυνση της παραπεμπόμενης ιστοσελίδας, η οποία και εμφανίζεται στην οθόνη του υπολογιστή. Οι σύνδεσμοι μπορεί να βρίσκονται σε ιστοσελίδες ιδιωτών ή επιχειρήσεων, σε διαδικτυακές πύλες (portals), ήτοι σε ιστοσελίδες που λειτουργούν ως κατάλογοι περιεχομένων του Διαδικτύου, καθώς και να εμφανίζονται ως αποτελέσματα στις μηχανές αναζήτησης (search engines).
Το πλεονέκτημα των συνδέσμων είναι: από τη μια πλευρά, ότι λειτουργούν όπως οι υποσημειώσεις, περιέχουν δηλ. πληροφορίες στις οποίες ο χρήστης αποκτά πρόσβαση δίχως να διακόπτεται η ροή της παρουσίασης των πληροφοριών• και από την άλλη, ότι με τη χρήση τους εξοικονομείται αποθηκευτικός χώρος, καθ’ όσον τα αρχεία αποθηκεύονται στον διακομιστή Διαδικτύου (Internet Server) του κατόχου της ιστοσελίδας στην οποία οδηγεί ο σύνδεσμος και όχι στον διακομιστή Διαδικτύου που περιέχει τον σύνδεσμο .
Παρά τα θετικά που εμφανίζει, όμως, η χρήση της τεχνικής διασύνδεσης των ιστοσελίδων μέσω συνδέσμων, η παραπομπή σε διαφορετικές τοποθεσίες του Παγκόσμιου Ιστού δημιουργεί προβλήματα, καθώς προσβάλλει δικαιώματα πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας , ενώ δύναται να θεμελιώνει και ποινική ευθύνη. Προτού υπεισέλθουμε στα σχετικά ζητήματα χρήσιμο είναι να γίνει αναφορά στα είδη συνδέσμων, καθώς η ευθύνη για τους συνδέσμους διαφοροποιείται ανάλογα με τον εκάστοτε τύπο συνδέσμου.

ΙΙ. ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΩΝ ΣΥΝΔΕΣΜΩΝ

1. Απλοί σύνδεσμοι
Με τους απλούς συνδέσμους πραγματοποιείται η παραπομπή σε δεδομένα που είναι διαθέσιμα στο Διαδίκτυο, στην ίδια ή σε διαφορετική τοποθεσία (web site), σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στην εισαγωγή. Όταν ο σύνδεσμος παραπέμπει σε μια ιστοσελίδα στον ίδιο ιστοχώρο, τότε πρόκειται για έναν εσωτερικό σύνδεσμο, ενώ όταν παραπέμπει σε μια ιστοσελίδα μιας άλλης τοποθεσίας του Διαδικτύου, τότε πρόκειται για έναν εξωτερικό σύνδεσμο. Στην πρώτη περίπτωση είναι πάντοτε εμφανής η διεύθυνση URL του παροχέα διαδικτυακού περιεχομένου (Internet content provider) και η εικόνα του ιστοχώρου παραμένει η ίδια, ενώ στη δεύτερη, η οποία είναι πιο προβληματική, ο χρήστης μεταφέρεται σε μια άλλη τοποθεσία .

2 Απώτεροι σύνδεσμοι (Deep Links)
Η παραπομπή στην αρχική σελίδα ενός άλλου ιστοχώρου λαμβάνει χώρα με έναν επιφανειακό σύνδεσμο (Surface Link). Από τον τελευταίο διαφέρουν οι απώτεροι σύνδεσμοι (Deep Links) , ήτοι οι σύνδεσμοι που συνδέουν ιστοσελίδες διαφορετικών παροχέων διαδικτυακού περιεχομένου και δεν παραπέμπουν στην αρχική σελίδα (homepage), αλλά σε ιστοσελίδες ιεραρχικά κατώτερες (σε βάθος, εξ ου και ο χαρακτηρισμός «deep links») . Βεβαίως, όπως στην περίπτωση των απλών συνδέσμων, η διεύθυνση της παραπεμπόμενης ιστοσελίδας εμφανίζεται στο γραμμή διευθύνσεων του προγράμματος (browser). Χαρακτηριστικό αυτής της κατηγορίας συνδέσμων είναι η παράκαμψη της αρχικής ιστοσελίδας, η οποία μπορεί να έχει ως συνέπεια την «υφαρπαγή» των δεδομένων της παραπεμπόμενης ιστοσελίδας, όταν ο παραπέμπων δεν διευκρινίζει ότι η παραπομπή γίνεται σε τοποθεσία άλλου παροχέα διαδικτυακού περιεχομένου .

3 Ενσωματωμένοι σύνδεσμοι (Inline Links)
Οι ενσωματωμένοι σύνδεσμοι (που αναφέρονται και ως σύνδεσμοι γραφικών – IMG-Links) χρησιμεύουν στην εισαγωγή δεδομένων (γραφικών ή κειμένου) από μια άλλη τοποθεσία στην ιστοσελίδα που περιέχει τον σύνδεσμο αυτόν, δίχως να γίνεται παραπομπή στην σελίδα που αφορά ο σύνδεσμος .

4 Πλαίσια (frames)
Ως πλαίσια (frames) αναφέρονται οι σύνδεσμοι μιας ιδιαίτερης κατηγορίας, στην οποία το περιεχόμενο των ιστοσελίδων, στις οποίες γίνεται παραπομπή, παρουσιάζεται μέσα στην ίδια την ιστοσελίδα που περιέχει τον σύνδεσμο και, πιο συγκεκριμένα, μέσα σε ένα πλαίσιο. Σε αυτήν την περίπτωση ο χρήστης δεν εγκαταλείπει την ιστοσελίδα που περιέχει το σύνδεσμο, ενώ δεν εμφανίζεται η διεύθυνση της παραπεμπόμενης σελίδας στο λογισμικό browser (στη γραμμή διευθύνσεων), με συνέπεια να δημιουργείται κίνδυνος παραπλάνησης των χρηστών αναφορικά με την ταυτότητα του δημιουργού του περιεχομένου της ιστοσελίδας .

ΙΙΙ. ΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥΣ
Θα ήταν ασφαλώς αδύνατο να φαντασθούμε το Διαδίκτυο να λειτουργεί δίχως τους συνδέσμους που επιτρέπουν τη μετάβαση του χρήστη στις πληροφορίες που φιλοξενούνται σε αυτό. Ωστόσο, η παραγωγή και διάδοση διαδικτυακού περιεχομένου είναι πολυδάπανη διαδικασία και εύλογα οι παροχείς πληροφοριών Διαδικτύου ενδιαφέρονται να προστατεύσουν το εν λόγω περιεχόμενο από την ιδιοποίησή του ακόμα και όταν αυτή λαμβάνει χώρα μέσω της παραπομπής με συνδέσμους. Επιπλέον, η παραπομπή σε παράνομο περιεχόμενο μπορεί να συνεπάγεται ποινική ευθύνη του παραπέμποντος.
Τα νομικά ζητήματα που τίθενται συνεπώς είναι δύο: α) εάν και σε ποιο βαθμό ευθύνεται ο δημιουργός συνδέσμου για τις πληροφορίες που δημοσιεύονται στο διαδικτυακό τόπο στον οποίο παραπέμπει και β) αν η δημιουργία συνδέσμου δύναται να προσβάλλει δικαιώματα τρίτων. Τα ζητήματα αυτά θα εξετασθούν στη συνέχεια

1. Ευθύνη για τη δημιουργία συνδέσμων
Κρίσιμο είναι καταρχήν το ερώτημα αν η απαλλαγή από την ευθύνη που προβλέπεται στο π.δ. 131/2003 που αποτελεί την προσαρμογή στην οδηγία 2000/31 για το ηλεκτρονικό εμπόριο εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση των συνδέσμων. Στη βιβλιογραφία υποστηρίζεται μια ποικιλία απόψεων , ωστόσο, γεγονός είναι ότι από την ερμηνεία της κοινοτικής οδηγίας 2000/31, όπου στο άρθρο 21 § 2 αναφέρεται ότι θα επανεξετασθεί αν υπάρχει ανάγκη να ρυθμιστεί η ευθύνη των παροχέων συνδέσμων και μέσω εντοπισμού πληροφοριών, προκύπτει ότι το υφιστάμενο νομοθετικό κενό είναι γνήσιο και δεν μπορεί συνεπώς να καλυφθεί με αναλογία. Εξάλλου, η δημιουργία συνδέσμων δεν εμπίπτει στο πραγματικό των σχετικών διατάξεων, στο οποίο γίνεται λόγος για μετάδοση και αποθήκευση πληροφορίας.
Συνακόλουθα, ο δημιουργός συνδέσμων δύναται να εναχθεί προς άρση και παράλειψη της προσβολής, με βάση τις διατάξεις του αθέμιτου ανταγωνισμού (ν. 146/1914). Προϋπόθεση για αυτό είναι η δημιουργία συνδέσμου να συνιστά πράξη τελούμενη με σκοπό ανταγωνισμού, δηλ. θα πρέπει να υφίσταται θετική ενέργεια ή παράλειψη φυσικού ή νομικού προσώπου που διενεργείται στις συναλλαγές με σκοπό ανταγωνισμού, με την πρόθεση δηλ. της ενίσχυσης του ιδίου ή ξένου ανταγωνισμού και την επιδίωξη του επηρεασμού της απόφασης κατάρτισης συναλλαγών.
Γενικά, σύμφωνα με τη νομολογία του γερμανικού Ακυρωτικού, από την παραπομπή και μόνο από μια ιστοσελίδα σε μια άλλη μέσω ενός συνδέσμου δεν θεμελιώνεται αιτιώδης συνάφεια με παράνομη πράξη. Και τούτο, διότι όπως έκρινε το Δικαστήριο στην υπόθεση Paperboy, ένας σύνδεσμος δεν διαφέρει από την αναφορά μιας διεύθυνσης σε έναν τηλεφωνικό κατάλογο και η λειτουργία του είναι να καθιστά δυνατή την εύρεση μιας σελίδας στο Διαδίκτυο (BGH απόφαση της 17.7.2003 – I ZR 259/00 – Paperboy).
Σε άλλη απόφασή του (Schöner Wetten), το ίδιο δικαστήριο δέχθηκε ότι για να θεμελιωθεί ευθύνη του δημιουργού συνδέσμου για άρση και παράλειψη της προσβολής θα πρέπει αυτός να έχει παραβιάσει την υποχρέωση ελέγχου του συνδέσμου ή να έχει ειδοποιηθεί σχετικά με την προσβολή και να έχει αδιαφορήσει. Στην περίπτωση που εξέτασε το δικαστήριο, κρίθηκε ότι με την προσθήκη συνδέσμου σε μια ιστοσελίδα που παρέπεμπε σε αλλοδαπή ιστοσελίδα με παράνομα τυχερά παίγνια δεν υπήρχε παραβίαση της υποχρέωσης ελέγχου λόγω του ότι ήταν ασαφές το νομικό καθεστώς που διείπε τη λειτουργία της παραπεμπόμενης επιχείρησης.
Ευθύνη δύναται να προκύψει στην περίπτωση όπου είναι προφανές ότι η ιστοσελίδα στην οποία γίνεται παραπομπή περιέχει παράνομο περιεχόμενο. Από τη νομολογία των γερμανικών δικαστηρίων μπορούμε να αντλήσουμε χρήσιμα συμπεράσματα για τα περιστατικά που θεμελιώνουν ευθύνη. Έτσι, κρίθηκε ότι ο παροχέας Διαδικτύου που έχει εισαγάγει σύνδεσμο που παραπέμπει σε μια ιστοσελίδα με τυχερά παίγνια, συμπεριλαμβάνοντας τη διεύθυνσή της σε έναν διαδικτυακό κατάλογο, η οποία παραβιάζει προφανώς το νόμο, ευθύνεται με βάση τις διατάξεις του αθέμιτου ανταγωνισμού. Αντίστοιχα, κρίθηκε ότι θεμελιώνεται ευθύνη του παροχέα υπηρεσίας διακράτησης ονόματος χώρου (domain parking), όπου τα διακρατημένα ονόματα χώρου χρησιμοποιούνταν για την παρεμβολή διαφημίσεων παράνομων τυχερών παιγνίων. Ακόμα, ο διαχειριστής της ιστοσελίδας heise.de κρίθηκε ως υπεύθυνος για έναν σύνδεσμο που παρέπεμπε σε ένα προϊόν για την παραβίαση αποτελεσματικών τεχνικών μέτρων.
Ευθύνη για το παράνομο περιεχόμενο μιας ιστοσελίδας στην οποία παραπέμπει ένας σύνδεσμος θεμελιώνεται ιδίως, όταν πέρα από τον σύνδεσμο, γίνεται αναφορά στην ιστοσελίδα στην οποία γίνεται παραπομπή με υποστηρικτικές δηλώσεις, όπως π.χ., όταν γίνεται αναφορά του τύπου «διαβάστε την πραγματική αλήθεια» σχετικά με έναν σύνδεσμο που οδηγεί σε μια ιστοσελίδα με ρατσιστικό περιεχόμενο κοκ.

2. H νομιμότητα της δημιουργίας συνδέσμου
Για την κρίση επί του ζητήματος της νομιμότητας εισαγωγής συνδέσμου σε μια ιστοσελίδα που παραπέμπει σε άλλο δικτυακό τόπο θα πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ των διαφορετικών τύπων συνδέσμων.
Καταρχήν για τους απλούς συνδέσμους δεν υφίσταται καμία αμφιβολία ότι η παραπομπή στην αρχική ιστοσελίδα ενός ιστοχώρου δεν συνιστά αθέμιτη ανταγωνιστική πράξη, καθ’ ότι κάθε ένας που παρέχει πληροφορίες στο Διαδίκτυο πρέπει να αναμένει ότι οι πληροφορίες που παρουσιάζει στο Διαδίκτυο θα γίνονται αντικείμενο παραπομπής από άλλους παροχείς πληροφοριών, έτσι ώστε να καθίσταται δυνατή η ανεμπόδιστη ροή πληροφοριών και η ομαλή περιήγηση του χρήση του Διαδικτύου. Με βάση τα δεδομένα αυτά, υποστηρίζεται ότι η είσοδος στο Διαδίκτυο συνεπάγεται τη σιωπηρή συναίνεση στη δημιουργία απλών συνδέσμων.
Ζητήματα εγείρουν οι απώτεροι σύνδεσμοι (deep links). Σύμφωνα με την άποψη που κρατούσε παλαιότερα, η παραδοχή της σιωπηρής συναίνεσης στη δημιουργία των εν λόγω συνδέσμων δεν ήταν έγκυρη, διότι με την παραπομπή σε μια ιεραρχικά κατώτερη σελίδα – και όχι στην αρχική σελίδα ενός ιστοχώρου – ο κάτοχος της ιστοσελίδας χάνει έσοδα από τη διαφήμιση . Το ζήτημα έλυσε οριστικά, ωστόσο, η απόφαση του γερμανικού Ακυρωτικού δικαστηρίου στην υπόθεση Paperboy , με την οποία έγινε δεκτό ότι η εισαγωγή ενός απώτερου συνδέσμου δεν παραβιάζει το δικαίωμα της αναπαραγωγής ούτε και το δικαίωμα της ψηφιακής διάδοσης του έργου. Στη συγκεκριμένη υπόθεση, η ενάγουσα επιχείρηση, η οποία ήταν ιδιοκτήτρια δύο γερμανικών εφημερίδων άσκησε αγωγή κατά μιας ιστοσελίδας αναζήτησης ειδήσεων που λειτουργεί στη διεύθυνση www.paperboy.de παρέχοντας στους χρήστες επίκαιρα νέα σχετικά με τις προτιμήσεις τους με τη μορφή απώτερων συνδέσμων που παραπέμπουν στις ηλεκτρονικές εκδόσεις εφημερίδων και άλλων πηγών, συνοδευόμενης από τον τίτλο της κάθε είδησης. Η ενάγουσα ισχυρίσθηκε ότι με την παρουσίαση κατ’ αυτόν τον τρόπο των πληροφοριών από την εναγόμενη παραβιάζονταν τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και το δικαίωμα της στη βάση δεδομένων.
Το Δικαστήριο συντάχθηκε με την ευρέως δεκτή άποψη ότι η δημιουργία συνδέσμου δεν συνεπάγεται τεχνικά την αναπαραγωγή ενός προστατευόμενου έργου και ότι ένας σύνδεσμος αποτελεί μια ηλεκτρονική παραπομπή από ένα αρχείο σε ένα άλλο αρχείο στο Διαδίκτυο και αναπαραγωγή πραγματοποιείται μόνο εφόσον ο χρήστης ενεργοποιήσει τον σύνδεσμο και φορτωθεί η παραπεμπόμενη σελίδα στον υπολογιστή του. Συνακόλουθα έκρινε το δικαστήριο την ευθύνη της εναγόμενης προς άρση και παράλειψη της προσβολής και δέχθηκε ότι με τους συνδέσμους δεν δημιουργείται ζήτημα προσβολής πνευματικών δικαιωμάτων του παραπεμπόμενου, όταν ένα προστατευόμενο έργο έχει καταστεί δημόσια προσβάσιμο στο Διαδίκτυο και δεν υπάρχουν τεχνικά μέσα που να προστατεύουν την είσοδο στο διαδικτυακό τόπο που το φιλοξενεί. Υπό αυτή την έννοια, ένας σύνδεσμος διευκολύνει την πρόσβαση στις πληροφορίες που δημοσιεύονται στο Διαδίκτυο και δεν προσβάλλει τα δικαιώματα του δικαιούχου, με συνέπεια να παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν υφίσταται σιωπηρή συναίνεση του τελευταίου. Περαιτέρω, το Ακυρωτικό δικαστήριο δέχθηκε ότι δεν προσβάλλεται το δικαίωμα δημόσιας παρουσίασης και το δικαίωμα ψηφιακής διάδοσης του έργου και τούτο, διότι με έναν σύνδεσμο ένα έργο δεν καθίσταται προσιτό στο κοινό ούτε μεταδίδεται σε τρίτους.
Αντίθετα, στην περίπτωση των ενσωματωμένων συνδέσμων και πλαισίων, γίνεται δεκτό ότι η παραπομπή προστατευόμενων έργων συνιστά παραβίαση των δικαιωμάτων του δημιουργού ή δικαιούχου, όταν δεν υφίσταται ρητή συναίνεση στην πρακτική αυτή. Η ενσωμάτωση στοιχείων από μια ιστοσελίδα σε μία άλλη θεωρείται κατά μία άποψη με άμεση αναπαραγωγή από τον δημιουργό της παραπομπής , ενώ κατ’ άλλη, ορθότερη άποψη, τεχνικά δεν έχουμε να κάνουμε με αναπαραγωγή του έργου, αλλά λόγω του ότι ο χρήστης προσλαμβάνει τις πληροφορίες από τον ιστοχώρο του δημιουργού της παραπομπής και σχηματίζει την εσφαλμένη πεποίθηση ότι το υλικό προέρχεται από αυτόν, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι πρόκειται εν προκειμένω για αναπαραγωγή που εμπίπτει στο δικαίωμα του δημιουργού κατ’ άρθρο 3 § 1 περ. α΄ ν. 2121/1993 .

IV. Επίμετρο

Το ζήτημα της νομικής αντιμετώπισης των συνδέσμων έχει απασχολήσει έντονα την αλλοδαπή θεωρία και τη νομολογία που φαίνεται να καταλήγουν πλέον σε οριστικά πορίσματα. Γεγονός είναι ότι οι φορείς παροχής υπηρεσιών που δραστηριοποιούνται στο Διαδίκτυο οφείλουν να είναι προσεκτικοί, ώστε να μην θεωρηθούν ότι υπέχουν ευθύνη για τους συνδέσμους που εισαγάγουν στον ιστοχώρο τους.