http://ekarine.org/wp-content/uploads/2009/05/code2.jpg
LAWRENCE LESSIG», “CODE, VERSION 2.0”,
Mετάφραση και Εισαγωγικό Σημείωμα
Παυλίδου Κυριακής
kir.pav@hotmail.com
Υπόκειται στους όρους της άδειας Attribution-Share Alike 3.0
Αναφορά-Μη-Εμπορική 3.0
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Ι. Πρόλογος
ΙΙ. Σημείωμα για το συγγραφέα και το υπό μετάφραση έργο.
Β. ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΥΠΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. Ο Κώδικας είναι Δίκαιο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2. Τέσσερις γρίφοι από το Διαδίκτυο.
I. Σύνορα.
II. Κυβερνήτες.
III. Οι κοινότητες του Jake.
IV. Σκουλήκια Υπολογιστών.
V. Θέματα.
i. Ρυθμιστικότητα.
ii. Ρύθμιση από τον Κώδικα.
iii. Λανθάνουσα Αμφιβολία.
iv. Κυριαρχίες ανταγωνιστικού κύρους
Γ. ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Ι. Πρόλογος
Στο παρόν εγχείρημα επιχειρείται η μετάφραση, ή καλύτερα, η απόδοση στην ελληνική γλώσσα μέρους του συγγράμματος του καθηγητή Lawrence Lessig, και του βιβλίου του «Code: Version 2.0», από το πρωτότυπο που είναι γραμμένο στην αγγλική γλώσσα.
Το υπό μετάφραση μέρος του βιβλίου, που επιλέχθηκε εδώ, καλύπτει τα δυο πρώτα κεφάλαια στο βιβλίο του Lawrence Lessig και εκτείνεται σε 28 σελίδες, από το σύνολο των 410 σελίδων που έχει συνολική έκταση το βιβλίο.
Τα κεφάλαια αυτά αποτελούν το εισαγωγικό κατά κάποιο τρόπο μέρος στη συλλογιστική του συγγραφέα και τοποθετούνται στην αρχή του βιβλίου εν ίδει, ωστόσο, εκτεταμένης περίληψης των όσων προτίθεται να πει στη συνέχεια. Παρατίθενται μάλιστα προτού ο συγγραφέας να προβεί στην ανάλυση των θέσεων του στα τέσσερα τμήματα, στα οποία δομείται το σύγγραμμα, και αφορούν το πρώτο αφενός μεν τη θέση του συγγραφέα ότι το δίκαιο ταυτίζεται με τον κώδικα, μια έννοια την οποία προσπαθεί να περιγράψει και να προσδιορίσει, το δεύτερο αφετέρου δε τέσσερις γρίφους, όπως τους χαρακτηρίζει, οι οποίοι έχουν να κάνουν με το διαδίκτυο. Οι γρίφοι αυτοί δίνονται μέσα από την αναλυτική παράθεση παραδειγμάτων από την καθημερινή πρακτική του Διαδικτύου, όπως αυτή υπάρχει σήμερα, και συνδέονται με έννοιες όπως αυτή της ρυθμιστικότητας, της ρύθμισης μέσω του κώδικα, της λανθάνουσας αμφιβολίας και των κυριαρχιών που εμφανίζονται εντός και εκτός διαδικτύου και παρουσιάζουν ανταγωνιστική ισχύ μεταξύ τους.
ΙΙ. Σύντομο σημείωμα για το συγγραφέα και το έργο.
Ο Lawrence Lessig είναι καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Stanford και ιδρυτής του σχολικού Κέντρου για το Διαδίκτυο και την Κοινωνία [Center for Internet and Society]. Προτού να προσχωρήσει στο διδακτικό προσωπικό του Πανεπιστημίου του Stanford, υπήρξε καθηγητής της έδρας Berkman στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Harvard και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Chicago. Εργάστηκε δίπλα στο δικαστή Richard Posner στο 7ο Περιοδεύον Εφετείο [7th Circuit Court of Appeals] και πλάι στο δικαστή Antonin Scalia στο Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών.
Για μεγάλο μέρος της σταδιοδρομίας του ο καθηγητής Lessig ασχολήθηκε , με ιδιαίτερη έμφαση, με το δίκαιο και τη τεχνολογία, ειδικότερα με τον τρόπο με τον οποίο αυτή επηρεάζει τα πνευματικά δικαιώματα. Κατέχει πολλά βραβεία, και ανάμεσα στις δραστηριότητές του είναι η διδασκαλία και η συγγραφή στο πεδίο του συνταγματικού δικαίου, του δικαίου των συμβάσεων και του δικαίου του κυβερνοχώρου.
Όσον αφορά την ακαδημαϊκή του παιδεία ο καθηγητής Lessig περάτωσε τις προπτυχιακές του σπουδές (BA και BS) στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, με γνωστικό αντικείμενο τα οικονομικά και συνέχισε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στη φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Cambridge λαμβάνοντας τέλος τον τίτλο του διδάκτορα από το Πανεπιστήμιο του Yale [1].
Το βιβλίο του «Code:Version 2.0» [2], εκ του οποίου οι δυο πρώτες ενότητες, αποδίδονται παρακάτω στην ελληνική γλώσσα, είναι το τέταρτο βιβλίο του, το οποίο εκδόθηκε το 2007. Το βιβλίο αυτό, ουσιαστικά αποτελεί επανέκδοση επάνω στο αρχικό πρότυπο του πρώτου βιβλίου του Lessig, με τίτλο “Code and Other Laws of Cyberspace”, που εκδόθηκε το 1999. Η δεύτερη έκδοση αυτού του βιβλίου γράφτηκε με σκοπό να εμπλουτίσει με ενημερώσεις την πιο σύγχρονη αυτή δουλειά, καθιστώντας το περιεχόμενο που πραγματεύεται πιο σχετικό και άμεσο στην τρέχουσα πραγματικότητα που αφορά το διαδίκτυο.
Κατά τη συγγραφή του ακολουθήθηκε ένας πρωτότυπος, ιδιαίτερα για τα ελληνικά δεδομένα, τρόπος καθώς έγινε σε συνεργασία με την Wikipedia και χρησιμοποιήθηκε η βοήθεια της εφαρμογής Wiki. Σύμφωνα με την εφαρμογή αυτή το κείμενο, καθ’ όλη τη διάρκεια της συγγραφής του ήταν αναρτημένο στην ιστοσελίδα της Wikipedia και με βάση την εφαρμογή της φόρμουλας Wiki [3] μπορούσε ο καθένας να λάβει μέρος ουσιαστικά στη συγγραφή του, προσθέτοντας τα δικά του σχόλια, κάνοντας παρατηρήσεις ή προβάλλοντας τους δικούς του ισχυρισμούς είτε αυτοί ήταν σύμφωνοι είτε ήταν αντίθετοι με τα επιχειρήματα και τις θέσεις που υποστήριζε ο συγγραφέας. Ο Lessig χρησιμοποίησε τελικά το κείμενο, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί στην Wiki μέχρι τις 31/12/05, έκανε τις δικές του διορθώσεις και προσθήκες, καταλήγοντας στην τελική μορφή του βιβλίου και την έκδοσή του υπό τον άνωθεν τίτλο.
Β. ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΥΠΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. Ο Κώδικας είναι Δίκαιο
Σχεδόν δυο δεκαετίες πριν, την άνοιξη του 1989, έσβησε ο Κομμουνισμός στην Ευρώπη-κατέρρευσε, σαν να ήταν υπόστεγο που μετακινήθηκε ο βασικός στύλος που το στήριζε. Το τέλος δεν επήλθε λόγω κάποιου πολέμου ή κάποιας επανάστασης που εκδηλώθηκε. Το τέλος το έφερε η εξάντληση. Στη θέση του Κομμουνισμού γεννήθηκε ένα νέο πολιτικό σύστημα κατά μήκος της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, η απαρχή μιας νέας κοινωνίας.
Για τους συνταγματολόγους (όπως εγώ), αυτή υπήρξε μια μεθυστική στιγμή. Είχα αποφοιτήσει από τη νομική σχολή το 1989, και το 1991 ξεκίνησα να διδάσκω στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο. Εκείνη τη χρονική στιγμή, στο Σικάγο έδρευε ένα κέντρο αφιερωμένο στη μελέτη των αναδυόμενων δημοκρατιών σε Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Ήμουν κομμάτι αυτού του κέντρου.
Μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, ξόδεψα περισσότερες ώρες μέσα σε αεροπλάνα, και ακόμα περισσότερα πρωινά πίνοντας κακό καφέ, από όσα θα μπορούσα να θυμηθώ.
Η Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη ήταν γεμάτη με Αμερικάνους που υποδείκνυαν στους πρότερους Κομμουνιστές πώς θα έπρεπε να κυβερνήσουν. Οι συμβουλές αυτές ήταν ατελείωτες. Και ανόητες. Ορισμένοι από αυτούς τους επισκέπτες πωλούσαν κυριολεκτικά μεταφρασμένα Συντάγματα στις αναδυόμενες συνταγματικές δημοκρατίες ۟οι υπόλοιποι είχαν αναρίθμητες ξαναζεσταμένες ιδέες για το πώς έπρεπε τα νέα κράτη να κυβερνώνται. Αυτή η μερίδα Αμερικάνων προέρχονταν από ένα έθνος όπου η συνταγματική διακυβέρνηση έμοιαζε να λειτουργεί, εντούτοις, δεν είχαν ιδέα το γιατί.
Η αποστολή του Κέντρου, ωστόσο, δεν ήταν να συμβουλεύει[4]. Γνωρίζαμε πολύ λίγα ώστε να είμαστε σε θέση να παρέχουμε οποιαδήποτε καθοδήγηση. Ο σκοπός μας ήταν να παρατηρούμε και να συλλέγουμε δεδομένα σχετικά με τις επερχόμενες αλλαγές και πώς αυτές θα εξελίσσονταν. Επιθυμία μας ήταν να κατανοήσουμε την αλλαγή, όχι να την κατευθύνουμε.
Αυτό που αντικρίσαμε ήταν εντυπωσιακό, εάν (θα μπορούσε να θεωρηθεί) κατανοητό. Αυτές οι πρώτες στιγμές αμέσως μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού ήταν γεμάτες με αντικυβερνητικό πάθος – ένα κύμα θυμού στραμμένο κατά του κράτους και της κρατικής παρέμβασης. Αφήστε μας ήσυχους, έμοιαζαν να λένε οι πολίτες. Αφήστε την αγορά και τις μη κυβερνητικές οργανώσεις – μια νέα κοινωνία – να πάρουν τη θέση της κυβέρνησης. Μετά από γενιές και γενιές που έζησαν σε καθεστώς κομμουνισμού, αυτή η αντίδραση ήταν απολύτως κατανοητή. Η κυβέρνηση ήταν ο καταπιεστής. Και τι είδους συμβιβασμός θα μπορούσε να υπάρξει με το φορέα καταστολής σου;
Μια συγκεκριμένη κατηγορία Νεοφιλελεύθερων έμοιαζε να προασπίζεται ιδιαιτέρως αυτού του είδους την αντίδραση. Εάν η αγορά επρόκειτο να κυριαρχήσει και η κυβέρνηση να αποστασιοποιηθεί, οι συνθήκες για την ελευθερία και την ευημερία θα μπορούσαν αναπόφευκτα να ευδοκιμήσουν. Τα πράγματα θα έπαιρναν το δρόμο τους. Δεν υπήρχε καμία ανάγκη, και δε θα μπορούσε να υπάρξει το κατάλληλο έδαφος, για εκτεταμένες κανονιστικές ρυθμίσεις από το κράτος.
Ωστόσο, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν, όπως αναμενόταν. Οι αγορά δεν άκμασε. Οι κυβερνήσεις αποδεκατίστηκαν, και οι αποδεκατισμένες κυβερνήσεις δεν αποτελούν ελιξίριο για την ελευθερία. Η εξουσία δεν εξαφανίστηκε -μεταφέρθηκε από το κράτος στους «μαφιόζους», οι οποίοι ήταν συχνά γέννημα θρέμμα του ίδιου του κράτους. Η ανάγκη για παραδοσιακές κρατικές λειτουργίες – αστυνομία, δικαστήρια, σχολεία, ιατρικά κέντρα – δεν εξέλιπε, και τα ιδιωτικά συμφέροντα δεν εμφανίστηκαν στο προσκήνιο με σκοπό να ικανοποιήσουν αυτή την ανάγκη. Άντ’ αυτού οι ανάγκες παρέμειναν απλώς ανεκπλήρωτες. Κάθε αίσθημα ασφάλειας εξανεμίστηκε. Μια σύγχρονη βραδέως εξελισσόμενη μορφή αναρχίας αντικατέστησε τις προηγούμενες τρεις γενιές ήπιου κομμουνισμού : διαφημίσεις της Nike αναβόσβηναν μέσα σε διαφημιστικά πλαίσια κάτω από φώτα νεον, συνταξιούχοι εξαπατήθηκαν και είδαν τις οικονομίες μιας ζωής να χάνονται ύστερα από δόλιες χρηματιστηριακές συμφωνίες, τραπεζίτες δολοφονήθηκαν μέρα μεσημέρι στους δρόμους της Μόσχας. Ένα σύστημα ελέγχου είχε αντικατασταθεί από ένα άλλο. Και δεν ήταν αυτό που οι Νεοφιλελεύθεροι της Δύσης θα αποκαλούσαν «ελευθερία».
Περίπου μια δεκαετία πριν, στα μέσα του 1990, την περίοδο που αυτή η μετακομμουνιστική ευφορία άρχιζε να φθίνει, στη Δύση αναδύθηκε στο προσκήνιο μια άλλη «νέα κοινωνία», τόσο πολύ συναρπαστική, όσο είχαν υποσχεθεί οι νέες κοινωνίες στη μετακομμουνιστική Ευρώπη. Αυτή ήταν το Διαδίκτυο, ή όπως θα το προσδιορίσω λίγο παρακάτω, ο «κυβερνοχώρος». Αρχικά στα πανεπιστήμια και στα κέντρα έρευνας, και έπειτα σε ολόκληρη τη κοινωνία, ο κυβερνοχώρος έγινε ο νέος στόχος για τον νεοφιλελεύθερο ουτοπισμό. Εδώ, η ελευθέρια από το κράτος θα κυριαρχούσε. Αν όχι στη Μόσχα ή στο Tblisi, τότε στον κυβερνοχώρο θα μπορούσαμε να βρούμε την ιδανική φιλελεύθερη κοινωνία.
Το καταλυτικό στοιχείο, όμως, που θα οδηγούσε σ’ αυτή την αλλαγή παρομοίως δεν είχε προγραμματιστεί. Έχοντας γεννηθεί κατά τη διάρκεια ενός ερευνητικού προγράμματος στο Υπουργείο Άμυνας [5], ο κυβερνοχώρος δημιουργήθηκε εξίσου εξαιτίας μια απρόβλεπτης μετατόπισης μιας συγκεκριμένης αρχιτεκτονικής ελέγχου. Το μονοδιάστατο δίκτυο τηλεπικοινωνιών επιβαρυμένο με τέλη επικοινωνίας, αντικαταστάθηκε από το πολυδιάστατο και ελεύθερο από πάγια τέλη δίκτυο μεταγωγής πακέτων δεδομένων (packet-switched data network). Και έτσι το παλιό δίκτυο, όπου μια αρχιτεκτονική έκδοσης αντιστοιχούσε σε περισσότερες (τηλεόραση, ραδιόφωνο, εφημερίδα, βιβλία), συμπληρώθηκε με ένα κόσμο, όπου ο καθένας θα μπορούσε να γίνει εκδότης. Οι άνθρωποι θα μπορούσαν να επικοινωνούν και να συναναστρέφονται με τρόπους που δεν είχαν ποτέ στο παρελθόν. Ο ψηφιακός αυτός κόσμος φαινόταν να υπόσχεται ένα είδος κοινωνίας που ο αληθινός κόσμος δε θα μπορούσε ποτέ να επιτρέψει – ελευθερία χωρίς αναρχία, έλεγχος χωρίς την κρατική παρουσία, συναίνεση χωρίς επιβολή εξουσίας. Με τα λόγια μια διακήρυξης ιδεών, δηλαδή, που θα μπορούσαν να προσδιορίσουν αυτό το ιδεώδες : « Απορρίπτουμε: βασιλιάδες, προέδρους και ψηφοφορίες. Πιστεύουμε στην: ακατέργαστη συναίνεση και στον τρέχοντα κώδικα» [6].
Κατά τον τρόπο που συνέβη στη μετακομμουνιστική Ευρώπη, έτσι και σ’ αυτή την περίπτωση, οι πρώτες σκέψεις για την ελευθερία στον κυβερνοχώρο συνέδεσαν αυτή την ύπαρξη ελευθερίας με την απόλυτη ανυπαρξία οποιασδήποτε μορφής κράτους. Όπως διακήρυξε και ο John Parry Barlow, πρωην στιχουργός του συγκροτήματος Grateful Dead [7] και συνιδρυτής του οργανισμού Electronic Frontier Foundation [8], στη «Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας του Κυβερνοχώρου» [9] (Declaration of Independence for Cyberspace),
“ Κυβερνήσεις του Βιομηχανικού Κόσμου, εσείς οι κουρασμένοι γίγαντες από σάρκα και ατσάλι, έρχομαι από τον Κυβερνοχώρο, το νέο σπίτι του Νου. Εκ μέρους του μέλλοντος ζητώ από εσάς το παρελθόν, να μας αφήσετε ήσυχους. Δεν είσαστε ευπρόσδεκτοι ανάμεσά μας. Δεν έχετε καμία αυτονομία και επίδραση εκεί όπου συγκεντρωνόμαστε.”[10]
Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή, ο δεσμός μεταξύ της ελευθερίας και της απουσίας του κράτους λεγόταν ότι ήταν ακόμα πιο ισχυρός σε σχέση με αυτόν που υπήρχε στη μετακομμουνιστική Ευρώπη. Η αξίωση για τον κυβερνοχώρο δεν ήταν απλά ότι η κυβέρνηση δε θα ρύθμιζε τον κυβερνοχώρο, αλλά ότι η κυβέρνηση δε θα μπορούσε να ρυθμίσει τον κυβερνοχώρο. Ο κυβερνοχώρος, από τη φύση του, ήταν αναπόφευκτα ελεύθερος. Οι κυβερνήσεις μπορούσαν να απειλούν, αλλά η συμπεριφορά των χρηστών δε μπορούσε να ελεγχθεί ˙ νόμοι μπορούσαν να ψηφιστούν, αλλά δεν θα επέφεραν ουσιαστικό αποτέλεσμα. Δεν υπήρχε καμία επιλογή ως προς τι είδους διακυβέρνηση θα μπορούσε να ισχύσει – καμία δε μπορούσε να επικρατήσει. Ο κυβερνοχώρος θα ήταν μια κοινωνία διαφορετικού είδους. Θα μπορούσε να υπάρξει μια ερμηνεία και κατευθυντήρια γραμμή, αλλά από κάτω προς τα πάνω. Η κοινωνία μιας ανάλογης έκτασης θα ήταν μια πλήρως αυτό-ρυθμιζόμενη οντότητα, απαλλαγμένη από κυβερνήτες και ελεύθερη από γερασμένους πολιτικούς.
Δίδαξα στην κεντρική Ευρώπη κατά τη διάρκεια των καλοκαιριών της δεκαετίας του 1990 ˙ μέσω των φοιτητών μου έγινα μάρτυρας της μεταβολής αντιλήψεων σχετικές με τον κομμουνισμό και τις οποίες περιέγραψα παραπάνω. Και κατά αυτόν τον τρόπο έφτασα να νιώθω ένα είδος déjà vu, την άνοιξη του 1995, όταν κατά τη διάρκεια που δίδασκα το δίκαιο του κυβερνοχώρου, εντόπισα στους φοιτητές μου αυτές τις πανομοιότυπες μετακομμουνιστικές σκέψεις σχετικά με την ελευθερία και την κυβέρνηση. Ακόμα και στο πανεπιστήμιο του Yale – που δε φημίζεται για το νεοφιλελεύθερο πάθος του – οι φοιτητές έμοιαζαν να μεθάνε στην ιδέα που αργότερα ο James Boyle θα αποκαλούσε “libertarian gotcha [11] ” : [12] καμία κυβέρνηση δε θα μπορούσε να επιβιώσει χωρίς τα πλούτη του Διαδικτύου, αλλά και καμία κυβέρνηση δε θα μπορούσε να ελέγξει τη ζωή που εξελισσόταν εκεί. Οι κυβερνήσεις του πραγματικού κόσμου θα γινόντουσαν τόσο παθητικές όσο έγιναν και τα τελευταία κομμουνιστικά καθεστώτα : Ήταν ο μαρασμός των κυβερνήσεων που ο Marx είχε υποσχεθεί, καθώς κάθε μικρό τμήμα ύπαρξης τους χανόταν μέσα σε τρισεκατομμύρια από gigabyte (ενιαίες ομάδες ψηφίων η/υ) που έλαμπαν κατά μήκος του κυβερνοαιθέρα.
Αυτό, όμως, που ποτέ δεν είχε γίνει ξεκάθαρο εν μέσω των πανηγυρισμών, ήταν το γιατί. Γιατί ήταν αδύνατο να κυβερνηθεί ο κυβερνοχώρος; Τι τον οδήγησε εκεί; Ο κόσμος από μόνος του εμπνέει την ύπαρξη ελευθερίας και όχι τον έλεγχο. Η ετυμολογία του ελέγχου εντοπίζεται [13] σε ένα μυθιστόρημα του William Gibson (Neuromancer [14], εκδοθέν το 1984) για τον κόσμο της «κυβερνητικής», τη μελέτη του ελέγχου από απόσταση μέσω συσκευών [15]. Έτσι λοιπόν, ήταν διπλά περίπλοκο, να βλέπει κανείς αυτή τη γιορτή της «εξαίρετης ελευθερίας» υπό το απαγορευτικό σήμα (για όποιον γνωρίζει την προέλευση αυτού, τουλάχιστον) του απόλυτου ελέγχου.
Όπως ανέφερα και παραπάνω είμαι ένας συνταγματολόγος. Διδάσκω και γράφω για το Συνταγματικό Δίκαιο. Πιστεύω ότι αυτές οι πρώτες σκέψεις που διατυπώθηκαν γύρω από την κυβέρνηση και τον κυβερνοχώρο υπήρξαν τόσο λανθασμένα κατευθυνόμενες όσο και οι πρώτες σκέψεις για την κυβέρνηση μετά την πτώση του κομμουνισμού. Η ελευθερία στον κυβερνοχώρο δε θα προκύψει από την απουσία του κράτους. Η ελευθερία σε αυτόν, όπως και οπουδήποτε αλλού, θα προκύψει από την ύπαρξη κράτους ενός συγκεκριμένου είδους. Σκοπός είναι να χτίσουμε έναν κόσμο, όπου η ελευθερία θα μπορέσει να ανθήσει, όχι με το απαλείψουμε την κοινωνία από κάθε είδος ενσυνείδητου ελέγχου, αλλά με το να οριοθετήσουμε αυτήν μέσα σε έναν χώρο, όπου ένα συγκεκριμένο είδος ενσυνείδητου ελέγχου θα μπορούσε να επιβιώσει. Σκοπός είναι να οικοδομήσουμε τα θεμέλια της ελευθερίας, με τον τρόπο που οι ιδρυτές μας έπραξαν, δηλαδή, με το να οριοθετήσουμε την κοινωνία στα πλαίσια ενός σταθερού συντάγματος.
Με την έννοια «σύνταγμα» δεν εννοώ, ωστόσο, ένα νομικό κείμενο. Σε αντίθεση με τους συμπατριώτες μου στην Ανατολική Ευρώπη, δεν προσπαθώ να προωθήσω ένα έγγραφο, που οι νομοθέτες μας έγραψαν το 1987. Μάλλον περισσότερο, όπως οι Βρετανοί, κατανοούν την έννοια του «συντάγματος», όταν μιλάνε γι’ αυτήν, έτσι εννοώ κι εγώ μια αρχιτεκτονική – όχι απλά ένα νομικό κείμενο, αλλά ένα τρόπο ζωής – που να συνθέτει και να περιορίζει την κοινωνική και νομική εξουσία, με απώτερο σκοπό την προστασία θεμελιωδών αξιών. ( Ένας φοιτητής αναρωτήθηκε, αν το “σύνταγμα”, έχει την έννοια « ενός και μόνου εργαλείου μεταξύ πολλών άλλων, ενός μοναδικού διακοπτόμενου φωτός που μας κρατάει από το να ψηλαφίζουμε μέσα στο σκοτάδι, ή αλλιώς…αν είναι περισσότερο ένας φάρος, τον οποίο διαρκώς αναζητάμε; ». Εγώ, λοιπόν, αντιλαμβάνομαι το σύνταγμα περισσότερο σαν ένα φάρο- έναν οδηγό που βοηθάει τις θεμελιώδεις αξίες να αγκυροβολήσουν.)
Τα Συντάγματα με αυτή την έννοια σχηματίζονται, δεν ιδρύονται. Τα θεμέλια εξαπλώνονται, δεν εμφανίζονται ως δια μαγείας. Κατά τον τρόπο που οι ιδρυτές του έθνους μας έμαθαν από την αναρχία που ακολούθησε την επανάσταση (θυμηθείτε : στο πρώτο μας σύνταγμα, τα Άρθρα της Ομοσπονδίας, υπήρξαν μια άθλια αποτυχία του ουδέν πράττειν), έτσι κι εμείς αρχίζουμε να κατανοούμε ότι αυτή η αύξηση και η επέκταση του κυβερνοχώρου, δε γίνεται από ένα αόρατο χέρι. Δεν υπάρχει λόγος, να πιστεύουμε ότι τα θεμέλια για ελευθερία θα εμφανιστούν στον κυβερνοχώρο ως δια μαγείας.
Πράγματι το πάθος για αυτή την αναρχία – όπως στην Αμερική στα τέλη του 1780 και στο πρωην ανατολικό μπλοκ στα τέλη του 1990- ξεθώριασε. Γι’ αυτό το λόγο, όπως το έμαθαν και οι νομοθέτες μας, και όπως το είδαν και οι Ρώσοι, έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι ο κυβερνοχώρος, αφημένος στη μοίρα του, δε θα μπορέσει να εκπληρώσει την υπόσχεση για ελευθερία. Ο κυβερνοχώρος αφημένος στη μοίρα του, θα καταλήξει ένα τέλειο εργαλείο ελέγχου.
Ελέγχου. Όχι απαραίτητα κυβερνητικού ελέγχου, και όχι απαραίτητα ελέγχου με κάποιο διεφθαρμένο, φασιστικό σκοπό. Ωστόσο, και αυτό είναι το αντικείμενο συζήτησης αυτού του βιβλίου, το αόρατο χέρι του κυβερνοχώρου αναπτύσσει μια αρχιτεκτονική, η οποία είναι σχεδόν αντίθετη από την αρχιτεκτονική στη γένεσή του (:κυβερνοχώρου). Αυτό το αόρατο χέρι, το οποίο σπρώχνει η κυβέρνηση και το εμπόριο, οικοδομεί μια αρχιτεκτονική που θα τελειοποιήσει τον έλεγχο και θα κάνει δυνατή την ύπαρξη μιας πολύ πιο αποτελεσματικής ρύθμισης του κυβερνοχώρου. Η προσπάθεια σε αυτόν τον ψηφιακό κόσμο δε θα από τη κυβέρνηση. Θα αφορά τη διασφάλιση της διατήρησης των θεμελιωδών ελευθεριών σε αυτό το περιβάλλον του απόλυτου ελέγχου. Κατά τον τρόπο που ο Siva Vaidhyanathan το θέτει,
“ Κάποτε ενώ έμοιαζε προφανές και εύκολο το να διακηρύξει κάποιος την άνοδο μιας «κοινωνίας δικτύου» (network society), στην οποία τα άτομα θα μπορούσαν να επαναπροσδιορίσουν τους εαυτούς τους, να ενδυναμώσουν τους εαυτούς τους και να υποσκελίσουν τις παραδοσιακές μεθόδους κοινωνικού και πολιτιστικού ελέγχου, φαίνεται ξεκάθαρο ότι η ανάγκη για ψηφιακή τηλεπικοινωνία δικτύου δεν εξυπηρετεί τέτοιους φιλελεύθερους σκοπούς.” [16]
Το παρόν βιβλίο ασχολείται με τη μετάβαση από τον κυβερνοχώρο της αναρχίας σε έναν κυβερνοχώρο του ελέγχου. Όταν βλέπουμε το μονοπάτι που ακολουθεί ο κυβερνοχώρος τώρα – μια εξέλιξη που περιέγραψα παραπάνω στο πρώτο μέρος – βλέπουμε ότι αρκετή από την ελευθερία που υπάρχει τώρα στα θεμέλια του κυβερνοχώρου θα εξαλειφθεί στο μέλλον. Αξίες που θεωρήθηκαν αρχικά βασικές δε θα επιβιώσουν. Στο δρόμο που επιλέξαμε, θα ξανακάνουμε τον κυβερνοχώρο αυτό που ήτανε. Ορισμένο από αυτό το ξαναχτίσιμο θα κάνει αρκετούς από εμάς χαρούμενους. Αλλά και ορισμένο από αυτό το ξαναχτίσιμο, υποστηρίζω, ότι θα έπρεπε να το μετανιώσουμε όλοι μας.
Παρόλα αυτά είτε κάποιος εξυμνεί τις αλλαγές, τις οποίες και θα περιγράψω, είτε απογοητεύεται από αυτές , είναι αποφασιστικής σημασίας να κατανοήσει πώς συμβαίνουν αυτές. Τι προξένησε την «ελευθερία» του κυβερνοχώρου, και τι θα αλλάξει, ώστε να υπάρξει ξανά αυτή η ελευθερία; Αυτός ο προβληματισμός κατόπιν θα οδηγήσει σε έναν δεύτερο σχετικά με τη ρύθμιση στον κυβερνοχώρο.
Η κατανόηση αυτής της ρύθμισης αποτελεί και τον σκοπό του Δεύτερου Μέρους του βιβλίου. Ο κυβερνοχώρος απαιτεί μια νέα ερμηνεία ως προς το πώς λειτουργεί η ρύθμιση. Μας υποχρεώνει να κοιτάξουμε πέρα από την παραδοσιακή σκοπιά του δικηγόρου – πέρα από νόμους, ή ακόμα και κανόνες. Απαιτεί μια ευρύτερη εκτίμηση της «ρύθμισης», και πιο σημαντικό, την αναγνώριση ενός νέου περίοπτου ρυθμιστή.
Αυτός ο ρυθμιστής κρύβεται πίσω από τον τίτλο αυτού του βιβλίου- Κώδικας. Στον πραγματικό κόσμο, αναγνωρίζουμε με ποιον τρόπο ρυθμίζουν οι νόμοι -διαμέσου των συνταγμάτων, των νομοθετημάτων, και των άλλων νομικών κωδίκων. Στον κυβερνοχώρο πρέπει να καταλάβουμε πώς ένας διαφορετικός «κώδικας» ρυθμίζει – πώς το software και το hardware (: ο “κώδικας” του κυβερνοχώρου ) που συνιστούν τον κυβερνοχώρο σε αυτό που είναι, ρυθμίζουν επιπλέον και τον κυβερνοχώρο ως έχει. Όπως το θέτει ο William Mitchell, αυτός ο κώδικας είναι το «δίκαιο» [17] του κυβερνοχώρου. Η «Lex Informatica» όπως αρχικά το όρισε [18] ο Joel Reidenberg, ή καλύτερα, «ο κώδικας είναι το δίκαιο».
Οι δικηγόροι και οι νομικοί θεωρητικοί , ωστόσο, ενοχλούνται κάθε φορά στο άκουσμα αυτής της συνθηματολογίας. Υπάρχουν διαφορές, επιμένουν, μεταξύ των ρυθμιστικών αποτελεσμάτων που παράγονται από τον κώδικα και των ρυθμιστικών αποτελεσμάτων που παράγονται από το δίκαιο, που ούτε στο ελάχιστο δεν αφορούν τη διαφορά ως προς την «εσωτερική προοπτική», που διατρέχει κάθε είδους ρύθμιση. Κατανοούμε την εσωτερική προοπτική της νομικής ρυθμιστικότητας – για παράδειγμα, το γεγονός ότι το δίκαιο μπορεί ενδεχομένως να επιβάλλει μέτρα περιορισμού στην ελεύθερη δραστηριότητα μιας εταιρίας να μολύνει, αποτελεί προϊόν ενσυνείδητης ρυθμιστικότητας, που αντανακλά τις αξίες της κοινωνίας που επιβάλει αυτή την ρυθμιστικότητα. Αυτή η προοπτική είναι δυσκολότερο να αναγνωριστεί με τον κώδικα. Θα μπορούσε να υφίσταται εκεί, αλλά δεν υπάρχει ανάγκη. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή είναι μια από τις σημαντικές διαφορές μεταξύ του «κώδικα» και του «δικαίου».
Δεν αρνούμαι αυτές τις διαφορές. Ισχυρίζομαι μόνο ότι μαθαίνουμε κάτι χρήσιμο με το να τις αγνοούμε για λίγο. Ο δικαστής Holmes φημισμένα χαρακτήρισε τον ρυθμιστή ως τον «κακό τύπο»[19]. Εισήγαγε μια θεωρία της ρυθμιστικότητας που προσλάμβανε την ιδέα του «κακού τύπου» στον πυρήνα της. Η άποψή του δεν ήταν ότι ο καθένας ήταν ένας «κακός τύπος» [20] ˙ η άποψή του απεναντίας ήταν ως προς το πώς θα μπορούσαμε να φτιάξουμε συστήματα ρυθμιστικότητας με τον καλύτερο τρόπο.
Η άποψή μου είναι η ίδια. Προτείνω να αποκομίσουμε κάτι αν αναλογιστούμε τη θεωρία “bad man” [21] για τη ρυθμιστικότητα – μια θεωρία που εστιάζει στη ρυθμιστικότητα του κώδικα. Θα μάθουμε κάτι σημαντικό, με άλλα λόγια, εάν φανταστούμε το στόχο της ρυθμιστικότητας σαν μια μέγιστη οντότητα, και λάβουμε υπόψη το εύρος των εργαλείων που έχει αυτός ο ρυθμιστής προκειμένου να ελέγχει αυτή τη μηχανή.
Ο κώδικας θα είναι ένα κεντρικό εργαλείο σε αυτή την ανάλυση. Θα παρουσιάσει την μεγαλύτερη απειλή τόσο στα φιλελεύθερα όσο και στα νεοφιλελεύθερα ιδεώδη, καθώς και την πιο σπουδαία υπόσχεση. Μπορούμε να χτίσουμε, ή να δομήσουμε αρχιτεκτονικά, ή να κωδικοποιήσουμε τον κυβερνοχώρο, ούτως ώστε να επιτρέψουμε σε αυτές τις αξίες να εξαφανιστούν. Δεν υπάρχει μέση οδός. Δεν υπάρχει επιλογή που να μην περιλαμβάνει κάποιου είδους οικοδόμηση. Ο κώδικας δεν βρέθηκε ποτέ ˙ φτιάχτηκε μόνο, και φτιάχτηκε μόνο από εμάς. Ο Mark Stefik το θέτει ως εξής : “ Διαφορετικές εκδοχές του [κυβερνοχώρου] υποστηρίζουν διαφορετικών ειδών όνειρα. Επιλέγουμε, με σοφία ή όχι.” [22] Ή κατά άλλη διατύπωση, ο κώδικας “καθορίζει ποιοι άνθρωποι μπορούν να εισχωρήσουν με ψηφιακά κίνητρα…Πώς ένας τέτοιος προγραμματισμός ρυθμίζει την ανθρώπινη διαδραστικότητα….πώς εξαρτάται από τις επιλογές που γίνονται.” [23] Ακόμα με μεγαλύτερη ακρίβεια δε, ένας κώδικας του κυβερνοχώρου, που ορίζει τις ελευθερίες και τις μεθόδους ελέγχου του κυβερνοχώρου, θα κατασκευασθεί. Σχετικά με αυτό δεν μπορεί να υπάρξει καμία δημόσια συζήτηση. Αλλά από ποιον και πάνω σε τι είδους αξίες; Αυτή είναι η μόνη επιλογή που μας έμεινε να κάνουμε.
Το επιχείρημα που υποστηρίζω δεν αφορά μια από πάνω προς το κάτω μορφή ελέγχου. Δεν απαιτείται αυτοί που θα ρυθμίζουν να πρέπει να απασχολούνται στη Microsoft. Ένα σύνταγμα οραματίζεται ένα περιβάλλον ۟όπως το διατύπωσε και ο δικαστής Holmes, οραματίζεται [24] μια ζωή της οποίας η εξέλιξη δεν μπορεί να προβλεφθεί στο μέλλον [25]. Συνεπώς, όταν γίνεται λόγος για σύνταγμα δεν γίνεται για να περιγράψουμε ένα πλάνο εκατό ημερών. Απεναντίας γίνεται για να προσδιορίσουμε τις αξίες που θα πρέπει να διασφαλίζονται στα πλαίσια ενός συγκεκριμένου χώρου. Δεν πρόκειται για την περιγραφή μιας «κυβέρνησης» ˙ δεν πρόκειται ακόμη ούτε για την επιλογή (ως εάν να έπρεπε να γίνει μια και μοναδική επιλογή ) ανάμεσα σε έναν από κάτω – προς τα πάνω ή από πάνω – προς τα κάτω έλεγχο. Στα πλαίσια της συζήτησης για την ύπαρξη ενός και μοναδικού συντάγματος στον κυβερνοχώρο τίθεται η απλή ερώτηση : Τι είδους αξίες πρέπει να προστατευθούν εκεί; Πάνω σε ποιες αξίες πρέπει να οικοδομηθεί το διαδίκτυο με σκοπό να ενθαρρύνει τί είδους μορφές ζωής;
Οι «αξίες» που διακυβεύονται εδώ είναι δυο ειδών – ουσιώδεις και δομικές. Στην αμερικανική συνταγματική παράδοση, ανησυχούσαμε παραδοσιακά πρώτα για τη δεύτερη. Οι ιδρυτές του Συντάγματος του 1787 (που θεσπίστηκε χωρίς Καταστατικό Χάρτη) εστίασαν στη σύνθεση της κυβέρνησης. Ο στόχος τους ήταν να εγγυηθούν ότι μια συγκεκριμένη κυβέρνηση (η ομοσπονδιακή κυβέρνηση) δε θα αποκτούσε τόση πολύ εξουσία. Και έτσι θέσπισαν κατά τον σχεδιασμό του Συντάγματος δικλείδες ασφαλείας ως προς τον χειρισμό της εξουσίας και όρια ως προς την έκτασή του στις επιμέρους πολιτείες.
Οι αντίπαλοι αυτού του Συντάγματος επέμεναν ότι περισσότερες δικλείδες ασφαλείας ήταν αναγκαίες και το Σύνταγμα έπρεπε να επιβάλει ουσιώδη όρια στην κυβερνητική εξουσία καθώς και δομικά όρια. Έτσι γεννήθηκε η Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Bill of Rights). Επικυρωμένη το 1971, η Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων υποσχόταν ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δε θα εξάλειφε συγκεκριμένες ελευθερίες – του λογού, της ιδιωτικότητας, και της πρέπουσας διαδικασίας. Εγγυήθηκε επίσης ότι η δέσμευση σε αυτές τις θεμελιώδεις αρχές θα παρέμενε παρά τις περιστασιακές αρέσκειες της κανονικής ή συνήθης κυβέρνησης. Αυτές οι αρχές – εξίσου ουσιώδεις, αλλά και δομικές – οχυρώθηκαν με αυτόν τον τρόπο μέσα στο συνταγματικό πρότυπο. Δύναται να αλλαχθούν, αλλά μόνο μέσω μιας δυσκίνητης και δαπανηρής διαδικασίας.
Τα ίδια ερωτήματα αντιμετωπίζουμε και στην προσπάθειά μας να δώσουμε νομική υπόσταση στον κυβερνοχώρο, αλλά αυτά τα έχουμε προσεγγίσει από την αντίθετη κατεύθυνση [26]. Ήδη παλεύουμε με την ουσία : Ο κυβερνοχώρος θα διασφαλίσει την ιδιωτικότητα ή την πρόσβαση; Θα καταστήσει ικανή την ύπαρξη ενός ελεύθερου πολιτισμού ή ενός πολιτισμού που θα χρειάζεται άδεια; Θα διατηρήσει έναν χώρο για την ελευθερία του λόγου; Αυτές είναι επιλογές ουσιώδης σημασίας, και αποτελούν λίγο πολύ το περιεχόμενο αυτού του βιβλίου.
Η δομή, ωστόσο, έχει εξίσου μεγάλη σημασία, αν και ακόμα δεν αρχίσαμε να κατανοούμε τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να περιορίσουμε, ή να ρυθμίσουμε, την αυθαίρετη ρυθμιστική επιβολή. Τι είδους «συνταγματικοί έλεγχοι» είναι εφικτοί σε αυτόν τον ψηφιακό χώρο; Πώς διαχωρίζουμε τις εξουσίες; Πώς διασφαλίζουμε ότι ένας ρυθμιστής, ή μια κυβέρνηση, δεν αποκτά υπέρμετρη εξουσία; Με ποιον τρόπο εγγυόμαστε ότι έχει την απαιτούμενη εξουσία;
Οι θεωρητικοί του κυβερνοχώρου ανταλλάσουν απόψεις γύρω από αυτά τα ερωτήματα από τότε που δημιουργήθηκε αυτός [27]. Ως πολιτισμός, όμως, μόλις που αρχίζουμε να τον καταλαβαίνουμε. Καθώς με αργά βήματα φτάνουμε να κατανοήσουμε με ποιον τρόπο οι διαφορετικές δομές του κυβερνοχώρου μας επηρεάζουν – πώς η αρχιτεκτονική του, με μια έννοια που θα προσδιορίζω παρακάτω, «ρυθμίζει» τη ζωή μας – καταλήγουμε βραδέως να αναρωτηθούμε για πώς θα έπρεπε αυτές οι δομές να είναι καθορισμένες; Η πρώτη γενιά αυτών των αρχιτεκτονικών δομών κατασκευάστηκε από έναν μη εμπορικό τομέα – οι ερευνητές και οι hackers, επικεντρώθηκαν στο να οικοδομήσουν ένα δίκτυο. Η δεύτερη γενιά οικοδομήθηκε από το εμπόριο. Και η τρίτη γενιά, που δεν έχει ακόμα σχεδιαστεί πλήρως, θα μπορούσε να είναι κάλλιστα προϊόν της διακυβέρνησης. Ποιον ρυθμιστή, προτιμάμε, ωστόσο; Ποιοι ρυθμιστές θα έπρεπε να είναι ελεγχόμενοι; Πώς εξασκεί η κοινωνία τον έλεγχο αυτόν σε οντότητες που σκοπό έχουν να ελέγξουν τον κυβερνοχώρο;
Στο Τρίτο Μέρος, φέρνω αυτά τα ερωτήματα πάλι στο προσκήνιο. Έχω λάβει υπόψη μου τρία αμφιλεγόμενα σημεία – την πνευματική ιδιοκτησία, την ιδιωτικότητα και την ελευθερία του λόγου – και αναγνωρίζω κάθε αρχή μέσα στην οποία ο κυβερνοχώρος προτίθεται να αλλάξει. Αυτές οι αρχές είναι το προϊόν της αλληλεπίδρασης μεταξύ δικαίου και τεχνολογίας. Ο τρόπος, με τον οποίο αυτή η συνδιαλλαγή εξαντλείται, είναι συχνά αντίθετος προς την πραγματικότητα. Σκοπός μου σε αυτό το σημείο είναι να χαρτογραφήσω αυτή την αλληλεπίδραση, όπως επίσης και να χαρτογραφήσω έναν τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαμε, χρησιμοποιώντας τα εργαλεία του Τρίτου Μέρους, να διατηρήσουμε τις αξίες, που είναι σημαντικές για εμάς, στο συναφές εννοιολογικό τους πλαίσιο.
Το Τέταρτο Μέρος θέτει αυτά τα ερωτήματα σε ένα διεθνές επίπεδο. Ο κυβερνοχώρος είναι παντού, με την έννοια ότι αυτοί που «κατοικούν» στον κυβερνοχώρο προέρχονται από παντού. Πώς θα συνυπάρξουν οι απανταχού κυριαρχίες με την επικαλούμενη «κυριαρχία» του κυβερνοχώρου; Στην προκειμένη περίπτωση δίνω μια απάντηση που για μένα μοιάζει αναπόφευκτη, και η οποία θα ενισχύσει το συμπέρασμα του Πρώτου Μέρους.
Το τελευταίο τμήμα του βιβλίου, το Τέταρτο Μέρος, είναι και το πιο σκοτεινό. Το κεντρικό δίδαγμα αυτού του βιβλίου είναι ότι ο κυβερνοχώρος απαιτεί επιλογές. Ορισμένες από αυτές είναι, και θα έπρεπε να είναι, ατομικές: Κατά πόσον επιθυμεί, δηλαδή, ένας συγγραφέας να ενισχύσει τα πνευματικά του δικαιώματα στο διαδίκτυο ˙ με ποιον τρόπο επιθυμεί να προστατέψει την ιδιωτικότητά του. Ορισμένες από αυτές τις επιλογές, όμως, περιλαμβάνουν αξίες που είναι αθροιστικές. Κλείνω αυτή την παράγραφο, διερωτώμενος εάν εμείς – και με το εμείς εννοώ εμάς τους Αμερικάνους – μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την πρόκληση του κατά πόσο αυτές οι επιλογές υφίστανται. Είμαστε σε θέση να απαντήσουμε λογικά – και στα δυο ερωτήματα ακολούθως, αν , δηλαδή (1) είμαστε σε θέση να απαντήσουμε χωρίς αδικαιολόγητο και παράλογο πάθος, και αν (2) έχουμε θεσμούς ικανούς να κατανοήσουν και να ανταποκριθούν σε αυτές τις επιλογές;
Έχω την έντονη αίσθηση ότι δεν είμαστε σε θέση, τουλάχιστον επί της παρούσης, να απαντήσουμε λογικά σε αυτές τις προκλήσεις. Βρισκόμαστε σε ένα σημείο στην ιστορία μας, όπου πρέπει οπωσδήποτε να κάνουμε βασικές επιλογές σχετικά με τις αξίες μας, αλλά δεν πρέπει να εμπιστευθούμε κανέναν κυβερνητικό φορέα για να προβεί σε αυτές τις επιλογές. Τα νομοθετικά σώματα (courts) δεν μπορούν να το κάνουν αυτό, διότι σαν νομικός πολιτισμός που είμαστε, δεν χρειαζόμαστε τα νομοθετικά σώματα να επιλέγουν για εμάς μεταξύ αντικρουόμενων ζητημάτων που σχετίζονται με αξίες. Η Σύγκλητος επίσης δεν πρέπει να πράξει κάτι τέτοιο, καθότι, ως πολιτικοποιημένος πολιτισμός, είμαστε βαθιά σκεπτόμενοι (και ορθά άλλωστε) σχετικά με το αποκύημα αυτή της κυβέρνησης. Υπάρχουν πολλά πράγματα , για τα οποία μπορούμε να είμαστε υπερήφανοι στην ιστορία μας και στις παραδόσεις μας. Η κυβέρνηση που έχουμε τώρα, ωστόσο, είναι μια αποτυχία. Τίποτα το σημαντικό δεν πρέπει να αφήνεται στον εσωτερικό έλεγχο της, αν και κάθε τι σημαντικό πράγματι αφήνεται.
Η αλλαγή είναι εφικτή. Δεν αμφιβάλλω ότι στο μέλλον θα γίνουν επαναστάσεις. Φοβάμαι, ωστόσο, ότι είναι πάρα πολύ εύκολο για την κυβέρνηση, ή για τα συμφέροντα με αυξημένη ισχύ να εκτοπίσουν αυτές τις επαναστατικές δράσεις, και ότι επίσης πάρα πολλά θα διακυβευθούν, ούτως ώστε η κάθε κυβέρνηση να επιτρέψει σε μια αληθινή αλλαγή να ευδοκιμήσει. Η κυβέρνησή μας (:αμερικανική κυβέρνηση) ήδη ποινικοποίησε τη βασική ηθική αυτού του κινήματος, με το να μεταβάλει την έννοια της λέξης hacker σε κάτι εντελώς ξένο ως προς την αρχική του σημασία. Και μέσω εξτρεμιστικών κινήσεων στη ρύθμιση για τα πνευματικά δικαιώματα, κατόρθωσε να ποινικοποιήσει την πιο μύχια έκφραση δημιουργικότητας που θα μπορούσε να παράγει αυτό το δίκτυο. Και αυτή είναι μόνον η αρχή.
Τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά. Είναι διαφορετικά αλλού. Δεν μπορώ, όμως, να αντιληφθώ πώς θα μπορούσαν τα πράγματα να είναι διαφορετικά για εμάς αυτή την στιγμή. Αυτή η έλλειψη αμφιβολίας είναι απλά η ομολογία για τα όρια της δικής μου φαντασίας. Θα ήμουν ευγνώμων να αποδειχθώ λάθος. Θα ήμουν ευγνώμων να δω, επειδή κι εμείς ξαναμαθαίνουμε – όπως και οι πολίτες των πρώην Κομμουνιστικών δημοκρατιών μαθαίνουν – τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να αποφύγουμε αυτές τις αχρηστεμένες ιδέες σχετικά με τις δυνατότητες της κυβέρνησης. Τίποτα, ωστόσο, την τελευταία δεκαετία, και τίποτα ειδικά μέσα στα τελευταία πέντε χρόνια, δεν με έπεισε ότι ο σκεπτικισμός μου για την κυβέρνηση ήταν άστοχος. Στην πραγματικότητα, τα γεγονότα ενίσχυσαν αυτή την απαισιοδοξία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2. Τέσσερις γρίφοι με προέλευση το Διαδίκτυο
Ο καθένας που διαβάζει αυτό το βιβλίο έχει χρησιμοποιήσει το Διαδίκτυο. Ορισμένοι βρέθηκαν και στον «κυβερνοχώρο». Το διαδίκτυο είναι αυτό το μέσον δια του οποίου γίνεται η παράδοση των ηλεκτρονικών μηνυμάτων (e-mail) και η δημοσίευση των ιστοσελίδων (web pages). Είναι το μέσο που χρησιμοποιεί κάποιος προκειμένου να παραγγείλει βιβλία στην Amazon[28] ή να πληροφορηθεί για τις ώρες προβολής των τοπικών ταινιών στην ιστοσελίδα της Fandango[29]. Το Google είναι για το Διαδίκτυο, ότι είναι οι “help pages” της Microsoft.
Ο «κυβερνοχώρος», όμως, είναι κάτι περισσότερο. Καίτοι χτισμένος πάνω στο Διαδίκτυο, ο κυβερνοχώρος αποτελεί μια πιο πλούσια εμπειρία. Ο κυβερνοχώρος είναι κάτι που σε «τραβάει» προς το μέρος του, πιθανόν λόγω της οικειότητας που προσφέρει μια συνομιλία με ανταλλαγή στιγμιαίων μηνυμάτων ή λόγω της περιπλοκότητας των «μαζικών πολλαπλών διαδικτυακών παιχνιδιών »- “massively multiple online games” (“MMOGs” εν συντομία, ή “MMORPGs”, εάν πρόκειται για παιχνίδι, όπου κάποιος διαδραματίζει έναν ρόλο). Στον κυβερνοχώρο ορισμένοι πιστεύουν ότι βρίσκονται μέσα σε μια κοινότητα ˙ ορισμένοι μπερδεύουν την πραγματική τους ζωή με την παρουσία τους στον ψηφιακό κόσμο. Βέβαια, καμιά διακριτή υπαρκτή γραμμή, δε διαχωρίζει τον κυβερνοχώρο από το Διαδίκτυο. Υπάρχει, ωστόσο, μια σημαντική διαφορά ως προς το πώς βιώνει κάποιος την εμπειρία ανάμεσα σε αυτά τα δυο. Αυτοί που αντιλαμβάνονται το Διαδίκτυο απλά ως μια πολύ πιο βελτιωμένη έκδοση του Χρυσού Οδηγού [30], δεν πρόκειται να αναγνωρίσουν αυτό για το οποίο μιλάνε οι «πολίτες» του κυβερνοχώρου. Για όλους αυτούς, ο «κυβερνοχώρος» είναι απλά δυσνόητος.
Μέρος αυτής της διαφοράς εντοπίζεται από γενιά σε γενιά. Για τους περισσότερους από εμάς που έχουμε περάσει την ηλικία των 40, δεν υπάρχει «κυβερνοχώρος», ακόμη και αν υπάρχει Διαδίκτυο. Οι περισσότεροι από εμάς δεν ζούμε μια ζωή online, αρκετή ώστε να ζούμε και μια ζωή στον «κυβερνοχώρο». Για τα παιδιά μας, ωστόσο, ο κυβερνοχώρος είναι όλο και πιο πολύ η δεύτερη ζωή τους. Υπάρχουν εκατομμύρια ανθρώπων που ξοδεύουν εκατοντάδες ώρες από τον χρόνο τους στους εναλλακτικούς κόσμους του διαδικτύου – παρακάτω θα εστιάσουμε σε έναν από αυτούς τους κόσμους, και συγκεκριμένα σ’ ένα παιχνίδι που καλείται «Δεύτερη Ζωή» [31] (“Second Life”) [32]. Και έτσι, ενώ μπορεί κάποιος να πιστεύει, ότι αυτός ο ξένος χώρος δεν είναι τίποτα για το οποίο χρειάζεται να ανησυχεί, καθότι δεν πρόκειται να ασχοληθεί ενεργά με αυτόν, εάν αυτός ο κάποιος έχει το ελάχιστο ενδιαφέρον για το πώς θα είναι ο κόσμος στον οποίο θα ζήσει η επόμενη γενιά, πρέπει να αφιερώσει κάποιον χρόνο προκειμένου να κατανοήσει τι είναι ο «κυβερνοχώρος».
Αυτός είναι ο σκοπός δυο εκ των ιστοριών που πρόκειται να ακολουθήσουν. Αυτές οι δυο περιγράφουν τον κυβερνοχώρο. Οι άλλες δυο εκθέτουν απόψεις για το Διαδίκτυο γενικότερα. Σκοπός μου μέσω των τεσσάρων αυτών διαφορετικών παραθεμάτων που θα ακολουθήσουν είναι να προσανατολίσω ορισμένες φορές ακόμα και αποπροσανατολίζοντας. Ελπίδα μου είναι ότι θα κατανοήσετε τέσσερα θέματα που θα επανέρθουν στην πορεία του βιβλίου. Στο τέλος αυτού του κεφαλαίου, αποσαφηνίζω τις θέσεις μου σχετικά με τα θέματα και παραθέτω έναν χάρτη. Προς το παρόν, όμως, ας επικεντρωθούμε στις ιστορίες.
Ι. Σύνορα
Η διαφωνία μεταξύ της Martha Jones και του γείτονά της [33], ήταν μια πολύ συνηθισμένη διαφωνία. Ήταν από εκείνες τις φιλονικίες, που οι άνθρωποι συνήθιζαν να έχουν από τότε που άρχισαν να εμφανίζονται γειτονιές. Δεν ξεκίνησε με θυμό. Ξεκίνησε με μια παρεξήγηση. Σε έναν κόσμο, όπως τον δικό μας, οι παρεξηγήσεις τέτοιου τύπου είναι πολύ διαδεδομένες. Η Martha αναλογίστηκε αυτό το πράγμα, καθώς διερωτήθηκε αν έπρεπε να μείνει στη γειτονιά, καθότι υπήρχαν και άλλα μέρη που θα μπορούσε να πάει. Η αποχώρησή της θα σήμαινε την εγκατάλειψη των όσων είχε χτίσει μέχρι τότε, αλλά τέτοιου είδους απογοητεύσεις είχαν αρχίσει να την επηρεάζουν. Ίσως, σκέφτηκε, ήρθε η ώρα να προχωρήσω.
Η διαφωνία αφορούσε τα σύνορα – και συγκεκριμένα το που σταματούσε η γη της. Έμοιαζε σαν μια απλοϊκή σύλληψη, από αυτές που πιστεύει κάποιος ότι οι ανερχόμενες εξουσίες, θα είχαν ρυθμίσει πολλά χρόνια πριν. Να που βρισκόντουσαν, όμως, εδώ εκείνη και ο γείτονάς της ο Dank να παλεύουν για τα σύνορά τους. Ή έστω, για κάτι ασαφές στα σύνορά τους – για κάτι που ανήκε στη Martha, και το οποίο είχε επεκταθεί στην ιδιοκτησία άλλων. Αυτό ήταν το αντικείμενο της φιλονικίας, και όλα είχαν σχέση με το τι έκανε η Martha.
Η Martha καλλιεργούσε λουλούδια. Όχι τίποτα κοινότυπα λουλούδια, αλλά λουλούδια με ένα ασυνήθιστο είδος δύναμης. Ήταν όμορφα λουλούδια, και ευωδίαζαν μαγευτικά [34]. Παρότι όμορφα, αυτά τα λουλούδια ήταν δηλητηριώδη. Αυτή ήταν η αλλόκοτη ιδέα της Martha: να καλλιεργεί λουλούδια ασυνήθιστης ομορφιάς, που αν τα άγγιζε κανείς, όμως, θα σκότωναν. Περίεργο χωρίς αμφιβολία, αλλά κανείς δεν είπε ότι η Μάρθα δεν ήταν περίεργη. Ήταν ασυνήθιστη, όπως ασυνήθιστη ήταν και αυτή η γειτονιά. Δυστυχώς, όμως, διαφωνίες σαν αυτή, δεν ήταν ασυνήθιστες. Το έναυσμα για αυτήν την διαφωνία ήταν αρκετά αναμενόμενο. Ο γείτονας της Martha, ο Dank είχε έναν σκύλο. Ο σκύλος του Dank πέθανε. Ο σκύλος πέθανε γιατί έφαγε ένα πέταλο από ένα από τα λουλούδια της Μάρθας. Ο Dank είχε τις δικές του απόψεις για αυτά τα λουλούδια, και για αυτή τη γειτονιά, και εξέφρασε αυτές τις απόψεις – ενδεχομένως με περισσότερο από όσο θα ταίριαζε θυμό, ή ενδεχομένως και με τον κατάλληλο για την περίσταση θυμό.
«Δεν υπάρχει λόγος να καλλιεργείς θανατηφόρα λουλούδια», φώναξε από τον φράχτη του ο Dank. «Δεν υπάρχει λόγος να αναστατώνεσαι τόσο πολύ για μερικούς νεκρούς σκύλους» απάντησε η Μάρθα. «Ένας σκύλος μπορεί πάντα να αντικατασταθεί. Και τέλος πάντων ποιος ο λόγος να έχεις ένα σκύλο που υποφέρει όταν πεθαίνει; Πάρε ένα σκυλί που δε θα είναι δέσμιο του πόνου, και έτσι τα πέταλα από τα λουλούδια μου δεν θα προκαλούν κανένα κακό.»
Έφτασα σε αυτό το σημείο περίπου της διαφωνίας μεταξύ των δυο γειτόνων. Περνούσα από δίπλα, με τον τρόπο που κάποιος μπορεί να περάσει κοντά από εκείνο το σημείο.( Αρχικά είχα μεταφερθεί φορητά [35] προκειμένου να πλησιάσω, αλλά δεν χρειάζεται να μπερδεύουμε την ιστορία με ακατάληπτα νοήματα. Ας πούμε απλά, ότι περνούσα από δίπλα.). Και τότε είδα δυο γείτονες να θυμώνουν όλο και πιο πολύ ο ένας με τον άλλον. Είχα ακούσει για τα λουλούδια, για τα οποία είχε εξελιχθεί η διαφωνία – και το πώς τα πέταλά τους ήταν ποτισμένα με δηλητήριο. Για μένα έμοιαζε να είναι ένα απλό στη λύση του πρόβλημα, αλλά φαντάζομαι ότι ένα τέτοιο πρόβλημα είναι απλό μόνον εάν κατανοήσει κάποιος πώς δημιουργούνται αυτά τα προβλήματα.
Ο Dank και η Martha ήταν θυμωμένοι, επειδή κατά κάποιον τρόπο είχαν βρεθεί στριμωγμένοι σε μια κατάσταση. Και οι δυο είχαν φτιάξει μια ζωή στη γειτονιά τους ˙ είχαν επενδύσει πολλές ώρες εκεί. Και οι δυο, όμως, καλούνταν να κατανοήσουν την έκταση των συνόρων τους. Αυτή είναι μια συνηθισμένη συνθήκη: όλοι φτιάχνουμε τις ζωές μας σε χώρους με όρια. Όλοι μας απογοητευόμαστε κατά καιρούς. Τι ήταν διαφορετικό στην περίπτωση του Dank και της Martha;
Μια διαφορά αφορούσε τη φύση του χώρου, ή του πλαισίου, εντός του οποίου εξελισσόταν η διαφωνία τους. Αυτός δεν ήταν «πραγματικός χώρος», αλλά ψηφιακός χώρος. Ήταν μέρος αυτού, το οποίο αποκαλώ «κυβερνοχώρο». Το περιβάλλον ήταν ένας “massively multiple online game” (“MMOG”) [36] – ένα μαζικό πολλαπλό διαδικτυακό παιχνίδι, και ο κόσμος του MMOG, είναι πολύ διαφορετικός από τον κόσμο που αποκαλούμε πραγματικό.
Ο πραγματικός κόσμος είναι ο χώρος που βρίσκεσαι αυτήν ακριβώς την στιγμή : το γραφείο σου, το δωματιάκι σου, που βρίσκεται ίσως δίπλα σε μια λίμνη. Είναι ένας κόσμος που προσδιορίζεται από κοινού από κανόνες – που είναι φτιαγμένοι από τον άνθρωπο – και από άλλους που δεν είναι. Η «περιορισμένη ευθύνη» [“Limited liability”], για τις εταιρίες είναι μια διάταξη που ο άνθρωπος προέβλεψε (για τις συναλλαγές του). Αυτή έχει τη σημασία ότι οι διευθυντές μιας εταιρίας (συνήθως) δεν μπορούν να θεωρηθούν προσωπικά υπεύθυνοι για τις παραβάσεις της εταιρίας. Η ζωή με χρονικά όρια για τους ανθρώπους, όμως, δεν είναι νόμος που φτιάχτηκε από τον άνθρωπο. Το γεγονός ότι όλοι μας θα πεθάνουμε δεν είναι το αποτέλεσμα μιας απόφασης που πάρθηκε από το Κονγρέσο. Στον πραγματικό κόσμο, οι ζωές μας είναι υποκείμενες και στα δυο είδη δικαίου, αν και καταρχήν θα μπορούσαμε να αλλάξουμε ένα είδος.
Υπάρχουν, όμως, και άλλα είδη κανόνων στον πραγματικό κόσμο. Αγοράσατε αυτό το βιβλίο, ευελπιστώ, ή το δανειστήκατε από κάποιον που το αγόρασε. Εάν το κλέψατε, τότε είστε κλέφτης, είτε συλληφθήκατε είτε όχι. Η γλώσσα μας είναι μια φόρμα ˙ οι φόρμες είναι συλλογικά προσδιορισμένες. Κατά τον τρόπο που έχουν προσδιοριστεί οι κανόνες, το να κλέψεις, σε καθιστά κλέφτη και όχι μόνο επειδή πήρες το συγκεκριμένο πράγμα. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να αποκτήσεις κάτι, αλλά να μην θεωρηθείς κλέφτης. Εάν στον δρόμο σου βρεθεί ένα δολάριο που το έφερε ο άνεμος, αν πάρεις αυτά τα χρήματα δε θα θεωρηθείς κλέφτης ˙ στην πραγματικότητα αν δεν τα πάρεις, θα θεωρηθείς ανόητος. Το να κλέψεις, όμως, αυτό το βιβλίο από το βιβλιοπωλείο (ακόμα κι αν υπάρχουν αρκετά αντίτυπα για όλους) σε χαρακτηρίζει ως κλέφτη. Οι κοινωνικές νόρμες ορίζουν αυτούς τους κανόνες, και εμείς ζούμε τη ζωή μας υφιστάμενη σε αυτούς τους κανόνες.
Ορισμένοι από τους κανόνες αυτούς μπορούν να αλλάξουν συλλογικά, αν όχι ατομικά. Μπορώ να επιλέξω να κάψω την κάρτα στράτευσής μου, αλλά δεν μπορώ να επιλέξω αν με το να το πράξω αυτό θα γίνω ένας ήρωας ή ένας προδότης. Μπορώ να αρνηθώ μια πρόσκληση σε ένα μεσημεριανό δείπνο, αλλά δεν μπορώ να επιλέξω αν με την ενέργεια μου αυτή θα θεωρηθώ αγενής ή όχι. Στην πραγματική ζωή έχω επιλογές, αλλά το να αποφύγω τις συνέπειες των επιλογών μου, δεν είναι μια από αυτές. Οι τύποι με αυτήν την έννοια μας δεσμεύουν με τέτοιους τρόπους που μας είναι τόσο οικείοι, όπως και το να είμαστε τα πάντα εκτός από αόρατοι.
Τα πράγματα σε χώρο MMOG είναι διαφορετικά. Είναι πρώτα από όλα ένας ψηφιακός κόσμος – σαν ένα καρτούν σε μια τηλεοπτική οθόνη, που είναι μερικές φορές φωτοσκιασμένο με τρόπο που να δείχνει τρισδιάστατο. Σε αντίθεση με ένα καρτούν, όμως, ο χώρος του MMOG, σε καθιστά ικανό να ελέγξεις τους χαρακτήρες στην οθόνη σε πραγματικό χρόνο. Τουλάχιστον, είσαι σε θέση να ελέγξεις τον δικό σου χαρακτήρα – έναν από τους πολλούς χαρακτήρες που ελέγχονται από πολλούς άλλους σε αυτό το ψηφιακό περιβάλλον. Ένας χτίζει τον κόσμο που ένας άλλος θα κατοικήσει εδώ.
Όντας παιδί, μεγάλωσες μαθαίνοντας για τη φυσική που κυβερνούσε τον κόσμο του Road Runner Wile και του E. Coyote (βίαιο, αλλά και συγχωρητικό) ˙ τα παιδιά σας θα μεγαλώσουν στον κόσμο του Road Runner και του Wile E. Coyote (ακόμη βίαιο, αλλά ενδεχομένως όχι τόσο συγχωρητικό). Θα οριοθετήσουν τον χώρο τους και αργότερα θα ζήσουν την ιστορία τους. Οι επιλογές τους θα καταστήσουν τους κανόνες αυτού του χώρου πραγματικούς.
Αυτό δεν το λέω για να δείξω ότι ο κόσμος του MMOG είναι πλασματικός. Υπάρχει αληθινή ζωή στον χώρο του MMOG, που συνίσταται στο πώς οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν. Ο «χώρος» αυτός περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν μεταξύ τους – όμοιος κατά πολύ με τον τρόπο που αλληλεπιδρούν στον πραγματικό κόσμο, αλλά και με σημαντικές, ιδιάζουσες διαφορές. Σε χώρο MMOG, η διαδραστικότητα γίνεται σε ψηφιακό περιβάλλον. Αυτή η αλληλεπίδραση γίνεται «μέσα» στον κυβερνοχώρο. Σε ορολογία δεκαετίας 1990, οι άνθρωποι επιδίδονται σε αποστολές [37] μέσα σε αυτούς τους ψηφιακούς χώρους, και αυτοί κάνουν πράγματα μέσα εκεί. Και όταν λέμε «αυτοί», καταλήγουμε να αναφερόμαστε σε πάρα πολλούς ανθρώπους. Ο Edward Castronova εκτιμά ότι « ένας απολύτως συμβολικός υπολογισμός του συνόλου αυτών των ανθρώπων θα έδινε τον αριθμό των 10 εκατομμυρίων [αλλά η] εκτίμησή μου είναι ότι είναι πιθανόν 20 με 30 εκατομμύρια » που συμμετέχουν σε αυτούς τους ψηφιακούς κόσμους.[38] Ο « μέσος χρήστης καταναλώνει 20-30 ώρες ανά εβδομάδα μέσα στην φαντασία. Οι πιο ενεργοί χρήστες (power users) ξοδεύουν κάθε διαθέσιμο λεπτό» [39]. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που δίνονται σε μια σχετική έρευνα μια « υπόθεση που θα μπορούσε να αφορά απλά τον μέσο χρόνο που χρειάζεται για να επικοινωνήσουν μεταξύ τους αυτά τα 9.4 εκατομμύρια άνθρωποι, οι εγγεγραμμένοι, δηλαδή, χρήστες σε αυτούς τους εικονικούς κόσμους, θα σήμαινε ότι αυτοί θα μπορούσαν να αφιερώνουν πάνω από 213 εκατομμύρια ώρες προκειμένου να χτίσουν τις εικονικές ζωές τους » [40].
Τα πράγματα που κάνουν οι άνθρωποι εκεί διαφέρουν κατά πολύ. Ορισμένοι παίζουν παιχνίδια με ρόλους : δουλεύοντας μέσα σε μια συντεχνία άλλων παικτών με σκοπό να αναβαθμίσουν τη θέση τους και να αυξήσουν τη δύναμή τους προς έναν απώτερο και τελικό στόχο. Ορισμένοι πάλι συγκεντρώνονται και φλυαρούν μεταξύ τους : Εμφανίζονται (ανάλογα με τον τρόπο που έχει διαλέξει ο ένας ή ο άλλος, βάσει των προσόντων που έχουν επιλέξει και των βιογραφικών σημειωμάτων που έχουν γράψει) μέσα σε ένα εικονικό «δωμάτιο» και δακτυλογραφούν μηνύματα ο ένας στον άλλον. Ή απλά κυκλοφορούν ( για ακόμα μια φορά η ασάφεια δεν είναι αμελητέα) και μιλάνε σε κόσμο. Ο φίλος μου ο Ρικ το κάνει αυτό παριστάνοντας μια γάτα – μια αρσενική γάτα, όπως επιμένει. Έτσι, ως αρσενική γάτα, ο Ρικ παρελαύνει σε αυτό το ψηφιακό περιβάλλον και συνομιλεί με όποιον ενδιαφέρεται. Σκοπός του μάλιστα είναι να ξεχωρίσει τα πρόσωπα που αγαπάνε τις γάτες. Τα υπόλοιπα πρόσωπα, που γνωρίζει, τα τιμωρεί.
Άλλοι κάνουν πολλά περισσότερα από το να φλυαρούν απλά. Ορισμένοι, για παράδειγμα, αγοράζουν αγροτικούς κλήρους [41]. Εξαρτώμενοι από τον κόσμο και τους κανόνες του, οι πολίτες προσφέρονται ή αγοράζουν οι ίδιοι αγροτεμάχια ανεκμετάλλευτης γης, που στη συνέχεια αξιοποιούν. Οι άνθρωποι περνούν ασυνήθιστα πολύ χρόνο δημιουργώντας μια ζωή σε αυτά τα αγροτεμάχια.(Δεν είναι πράγματι απίστευτος ο τρόπος με τον οποίο αυτοί οι άνθρωποι χάνουν τον χρόνο τους; Τη στιγμή που άνθρωποι, όπως εγώ, και εσείς καταναλώνουμε μέχρι και 70 ώρες την εβδομάδα δουλεύοντας σε εταιρίες που δεν μας ανήκουν και χτίζοντας σε ένα μέλλον που δεν είμαστε σίγουροι αν θα απολαύσουμε, αυτοί οι άνθρωποι σχεδιάζουν και κατασκευάζουν πράγματα και φτιάχνουν ζωή, ακόμα κι αν αυτή είναι μια εικονική ζωή. Σκανδαλώδες!). Χτίζουν σπίτια – με το να τα σχεδιάζουν και μετά να τα κατασκευάζουν – έχουν τις οικογένειες ή τους φίλους τους να μετακομίζουν μαζί τους, και ασχολούνται με χόμπι ή μεγαλώνουν κατοικίδια ζώα. Μπορεί ακόμη να καλλιεργούν δέντρα ή παράξενα φυτά – σαν αυτά της Μάρθας.
Ο κόσμος του MMOG προήλθε από τον εικονικό κόσμο του “MUD” ή του “MOO” [42]. Το MUDs και MOOs είναι εικονικοί κόσμοι, επίσης, αλλά είναι εικονικοί κόσμοι που βασίζονται σε εγχειρίδια. Δεν υπάρχουν πραγματικά γραφικά σε έναν εικονικό κόσμο MUD ή MOO, μόνο κείμενο, το οποίο αναφέρει ποιος λέει και κάνει τι. Μπορεί κάποιος να σχεδιάσει αντικείμενα σε ένα εικονικό περιβάλλον MOO και κατόπιν να τα προγραμματίσει να κάνουν από μόνα τους πράγματα. Τα πράγματα αυτά, όμως, πράττουν μόνο μέσω του κειμένου που μεσολαβεί.( Οι ενέργειες τους είναι γενικά αρκετά απλές, αλλά ακόμα και το απλό μπορεί να είναι αστείο. Μια χρονιά, σε έναν εικονικό κόσμο MUD, που ήταν μέρος μιας τάξης για το δίκαιο του κυβερνοχώρου, κάποιος έφτιαξε έναν χαρακτήρα που το ονόμασε JPosner. Αν σκουντούσες τον JPosner, γκρίνιαζε, “ Το σπρώξιμο , είναι αναποτελεσματικό.” Ένας άλλος χαρακτήρας ήταν ο FEasterbrook. Μπορούσες να σταθείς σε ένα δωμάτιο με τον FEasterbrook και να χρησιμοποιήσεις την λέξη «σωστό (fair)» και ο FEasterbrook θα επαναλάμβανε αυτό που έλεγες, αντικαθιστώντας το με την λέξη «αποτελεσματικός (efficient)». Το «δεν είναι σωστό» γινόταν «εννοείς, δεν είναι αποτελεσματικό.»)
Αν και ήταν εύκολο για αυτούς, στους οποίους άρεσαν τα εγχειρίδια ή για αυτούς οι οποίοι έγραφαν και ήταν σε θέση να κατανοήσουν το θέλγητρο αυτών, των βασισμένων σε κείμενα πραγματικών κόσμων σε εικονικό περιβάλλον, δεν ήταν παρόλα αυτά εύκολο για αυτούς που δεν είχαν την ίδια θέρμη. Η εικονική πραγματικότητα που εξελίσσεται σε έναν χώρο MMOG ανεβάζει το επίπεδο λίγο περισσότερο. Πρόκειται για την κινηματογραφική εκδοχή ενός μυθιστορήματος για τον κυβερνοχώρο. Κατασκευάζει κάποιος πράγματα εδώ, και αυτά επιζούν ακόμα και αφότου φύγει [43]. Μπορεί κάποιος να χτίσει ένα σπίτι, και οι άνθρωποι που θα περνάνε από τον δρόμο, να το βλέπουν. Μπορείς κάποιος να επιτρέψει σε ανθρώπους να έρθουν μέσα στο σπίτι, και με το που μπαίνουν μέσα στο σπίτι του, να μπορούνε να δούνε πράγματα για αυτόν. Μπορούνε οι άλλοι να δούνε πώς χτίζεις εσύ τον κόσμο σου. Στην περίπτωση που ένα εικονικό περιβάλλον MMOG το επιτρέψει, ενδέχεται να μπορεί κάποιος να δει με ποιον τρόπο άλλαξες τους κανόνες που ισχύουν στον πραγματικό κόσμο. Στον αληθινό κόσμο, για παράδειγμα, οι άνθρωποι «γλιστράνε και πέφτουν» στα βρεγμένα πατώματα. Σε ένα MMOG κόσμο, όμως, που μπορεί και να έφτιαξες εσύ, αυτός ο «κανόνας» ενδέχεται και να μην υπάρχει. Αντιθέτως, στον δικό σου κόσμο, τα βρεγμένα πατώματα, μπορεί να κάνουν τους ανθρώπους να «γλιστράνε και να χορεύουν».
Το πιο καλό παράδειγμα ενός τέτοιου εικονικού κόσμου σήμερα είναι η ασυνήθιστη κοινότητα που έχει αναπτυχθεί στη «Δεύτερη Ζωή» (Second Life). Μέσα σε αυτήν, οι άνθρωποι μπορούν να φτιάξουν εξίσου πράγματα και να δημιουργήσουν μια κοινότητα, τα avatar είναι φτιαγμένα με απίστευτη δεξιοτεχνία, και οι ιδιοκτήτες τους ξοδεύουν εκατοντάδες χιλιάδες ώρες να φτιάχνουν πράγματα μέσα σε αυτό τον κόσμο που άλλοι βλέπουν, και ορισμένοι απολαμβάνουν. Ορισμένοι φτιάχνουν ρούχα ή κάνουν χτενίσματα, άλλοι κατασκευάζουν μηχανήματα που αναπαράγουν μουσική. Όποιο κι αν είναι το αντικείμενο ή η υπηρεσία που επιτρέπει η προβλεπόμενη από το πρόγραμμα γλώσσα, οι δημιουργοί στη «Δεύτερη Ζωή» το δημιουργούν. Υπάρχουν περισσότεροι από 100,000 [44] κάτοικοι στη «Δεύτερη Ζωή», τη στιγμή που γράφονται αυτές οι λέξεις. Απασχολούν περίπου 2,000 υπολογιστές εξυπηρέτησης δικτύου [server] που έχουν τη βάση τους στο κέντρο της πόλης του San Francisco με το πρόγραμμα «Δεύτερη Ζωή», και καταναλώνουν 250 κιλοβατώρες ηλεκτρικού ρεύματος μόνο για να λειτουργήσουν τους υπολογιστές τους – το ισοδύναμο περίπου 160 νοικοκυριών.
Επανερχόμαστε, όμως, εδώ πάλι στην Μάρθα και στον Dank. Κατά τη διάρκεια της αντιπαράθεσής τους – όταν η Μάρθα κατηγόρησε τον Dank επειδή είχε έναν σκύλο που πέθανε με πόνο – αποκαλύφθηκε αυτό ακριβώς που ήταν το πιο καταπληκτικό με το συγκεκριμένο αυτό ψηφιακό περιβάλλον του MMOG. Οι παρατηρήσεις της Μάρθας ( « Γιατί έχεις ένα σκύλο που υποφέρει όταν πεθαίνει; Πάρε ένα σκυλί που δε θα είναι δέσμιο του πόνου, και έτσι τα πέταλα από τα λουλούδια μου δεν θα προκαλούν κανένα κακό»), θα έπρεπε να σας κάνουν εντύπωση, ως ασυνήθιστες. Μπορεί να σκεφτήκατε «Πόσο παράξενο είναι που κάποιος πιστεύει ότι το φταίξιμο δεν εξαρτάται από τα δηλητηριώδη πέταλα, αλλά από τον σκύλο που πέθανε με πόνο.» Παρόλα αυτά, σε αυτόν τον εικονικό κόσμο, ο Dank είχε την επιλογή για το πώς θα πέθαινε ο σκύλος του. Πιθανόν, να μην είχε την επιλογή αν το «δηλητήριο» θα σκότωνε ένα σκύλο, αλλά είχε την επιλογή κατά πόσον ο σκύλος θα «υπέφερε», όταν «πέθαινε». Είχε επίσης την επιλογή σχετικά με το εάν θα μπορούσε να γίνει ένα αντίγραφο του σκύλου, έτσι που να μπορούσε να «αναβιώσει» σε περίπτωση που πέθαινε.
Σε έναν κόσμο MMOG, αυτές οι δυνατότητες δεν προσφέρονται από τον Θεό. Ή καλύτερα, ακόμα και αν καθορίζονται από τον Θεό, κατόπιν οι παίκτες μοιράζονται την εξουσία αυτή του Θεού. Οι δυνατότητες, όμως, αυτές στο MMOG, είναι καθορισμένες από τον κώδικα – το software ή την αρχιτεκτονική, που κάνει το MMOG αυτό που είναι. «Τι γίνεται όταν..», αυτό είναι ένα αίτημα της λογικής ˙ βεβαιώνει την ύπαρξη μιας σχέσης που διακηρύσσεται στον κώδικα. Στον πραγματικό κόσμο δεν έχουμε αρκετό έλεγχο επάνω σε αυτόν τον κώδικα. Στον MMOG κόσμο έχουμε.
Έτσι, όταν η Μάρθα είπε ότι είπε για τον σκύλο, ο Dank έδωσε μια, κατ’ εμέ προφανή απάντηση. «Γιατί πρέπει τα φυτά σου να παραμένουν δηλητηριώδη από τη στιγμή που αφήνουν τη γη σου; Γιατί να μην κάνεις τα πέταλα δηλητηριώδη μόνο όταν βρίσκονται στο δικό σου έδαφος; Γιατί να μην τα κάνεις αυτά αβλαβή όταν εγκαταλείπουν το έδαφος σου – όταν για παράδειγμα, τα μεταφέρει ο αέρας στην δική μου γη;»
Ήταν μια ιδέα. Αλλά δε βοήθησε στ’ αλήθεια. Διότι η Μάρθα εξασφάλιζε τα προς το ζην με το να πουλάει αυτά τα δηλητηριώδη λουλούδια. Σε κάποιους (εντάξει όχι σε αρκετούς, αλλά σε ορισμένους) άρεσε επίσης η ιδέα αυτής της τέχνης που ήταν συνδεδεμένη με τον θάνατο. Έτσι, δεν αποτελούσε λύση το να φτιάχνει η Μάρθα φυτά που ήταν δηλητηριώδη μόνο στην ιδιοκτησία της Μάρθα, εκτός εάν η Μάρθα ενδιαφερόταν εξίσου στο να μαζεύει μια πληθώρα περίεργων ανθρώπων στο έδαφος της.
Αυτή η ιδέα, ωστόσο, προκάλεσε μιαν άλλη. «Εντάξει», είπε ο Dank, «γιατί να μην κάνουμε τα πέταλα των λουλουδιών δηλητηριώδη μόνο όταν είναι στην κατοχή κάποιου, ο οποίος τα έχει αγοράσει; Εάν αυτά κλαπούν, ή αν μεταφερθούν με το φύσημα του αέρα, τότε ας χάνουν τα πέταλα το δηλητήριο τους. Στην περίπτωση, όμως, που τα λουλούδια είναι στην κατοχή του ιδιοκτήτη τους, τότε τα πέταλά τους θα διατηρούν το δηλητήριο τους. Δεν αποτελεί αυτό μια λύση στο πρόβλημα που και οι δυο αντιμετωπίζουμε; »
Η ιδέα ήταν ευφυής. Όχι μόνο θα βοηθούσε πράγματι τον Dank,αλλά θα βοηθούσε και την Μάρθα επίσης. Καθώς ο κώδικας υπήρχε, επέτρεπε την κλοπή [45]. (Οι άνθρωποι θέλουν πραγματικότητα στον ψηφιακό τους κόσμο ˙ θα υπάρξει αρκετός χρόνος για τον παράδεισο, όταν ο παράδεισος θα έρθει). Αν, όμως, η Μάρθα μπορούσε να αλλάξει τον κώδικα ελαφρώς ώστε η κλοπή [46] να εξαλείφει το δηλητήριο του φυτού, τότε και η «κλοπή» θα εξάλειφε επίσης την αξία του φυτού. Αυτή η αλλαγή θα διασφάλιζε το κέρδος από την καλλιέργεια των συγκεκριμένων φυτών, καθώς θα προστάτευε επίσης και τους σκύλους του Dank. Βρέθηκε, λοιπόν, εδώ μια λύση, που ωφέλησε και τους δυο γείτονες – αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν a pareto superior move [47]. Και αυτή ήταν μια λύση που ήταν δυνατή, όσο καμία άλλη. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν μια αλλαγή του κώδικα.
Σκεφτείτε για ένα λεπτό τι περιλαμβάνεται εδώ. Η «κλοπή» συνεπάγεται (τουλάχιστον) μια αλλαγή στην κυριότητα. Σε ένα περιβάλλον MMOG, όμως, η «κυριότητα» είναι μόνο μια σχέση που προσδιορίζεται από το software που καθορίζει τον χώρο αυτό. Ο ίδιος αυτός κώδικας πρέπει να καθορίσει τις μορφές ιδιοκτησίας που παράγει η κατοχή. Ενδέχεται, όπως στον πραγματικό κόσμο, να διακρίνει ανάμεσα στο να έχει κανείς μια τούρτα και στο να την τρώει. Ή μπορεί να απαλείφει αυτή την διάκριση, με την έννοια, ότι κάποιος μπορεί να «φάει» την τούρτα κάποιου άλλου, αλλά από την στιγμή που η τούρτα θα έχει «φαγωθεί», θα ξαναεμφανίζεται ως δια μαγείας. Σε έναν κόσμο MMOG μπορεί κάποιος να ταΐσει ένα πλήθος ανθρώπων με πέντε καρβέλια και δυο ψάρια, και αυτό δεν θα είναι καν θαύμα [48].
Οπότε γιατί να μην χρησιμοποιήσουμε την ίδια δεξιοτεχνία στο πρόβλημα της Μάρθας και του Dank; Γιατί να μην ορίσουμε ότι η κυριότητα πρόκειται να περιλαμβάνει την ιδιότητα του να είναι δηλητηριώδη τα φυτά, και η κατοχή χωρίς κυριότητα, να είναι απλά κατοχή χωρίς τα φυτά να είναι δηλητηριώδη; Αν ο κόσμος είναι σχεδιασμένος κατά αυτόν τον τρόπο, τότε θα μπορεί να επιλύσει τη φιλονικία μεταξύ της Μάρθας και του Dank, όχι με το να αναγκάζει έναν από τους δυο να αλλάξει την συμπεριφορά του, αλλά με το να αλλάζει τους νόμους της φύσης με σκοπό να περιορίσει την σύγκρουση συνολικά.
Είμαστε ήδη στην αρχή αυτού του όχι και τόσο σύντομου βιβλίου, αν και με αυτό που πρόκειται να πω, μπορεί και να το κάνω πράγματι ένα πολύ μικρό βιβλίο (για εσάς τουλάχιστον). Αυτό που πραγματεύεται αυτό το βιβλίο βρίσκεται μέσα στην ερώτηση που γεννήθηκε από την απλή ιστορία που παρατέθηκε παραπάνω, και μέσα στην όλη αφέλεια κατά την φαινομενικά απλή απάντησή του. Αυτό δεν είναι ένα βιβλίο για τον εικονικό κόσμο του MMOG ή για τα avatars. Η ιστορία για την Martha και τον Dank είναι το πρώτο και τελευταίο παράδειγμα που θα περιλαμβάνει avatars. Είναι, ωστόσο, ένα βιβλίο για τον κυβερνοχώρο. Ο ισχυρισμός μου είναι, ότι τόσο «μέσα στο Διαδίκτυο» όσο και «μέσα στον κυβερνοχώρο», θα έρθουμε αντιμέτωποι ακριβώς με τα ερωτήματα που αντίκρισαν η Martha και ο Dank, καθώς επίσης και με τα ερωτήματα που προέκυψαν από τη λύση που βρέθηκε στην περίπτωσή τους. Τόσο «στο Διαδίκτυο» όσο και «στον κυβερνοχώρο», η τεχνολογία συνθέτει το περιβάλλον του ψηφιακού χώρου, και θα μας παρέχει μια πολύ ευρύτερη εμβέλεια ελέγχου ως προς το πώς λειτουργούν οι αλληλεπιδράσεις μέσα σε αυτόν τον χώρο σε σύγκριση με τον πραγματικό. Τα προβλήματα, μπορούν να προγραμματιστούν ή να «κωδικοποιηθούν» μέσα στην ιστορία, και μπορούν μέσω του «κώδικα» να εξαλειφθούν. Και ενώ η εμπειρία ως τώρα με τους χρήστες που παίζουν τέτοια παιχνίδια, είναι ότι δεν θέλουν αυτοί οι ψηφιακοί κόσμοι τους να αποκλίνουν πολύ από τον πραγματικό κόσμο, το πιο σημαντικό στοιχείο προς το παρόν είναι ότι υπάρχει η δυνατότητα να κάνει κάποιος αυτούς τους δυο κόσμους διαφορετικούς. Αυτή η δυναμική είναι άλλωστε που εγείρει το ερώτημα που αποτελεί τον πυρήνα αυτού του βιβλίου : Τι σημαίνει να ζει κανείς σε έναν κόσμο, όπου τα προβλήματα μπορούν να εξαφανιστούν λόγω της κωδικοποίησης [49] ; Και πότε, σε αυτόν τον κόσμο, πρέπει να εξαφανίζουμε τα προβλήματά μας με την αλλαγή της κωδικοποίησης, αντί να μαθαίνουμε να τα επεξεργαζόμαστε και να τα λύνουμε, ή να τιμωρούμε αυτούς που τα προκαλούν;
Δεν είναι η ύπαρξη του MMOG που κάνει αυτά τα ερωτήματα ενδιαφέροντα για το δίκαιο ˙ τα ίδια προβλήματα εμφανίζονται και έξω από τον εικονικό χώρο του MMOG, και εκτός των MUDs και MOOs. Τα προβλήματα που εμφανίζονται σε αυτούς τους εικονικούς χώρους είναι προβλήματα του Διαδικτύου γενικότερα. Και καθώς ζούμε όλο και μια πιο καλωδιωμένη (και περίεργη) ζωή [50], με την έννοια ότι το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας μεταφέρεται στο διαδίκτυο (online), τα ερωτήματα αυτά θα γίνονται όλο και πιο πιεστικά.
Ωστόσο, έμαθα αρκετά σε αυτή τη δουλειά, ώστε να ξέρω ότι δεν μπορώ να σας πείσω για αυτό με ένα επιχείρημα.( Πέρασα τα τελευταία 12 χρόνια μιλώντας για αυτό το θέμα ˙ και τουλάχιστον ξέρω τι δεν είναι αποτελεσματικό.) Αν μπορείτε να αντιληφθείτε το ζήτημα που επισήμανα, τόσο το καλύτερο για εσάς. Αν πάλι όχι, πρέπει να σας το καταδείξω. Έτσι, η μέθοδος μου για τους αναγνώστες της δεύτερης κατηγορίας πρέπει να είναι πιο έμμεση. Η απόδειξη, για αυτούς, θα προκύψει μέσα από μια αλληλουχία ιστοριών, οι οποίες σκοπό έχουν να παρουσιάσουν το ζήτημα και να αποπροσανατολίσουν. Αυτή, είναι και η πρόθεση αυτού του κεφαλαίου.
Ας προχωρήσω, όμως, περιγράφοντας ορισμένους άλλους χώρους και τις ιδιαιτερότητες που τους χαρακτηρίζουν.
ΙΙ. Κυβερνήτες
Σε μια πολιτεία – ας την ονοματίσουμε “Boral” – δεν είναι αρεστό το φαινόμενο οι πολίτες της να στοιχηματίζουν σε τυχερά παιχνίδια, ακόμα και αν σε πολλούς από τους πολίτες αρέσει να παίζουν στον τζόγο. Αλλά το αφεντικό είναι το κράτος ˙ οι άνθρωποι ψήφισαν ˙ ο νόμος είναι αυτός που είναι. Ο τζόγος στην πολιτεία Boral είναι παράνομος.
Τότε εμφανίζεται το Διαδίκτυο. Με το δίκτυο να έχει συνεχή ανανεωμένη τροφοδοσία μέσα στα σπίτια τους, διαμέσου των τηλεφώνων τους ή των καλωδίων, ορισμένοι πολίτες του Boral αποφασίζουν ότι ο τζόγος μέσω Internet είναι η επόμενη «εφαρμογή περιωπής» [“killer app”]. Ένας κάτοικος του Boral εγκαθιστά έναν «υπολογιστή εξυπηρέτησης δικτύου» [server] (έναν υπολογιστή που είναι προσιτός μέσω Διαδικτύου) και ο οποίος παρέχει πρόσβαση σε online τυχερά παιχνίδια. Στους κρατικούς φορείς δεν αρέσει η πρωτοβουλία αυτή. Λένε σε αυτόν τον πολίτη « Κλείσε τον server σου ή θα σε κλειδώσουμε [lock you up]»
Σοφά, αν όχι διφορούμενα, ο τζογαδόρος κάτοικος του Boral συμφωνεί να τερματίσει την λειτουργία του server του – τουλάχιστον στην πολιτεία του Boral. Επιλέγει, ωστόσο, να μην αφήσει την επιχείρηση των τυχερών παιγνίων. Αντιθέτως, νοικιάζει χώρο σε έναν server που βρίσκεται σε ένα “offshore haven.”. Αυτός ο offshore διαδικτυακός server σφύζει από δραστηριότητα, κάνοντας για ακόμα μια φορά τον τζόγο διαθέσιμο στο Δίκτυο και προσβάσιμο στους κατοίκους του Boral μέσω του Διαδικτύου. Εδώ είναι και το ουσιώδες σημείο : αν πάρουμε σαν δεδομένη την αρχιτεκτονική του Διαδικτύου (τουλάχιστον με τον τρόπο που ήταν περίπου το 1999), δεν έχει πραγματική σημασία που βρίσκεται ο server στον πραγματικό κόσμο. Η πρόσβαση δεν εξαρτάται από την γεωγραφία. Ούτε επίσης, αναλόγως με το πόσο προχωρημένες είναι οι μέθοδοι συμμετοχής σε τυχερά παιχνίδια, απαιτείται από τον χρήστη να γνωρίζει το οτιδήποτε σχετικά με το ποιος κατέχει, ή λειτουργεί τον πραγματικό server, προκειμένου να έχει πρόσβαση. Η άδεια εισόδου του χρήστη μπορεί να διέλθει μέσω ανώνυμων ιστοσελίδων που καθιστούν πρακτικά αδύνατο στο τέλος να γνωρίζει κανείς τι πήγε στραβά, πότε και με ποιον.
Ο Υπουργός Δικαιοσύνης της πολιτείας του Boral, μετά από όλα αυτά, αντιμετωπίζει ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα. Μπορεί να μετέφερε εκτός της γεωγραφικής έκτασης της πολιτείας του Boral τον επίμαχο server, αλλά δεν κατάφερε να περιορίσει τον αριθμό των κατοίκων του Boral που παίζουν τέτοια τυχερά παιχνίδια. Προτού εμφανιστεί το Δίκτυο, θα είχε μπροστά του ένα σύνολο ανθρώπων που θα μπορούσε να τιμωρήσει – αυτούς, δηλαδή, που διευθύνουν ιστοσελίδες τυχερών παιγνίων, και αυτούς που παρέχουν αυτές τις τοποθεσίες κατά παραγγελία. Τώρα, όμως, με το Δίκτυο, κατέστη δυνατή η πιθανή ατιμωρησία όλων των παραπάνω – το λιγότερο επειδή είναι πιο δύσκολο να ξέρει κανείς ποιος «τρέχει» τον server και ποιος τζογάρει. Ο κόσμος για αυτόν τον Υπουργό Εξωτερικών άλλαξε. Από τη στιγμή που συνδέονταν στον υπολογιστή τους, οι παίχτες αυτών των τυχερών παιχνιδιών μεταφέρονταν σε ένα εικονικό περιβάλλον, όπου αυτή η συμπεριφορά δεν ήταν υποκείμενη σε ρύθμιση.
Με την έννοια «ρυθμιστικότητα», εννοώ απλά ότι μια συγκεκριμένη συμπεριφορά είναι ικανή ρύθμισης. Ο όρος είναι σχετικός, όχι απόλυτος – κάπου, κάποια στιγμή, μια συγκεκριμένη συμπεριφορά θα είναι δυνατόν να υποβληθεί σε περισσότερη ρύθμιση από οπουδήποτε αλλού μια οποιαδήποτε άλλη στιγμή. Ο ισχυρισμός για την πολιτεία του Boral είναι απλά ότι η εμφάνιση του Δικτύου κατέστησε τη συμμετοχή σε τυχερά παιχνίδια υποκείμενη σε λιγότερη ρύθμιση από ότι στο παρελθόν, δηλαδή, πριν την ύπαρξη του Δικτύου. Ή τουλάχιστον, με μια έννοια , που θα γίνει πιο κατανοητή , όσο η ιστορία εξελίσσεται ۟με την αρχιτεκτονική του Δικτύου όπως αρχικά ήταν, η ζωή μέσα στο Δίκτυο είναι λιγότερο ρυθμίσιμη από τη ζωή εκτός Δικτύου [51].
ΙΙΙ. Οι Κοινότητες του Jake.
Αν είχες γνωρίσει τον Jake σε ένα πάρτυ στο Ann Arbor (ήσουν ο Jake σ’ένα πάρτυ στο Ann Arbor), θα τον είχες ξεχάσει.[52]. Αν δεν τον είχες ξεχάσει, μπορεί να νόμιζες, ότι ήταν ένας ακόμα ήσυχος, «ανάλατος», προπτυχιακός φοιτητής από το Πανεπιστήμιο του Michigan, τρομοκρατημένος από τον κόσμο, ή, τουλάχιστον από τους ανθρώπους που ζούνε στον κόσμο.
Δεν θα είχες φανταστεί, ότι ο Jake, είναι συγγραφέας – μάλιστα, ένας πολύ φημισμένος συγγραφέας διηγημάτων, τουλάχιστον στους δικούς του συγγραφικούς κύκλους. Στην πραγματικότητα, ο Jake δεν είναι απλά ένας διάσημος συγγραφέας, υπήρξε και χαρακτήρας στις δικές του ιστορίες. Το ποιος ήταν, όμως, στις δικές του ιστορίες διέφερε αρκετά, από το ποιος ήταν στην «πραγματική» του ζωή – αν, αυτό ισχύει, αφότου διάβαζες τις ιστορίες του μπορούσες ακόμα να αντιληφθείς ότι η διάκριση ανάμεσα στην «πραγματική ζωή» και στη «μη πραγματική ζωή» είχε νόημα.
Ο Jake έγραφε ιστορίες για τη βία – για σεξουαλικές συνευρέσεις επίσης, αλλά κυρίως για τη βία. Τα κείμενα του, ήταν ποτισμένα με μίσος, κυρίως για τις γυναίκες. Δεν ήταν αρκετό να βιαστεί μια γυναίκα, έπρεπε επιπλέον να τη δολοφονήσουν. Και δεν ήταν αρκετό να τη δολοφονήσουν, έπρεπε να τη σκοτώσουν με έναν ιδιαίτερα οδυνηρό και βασανιστικό τρόπο. Αυτό, όμως, είναι δυστυχώς ένα είδος συγκεκριμένης γραφής. Ο Jake ήταν αριστοτέχνης αυτού του συγγραφικού είδους.
Στον πραγματικό κόσμο ο Jake είχε κρύψει με αρκετά επιτυχημένο τρόπο την κλίση του. Ήταν ένα αγόρι μέσα σε εκατομμύρια αγόρια: απαρατήρητος, δυσδιάκριτος, άκακος. Εντούτοις, ακόμα και αν ήταν ειρηνικός στον πραγματικό κόσμο, η επιζήμια συμπεριφορά με την οποία έγραφε στον κυβερνοχώρο, γινόταν όλο και πιο γνωστή. Οι ιστορίες του δημοσιεύονταν στο USENET, σε ένα γκρουπ που λεγόταν alt.sex.stories.
Το USENET, δεν είναι από μόνο του ένα δίκτυο, παρά μόνο με την έννοια που οι προσωπικές αγγελίες μιας εθνικής εφημερίδας, είναι μέρος ενός δικτύου. Με την στενή έννοια του όρου το USENET, είναι το προϊόν ενός πρωτόκολλου – ένα σύνολο από κανόνες έδωσε το όνομά του στο δίκτυο network news transfer protocol (NNTP) [53] – για την ανταλλαγή μηνυμάτων που προορίζονται για δημόσια θέαση. Τα μηνύματα αυτά είναι οργανωμένα σε «ομάδες ειδήσεων» [“newsgroups”], και αυτές οι «ομάδες ειδήσεων» είναι οργανωμένες κατά θέματα. Τα περισσότερα από αυτά τα θέματα είναι αρκετά τεχνικά, πολλά σχετίζονται με χόμπι, και ορισμένα με τις σεξουαλικές συνευρέσεις. Ορισμένα μηνύματα αυτών των ομάδων συνοδεύονται από εικόνες ή ταινίες, αλλά ορισμένα, όπως του Jake, είναι απλά ιστορίες.
Υπάρχουν εκατοντάδες τέτοια γκρουπ, που το καθένα κουβαλάει εκατοντάδες μηνύματα ανά πάσα στιγμή. Ο καθένας που έχει πρόσβαση στο USENET, μπορεί να έχει πρόσβαση στα μηνύματα (ή τουλάχιστον σε αυτά που ο διαχειριστής του δικτύου του δίνει πρόσβαση), και ο οποιοσδήποτε με πρόσβαση μπορεί να καταχωρεί ένα μήνυμα ή να απαντά σε ένα ήδη καταχωρημένο μήνυμα. Φανταστείτε ένα δημόσιο πίνακα με ανακοινώσεις, όπου οι χρήστες μπορούν να υποβάλλουν τις ερωτήσεις ή τα σχόλια τους. Ο καθένας μπορεί να διαβάσει αυτόν τον πίνακα και να προσθέσει τις δικές του σκέψεις. Τώρα φανταστείτε 15,000 τέτοιους πίνακες, ο καθένας με εκατοντάδες “threads” (δηλαδή, αλληλουχία ισχυρισμών, που το καθένα σχετίζεται με το προηγούμενο). Αυτό, σε οποιοδήποτε μέρος, είναι το USENET. Τώρα φανταστείτε αυτούς τους 15,000 πίνακες, με εκατοντάδες από threads, το καθένα σε εκατομμύρια υπολογιστές σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου. Αναρτήστε ένα σχόλιο σε μια ομάδα, και αυτό προστίθεται παντού στον πίνακα αυτής της ομάδας. Αυτό, είναι για τον κόσμο, το USENET.
Ο Jake, όπως ανέφερα παραπάνω, έκανε καταχωρήσεις σε μια ομάδα που λεγόταν alt.sex.stories. Το “Alt”, με αυτήν την ονομασία, αναφέρεται στην ιεραρχία ανάμεσα στην οποία περιλαμβάνεται και η ομάδα του. Αρχικά, υπήρχαν επτά πρωτοβάθμιες ιεραρχίες [54]. Το “Alt” δημιουργήθηκε από αντίδραση σε αυτές τις αρχικά επτά ομάδες: Οι ομάδες συμπεριλαμβάνονται σε αυτές τις επτά ομάδες μέσω μιας επίσημης διαδικασίας ψηφοφορίας μεταξύ των συμμετεχόντων σε αυτές τις ομάδες. Αλλά οι ομάδες προστίθενται στα βασιζόμενα σε “alt” κατηγορία, ανάλογα με το αν οι διαχειριστές επιλέγουν να τα μεταφέρουν, και , γενικά, οι διαχειριστές θα τα μεταφέρουν σε περίπτωση που είναι δημοφιλή, και εφόσον η δημοτικότητά τους δεν είναι αμφιλεγόμενη.
Μεταξύ αυτών των ομάδων που συνεχίζουν παρά τις αντιξοότητες λόγω ζήτησης, το alt.sex.stories είναι ιδιαίτερα δημοφιλές. Όπως συμβαίνει σε κάθε χώρο που φιλοξενεί κείμενα, αν οι ιστορίες είναι αρκετά «καλές» – αν είναι ιστορίες που οι χρήστες του χώρου αυτού ζητάνε – και ανταποκρίνονται στα πρότυπα που ακολουθούνται για το συγκεκριμένο ψηφιακό χώρο, τότε και οι συγγραφείς αυτών των ιστοριών γίνονται διάσημοι.
Το υλικό του Jake ήταν ιδιαίτερα πολύτιμο με αυτή την έννοια. Οι ιστορίες του, για απαγωγές, βασανιστήρια, και σκοτωμούς γυναικών, ήταν τόσο γραφικές και αποκρουστικές, όπως κάθε άλλη ιστορία τέτοιου είδους θα μπορούσε να είναι – και αυτό είναι που έκανε τον Jake τόσο δημοφιλή μεταξύ ομοϊδεατών προσώπων του. Ο Jake ήταν ένα πρόσωπο που τους προμήθευε με τέτοιες ιστορίες, ένα σταθερό και συνεπές τονωτικό της δίψας τους για τέτοιες ιστορίες. Χρειάζονταν αυτές τις περιγραφές αθώων γυναικών, στις οποίες ασελγούσαν δια της βίας, και ο Jake, τους τροφοδοτούσε με τέτοιες ιστορίες δωρεάν.
Μια νύχτα στη Μόσχα, ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι, διάβασε μια ιστορία του Jake. Την έδειξε στον πατέρα της, ο οποίος με την σειρά του την έδειξε στον Richard DuVal, απόφοιτο του πανεπιστημίου του Michigan. Ο DuVal σοκαρίστηκε από την ιστορία, και θύμωσε που η ιστορία έφερε την ετικέτα “umich.edu”, στην επικεφαλίδα της ιστορίας. Επικοινώνησε με το πανεπιστήμιο, όπου σπούδασε (alma mater) και παραπονέθηκε. Αυτοί πήραν την διαμαρτυρία του πολύ σοβαρά.[55].
Το πανεπιστήμιο ήρθε σε επαφή με την αστυνομία ۟η αστυνομία ήρθε σε επαφή με τον Jake – βάζοντας του χειροπέδες και οδηγώντας τον στο κρατητήριο. Ένας μεγάλος αριθμός γιατρών τον εξέτασε. Ορισμένοι έβγαλαν το συμπέρασμα, ότι ο Jake αποτελούσε απειλή. Οι εισαγγελείς της περιοχής συμφώνησαν με αυτούς τους γιατρούς, ειδικά αφότου κατασχέθηκε ο υπολογιστής του και ανακαλύφθηκαν ηλεκτρονικά μηνύματα μεταξύ του Jake και ενός Καναδού οπαδού του, ο οποίος σκόπευε να αναπαραστήσει στην πραγματικότητα μια από τις ιστορίες του Jake που είχαν δημοσιευθεί στον κυβερνοχώρο. Τουλάχιστον, αυτό έλεγε στα e-mail, ότι θα έκανε. Κανένας, όμως, δεν μπορούσε να πει στ’ αλήθεια και με σιγουριά τι είχαν σκοπό να πράξουν οι δυο άνδρες. Ο Jake ισχυρίστηκε ότι όλα ήταν καθαρή μυθοπλασία, και πράγματι, δεν υπήρχε καμία απόδειξη που να φανερώνει το αντίθετο.
Παρόλα αυτά, ομοσπονδιακές κατηγορίες καταφέρθηκαν εναντίον του Jake για τη διάδοση απειλής. Ο Jake από την πλευρά του ισχυρίστηκε ότι αυτές οι ιστορίες του ήταν μόνο λόγια, που βρίσκονταν υπό την προστασία της Πρώτης Τροποποίησης στο Σύνταγμα των Η.Π.Α. Ενάμιση μήνα αργότερα, το δικαστήριο που εκδίκασε την υπόθεσή του, συμφώνησε. Οι κατηγορίες αποσύρθηκαν [56] και ο Jake επέστρεψε στην ίδια αυτή ειδικής φύσης ασάφεια που προσδιόριζε την ζωή του μέχρι τότε.
Προσωπικά δεν με ενδιαφέρει και τόσο πολύ κατά πόσο οι κόσμοι στους οποίους ζούσε ο Jake Baker έπρεπε να προστατευθούν από το Σύνταγμα. Το ενδιαφέρον μου εστιάζεται στον ίδιο τον Jake Baker, ένα άτομο που στην πραγματικότητα ζούσε υπό το πρότυπο της φαινομενικά άκακης ζωής, αλλά στον κυβερνοχώρο άφηνε τον εαυτό του ελεύθερο να γίνει ο συγγραφέας της βίας. Οι άνθρωποι έλεγαν ότι ο Jake ήταν «γενναίος», αλλά δεν ήταν «γενναίος» στην πραγματική του ζωή. Δεν εξέφραζε το μίσος του στα μαθήματα, μεταξύ των φίλων, ή στη σχολική εφημερίδα. Γλιστρούσε στον κυβερνοχώρο, και μόνο εκεί άνθιζε η αποκλίνουσα συμπεριφορά του.
Το έκανε αυτό λόγω του ότι είχε κάτι ο ίδιος και του ότι είχε κάτι ο κυβερνοχώρος. Ο Jake ήταν εκείνο το είδος ανθρώπου, που ήθελε να διαδίδει ιστορίες για βία, τουλάχιστον εάν ήταν σε θέση να το πράξει αυτό χωρίς να λογοδοτεί δημοσίως. Ο κυβερνοχώρος έδινε στον Jake αυτή την εξουσία. Ο Jake ήταν στην πράξη ένας συγγραφέας και ένας εκδότης σε δυο. Έγραφε ιστορίες, και όσο γρήγορα τις τελείωνε, άλλο τόσο γρήγορα τις δημοσίευε – σε περίπου τριάντα εκατομμύρια υπολογιστές σε όλο τον κόσμο μέσα σε λίγες μόλις μέρες. Το εν δυνάμει κοινό του ήταν δυο φορές μεγαλύτερο από αυτό που χρειάζονται τα πρώτα 15 στη λίστα best seller μυθιστορήματα μαζί, και παρότι δεν έβγαζε κέρδος από τα κείμενά του, η ζήτηση για αυτά ήταν πολύ υψηλή. Ο Jake ανακάλυψε έναν τρόπο για να εγχέει μέσα στις «φλέβες» του κόσμου που τον διάβαζε, για τους οποίους το υλικό αυτό θα ήταν πολύ δύσκολο διαφορετικά να βρεθεί. ( Ούτε καν το Hustler [57] δεν θα δημοσίευε ιστορίες αυτής της αρεσκείας.)
Φυσικά, υπήρχαν και άλλοι τρόποι με τους οποίους θα μπορούσε ο Jake να δημοσιεύσει τις ιστορίες του. Θα μπορούσε να είχε προσφέρει το έργο του στο Hustler , ή κάπου ακόμα χειρότερα. Καμία εκδοτική του πραγματικού κόσμου δε θα μπορούσε, ωστόσο, να προσφέρει στον Jake ένα ισοδύναμο συγκριτικά κοινό. Το αναγνωστικό κοινό του Jake ήταν ενδεχομένως εκατομμύρια, που απλώνονταν σε όλη την χώρα και σε όλη την ήπειρο, καλύπτοντας διάφορα είδη κουλτούρας και γούστου.
Η πρόσβαση αυτή γινόταν δυνατή μέσω της δύναμης στο δίκτυο: Ο καθένας οπουδήποτε θα μπορούσε να δημοσιεύσει οτιδήποτε. Το δίκτυο επέτρεπε την έκδοση χωρίς προηγούμενο φιλτράρισμα, διόρθωση, ή πιθανότατα και με μεγαλύτερη σημασία, αξιοπιστία. Ο καθένας μπορούσε να γράψει ότι ήθελε, να το υπογράψει ή όχι, να το μεταφέρει σε επεξεργαστές σε όλο τον κόσμο, και μέσα σε λίγες ώρες αυτές οι λέξεις θα βρισκόντουσαν παντού. Το δίκτυο αφαίρεσε το πιο σημαντικό περιορισμό του λόγου σε πραγματικό χώρο – τον διαχωρισμό του εκδότη από τον συγγραφέα. Υπάρχει ματαιοδοξία στο να εκδίδει κάποιος στην πραγματικότητα, και μόνο οι πλούσιοι μπορούν να χρησιμοποιήσουν τους εκδοτικούς οίκους ώστε να φτάσουν τα έργα τους σε ένα ευρύ κοινό. Για τους υπόλοιπους από εμάς, ο πραγματικός κόσμος μας παρέχει μόνο εκείνη την πρόσβαση, που οι εκδότες θέλουν να μας δώσουν.
Έτσι, ο κυβερνοχώρος είναι διαφορετικός λόγω της πρόσβασης που επιτρέπει. Είναι, όμως, ξεχωριστός λόγω της σχετικής ανωνυμίας που επιτρέπει. Ο κυβερνοχώρος επέτρεψε στον Jake να ξεφύγει από τους περιορισμούς του πραγματικού κόσμου. Δεν «εισερχόταν» στον κυβερνοχώρο όταν έγραφε τις ιστορίες του, κατά τον ίδιο τρόπο που δεν «έφευγε» επίσης από το Ann Arbor [58]. Όταν, ήταν, όμως, «μέσα» στον κυβερνοχώρο, του επιτρεπόταν να δραπετεύει από τους κανόνες που υπαγόρευε το Ann Arbor. Ήταν ελεύθερος από τους περιορισμούς του πραγματικού κόσμου, από τις νόρμες και τις αντιλήψεις που τον είχαν μετατρέψει με επιτυχία σε ένα μέλος της πανεπιστημιακής κοινότητας. Ίσως να μην ένιωθε σαν να βρισκόταν απολύτως σαν στο σπίτι του, ίσως να μην ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος. Ο κόσμος του πανεπιστημίου του Michigan, όμως, κατάφερε να τον οδηγήσει μακριά από την ζωή ενός ψυχοπαθητικού – παρά μόνο από την στιγμή που του έδωσε πρόσβαση στο Δίκτυο. Όταν βρισκόταν στο Δίκτυο, ήταν κάποιος άλλος.
Καθώς το Διαδίκτυο μεγάλωνε, δημιούργησε ακόμα περισσότερες ευκαιρίες για χαρακτήρες, όπως του Jake – χαρακτήρες που κάνουν πράγματα στον ψηφιακό κόσμο που δε θα έκαναν ποτέ στον πραγματικό κόσμο. Ένα από τα πιο διάσημα παιχνίδια του MMOGs, είναι ένα παιχνίδι που λέγεται “Grand Theft Auto.” Σ’ αυτό το παιχνίδι, αυτός που παίζει, εξασκείται στο πώς να διαπράττει εγκλήματα. Και ένας από τους πιο ανησυχητικούς τρόπους που χρησιμοποιείται το video chat είναι η εφαρμογή της εικονικής παιδικής πορνείας. Σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα της New York Times, εκατοντάδες παιδιών ξοδεύουν εκατοντάδες ωρών να εκπορνεύονται σε ζωντανή σύνδεση στο διαδίκτυο. Καθισμένο μέσα στην «ιδιωτικότητα» των προσωπικού δωματίου του, χρησιμοποιώντας την iSight κάμερα που του πήραν δώρο οι γονείς τους για τα Χριστούγεννα, ένα 13-χρόνο κορίτσι ή αγόρι υιοθετεί τη σεξουαλική συμπεριφορά που απαιτείται από το κοινό. Το κοινό παίρνει τη δόση του από σεξουαλική διαστροφή. Το παιδί παίρνει χρήματα για αυτή του την πράξη, αλλά και όποιο ψυχολογικό φορτίο προκαλεί αυτή η συμπεριφορά.[59] .
Είναι σχεδόν αδύνατο να παρατηρήσει κάποιος όλη αυτή την ποικιλία από χαρακτήρες που μοιάζουν με αυτόν του Jake και να μην σκεφτεί, ότι σε ένα βαθμό, το εικονικό έχει διεισδύσει σε κάτι το πραγματικό. Ή, τουλάχιστον, ο εικονικός κόσμος έχει αληθινές συνέπειες – είτε σε αυτούς που τον ζούνε, είτε σε αυτούς που ζούνε με αυτές [60]. Όταν ο Jake διώχτηκε δικαστικά, πολλοί υπέρμαχοι της Πρώτης Τροποποίησης, ισχυρίστηκαν ότι τα όσα έγραφε ο Jake, παρότι ήταν πολύ παραστατικά, ποτέ δεν πήραν πραγματικές διαστάσεις. Και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι υπάρχει διαφορά στο να γράφει κάποιος για βιασμούς από το να βιάζει, όπως υπάρχει διαφορά στο να προσποιείται ένας ηθοποιός ότι βιάζει κάποιον από το να τελεί την πράξη αυτή στην πραγματικότητα. Θεωρώ, όμως, ότι όλοι παραδέχονται ότι υπάρχει υπέρβαση των ορίων, κάπου στην πορεία καθώς ερχόμαστε αντιμέτωποι με εικονικούς χαρακτήρες σαν αυτούς του Jake. Εάν ένας γονιός έμενε ατάραχος μπροστά στην εκπόρνευση του γιου του μέσα στο δωμάτιο του σε εικονικό περιβάλλον, δε θα μπορούσαμε να το κατανοήσουμε αυτό μέσα στα πλαίσια της αρχής για την ελευθερία του λόγου και τον ακτιβισμό που υπερασπίζεται αυτή την αρχή, ακόμα και αν η έννοια της «εκπόρνευσης» του αγοριού περιοριζόταν στο να περιγράφει αυτό σε κείμενο τον τρόπο με τον οποίο θα γινόταν η σεξουαλική παρενόχληση σε ένα χώρο για chat [61].
Ωστόσο, σκοπός μου δεν είναι να καθορίσω τις προβλεπόμενες διαχωριστικές γραμμές μεταξύ της αποδεκτής ή όχι διττής – ζωής σε εικονικό περιβάλλον. Αντιθέτως, σκοπός μου είναι να καταδείξω ότι αυτός ο χώρος καθιστά περισσότερο εφικτή αυτή τη διττή ζωή. Και παρά το γεγονός ότι μέρος αυτής της διττής ζωής είναι «μόνο εικονικό», και ορισμένες φορές «μόνο λόγια», οι ρυθμιστές του πραγματικού κόσμου (είτε αυτοί είναι γονείς είτε κυβερνήσεις) θα αισθανθούν αναγκασμένοι να αντιδράσουν. Το Δίκτυο καθιστά δυνατή την ύπαρξη ζωής που προηγουμένως ήταν ακατόρθωτη, ή ενοχλητική, ή ασυνήθιστη. Τουλάχιστον ορισμένες από αυτές τις εικονικές ζωές θα έχουν συνέπειες σε μη-εικονικές ζωές – στις ζωές εξίσου των ανθρώπων που ζούνε σε εικονικό κόσμο, και των ανθρώπων που ζούνε γύρω από αυτούς.
IV. Σκουλήκια Υπολογιστών.
Ένα «σκουλήκι» [62] [“worm”] είναι ένα είδος κωδικού υπολογιστή που είναι διάχυτο στο Δίκτυο και εισέρχεται στα συστήματα ευπρόσβλητων υπολογιστών. Δεν είναι ένα «μικρόβιο», επειδή δεν προσκολλάται σε άλλα προγράμματα και δεν επεμβαίνει στη λειτουργία τους. Είναι ένα είδος επιπλέον κωδικού που κάνει ότι υπαγορεύει και ο code writer. Ο κωδικός αυτός θα μπορούσε να είναι άκακος και να κάθεται απλώς στον ηλεκτρονικό επεξεργαστή κάποιου. Ή θα μπορούσε να είναι επιβλαβής και να διαφθείρει φακέλους ή να προκαλεί άλλου είδους ζημιά που ο συγγραφέας του ορίζει.
Φανταστείτε ένα σκουλήκι σχεδιασμένο να πράττει το καλό (τουλάχιστον στο μυαλό ορισμένων). Φανταστείτε ότι ο code writer είναι το FBI και ότι το FBI ψάχνει για ένα συγκεκριμένο έγγραφο που ανήκει στην Εθνική Υπηρεσία Ασφάλειας, [National Security Agency (NSA)]. Υποθέστε ότι αυτό το έγγραφο είναι ταξινομημένο και παράνομο να το κατέχει κανείς χωρίς την κατάλληλη άδεια χειρισμού απορρήτων εγγράφων. Υποθέστε ότι το σκουλήκι αυτό πολλαπλασιάζεται στο Δίκτυο, με το να βρίσκει δίοδο μέσα από σκληρούς δίσκους, όπου μπορεί. Από τη στιγμή που θα διεισδύσει στον σκληρό δίσκο ενός υπολογιστή, σαρώνει ολόκληρο τον δίσκο. Εάν βρει το έγγραφο NSA, στέλνει ένα μήνυμα πίσω στο FBI και το ενημερώνει για τον εντοπισμό. Εάν δεν βρει, τότε διαγράφεται. Τελικά, υποθέστε ότι μπορεί να τα κάνει όλα αυτά χωρίς να «επέμβει» στη λειτουργία του επεξεργαστή. Έτσι, κανένας δε θα μπορούσε να καταλάβει, ότι το σκουλήκι βρέθηκε εκεί ˙ κι αυτό γιατί δε θα ανέφερε τίποτα πίσω στη βάση του FBI, παρά μόνο εάν έβρισκε το έγγραφο NSA στον σκληρό δίσκο του υπολογιστή.
Αντίκειται αυτό το «σκουλήκι» στις συνταγματικές διατάξεις; Αυτή είναι μια δύσκολη ερώτηση, που εκ πρώτης όψεως, φαίνεται να έχει δύσκολη απάντηση. Το σκουλήκι αυτό συμμετέχει σε μια έρευνα – με πρωτοβουλία της κυβέρνησης – στους σκληρούς δίσκους των πολιτών. Δεν υπάρχει εύλογη υποψία (όπως απαιτεί συνήθως το δίκαιο) ότι ο δίσκος περιέχει το έγγραφο, το οποίο η κυβέρνηση αναζητά. Πρόκειται για μια γενικευμένη έρευνα ιδιωτικών χώρων λόγω δυσπιστίας από την πλευρά της κυβέρνησης.
Από συνταγματικής σκοπιάς – και συγκεκριμένα βάσει της Τέταρτης Τροποποίησης (Fourth Amendment) – δεν υπάρχει χειρότερη εκδοχή από αυτήν. Η Τέταρτη Τροποποίηση γράφτηκε για να αποφευχθούν μόνο και μόνο τέτοιου είδους καταχρήσεις. Οι βασιλείς Γεώργιος ΙΙ και Γεώργιος ΙΙΙ έδιναν στους αξιωματικούς ένα γενικό ένταλμα, με το οποίο τους εξουσιοδοτούσαν να ψάξουν τα σπίτια ιδιωτών με σκοπό να βρούνε αποδείξεις για κάποιο έγκλημα [63]. Δε χρειαζόταν να υπάρχει κάποια υποψία προτού ο αξιωματικός να ψάξει στο εσωτερικό του σπιτιού κάποιου πολίτη, εξαιτίας, όμως, του γεγονότος ότι έφερε ένταλμα, δεν μπορούσε ο πολίτης να μηνύσει τον αξιωματικό για καταπάτηση της περιουσίας του. Ο σκοπός της Τέταρτης Τροποποίησης, ήταν να απαιτείται τουλάχιστον υποψία, έτσι ώστε το βάρος της έρευνας να επικεντρώνεται σε μια εύλογα επιλεγμένη κατηγορία [64].
Το σκουλήκι αυτό, όμως, είναι κάτι ανάλογο με τη γενική έρευνα που διέτασσε ο Βασιλιάς; μια σημαντική διαφορά, είναι η εξής : σε αντίθεση με τα θύματα που συμβιβάστηκαν με τις γενικές έρευνες, και στις οποίες οι Ιδρυτές του Συντάγματός μας εμπλέκονταν, ο χρήστης του υπολογιστή ποτέ δεν γνωρίζει ότι ο σκληρός δίσκος του υπολογιστή του υποβάλλεται σε έλεγχο από το σκουλήκι αυτό. Με τις γενικές έρευνες, η αστυνομία εισέβαλε σε ένα σπίτι και έκανε εξονυχιστικές έρευνες στην προσωπική περιουσία του καθενός. Με το σκουλήκι, είναι περίπου ένα είδος κωδικού υπολογιστών που εισβάλλει και (υποθέτω) μπορεί να «αναγνωρίσει» μόνο ένα πράγμα. Και ενδεχομένως πιο σημαντικό είναι το γεγονός, ότι σε αντίθεση με τις γενικές έρευνες, το σκουλήκι απομνημονεύει ελάχιστα πράγματα και δεν προκαλεί ζημιά αφότου τελειώσει την αποστολή του: το σκουλήκι δεν μπορεί να διαβάσει προσωπικές επιστολές ˙ δεν παραβιάζει εισόδους ˙ δεν αναμιγνύεται με την καθημερινή ζωή. Και αυτοί που είναι αθώοι δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν.
Το σκουλήκι είναι αθόρυβο με μια έννοια που οι αστυνομικές δυνάμεις του Βασιλιά Γεωργίου δεν ήταν. Ψάχνει με τρόπο άψογο και αόρατο, εντοπίζοντας μόνο τον ένοχο. Δεν επιβαρύνει κάποιον αθώο ˙ δεν προκαλεί σύγχυση στην καθημερινότητα του πολίτη ˙ συλλαμβάνει μόνο ότι βρίσκεται έξω από την προστασία του νόμου.
Αυτή η διαφορά περιπλέκει τον προβληματισμό για την συνταγματικότητά του. Η συμπεριφορά του σκουληκιού είναι σαν μια γενικευμένη έρευνα, με την έννοια ότι είναι μια έρευνα χωρίς την ύπαρξη υποψίας. Δεν προκαλεί, όμως, σε αντίθεση με τις ιστορικά γενικευμένες έρευνες, καμία αναστάτωση στην καθημερινή ζωή και «ανακαλύπτει» μόνο ότι είναι λαθραίο. Με αυτή την έννοια, το σκουλήκι είναι σαν ένα σκυλί που οσφραίνεται – το οποίο τουλάχιστον στα αεροδρόμια είναι συνταγματικά επιτρεπτό χωρίς πιθανές αιτίες [65] – αλλά είναι ακόμα καλύτερο. Σε αντίθεση με την όσφρηση ενός σκύλου, το σκουλήκι δεν αφήνει τον χρήστη του υπολογιστή να καταλάβει καν πότε γίνεται έρευνα (και έτσι ο χρήστης δεν υποφέρει κάποιο ιδιαίτερο άγχος).
Είναι, συνεπώς, το «σκουλήκι» αυτό συνταγματικά επιτρεπτό; Αυτό εξαρτάται από το πώς αντιλαμβάνεται κανείς το νόημα της Τέταρτης Τροποποίησης του Συντάγματος [66], και το τι προστατεύει αυτή. Εκ πρώτης όψεως, η τροποποίηση προστατεύει τον πολίτη από κυβερνητικές ,λόγω καχυποψίας, εισβολές, είτε αυτές οι εισβολές είναι επιβαρυντικές είτε όχι. Εκ δεύτερης, η τροποποίηση προστατεύει εναντίον επιδρομών που είναι επιβαρυντικές, επιτρέποντας μόνο αυτές για τις οποίες υπάρχει επαρκής υποψία ότι θα αποκαλυφθεί ενοχή. Η παραδειγματική περίπτωση που παρακίνησε τους ιδρυτές του συντάγματός μας, δε διαφέρει από τις δυο αυτές πολύ διαφορετικές μεταξύ τους μορφές προστασίας, καθότι η τεχνολογία της εποχής δε θα διέφερε εξίσου. Δε θα μπορούσε κανείς – τεχνικά – να έχει μια απολύτως αποβεβαρημένη διεξαγωγή γενικής έρευνας το 1971. Για τον λόγο αυτό και δεν είχανε – τεχνικά – εκφράσει μια άποψη σχετικά με το αν μια τέτοια έρευνα θα έπρεπε να είναι συνταγματικά απαγορευμένη. Απεναντίας, είμαστε εμείς που πρέπει να επιλέξουμε για το τι πρέπει να εννοεί η τροποποίηση.
Ας εξετάσουμε το παράδειγμα αυτό περαιτέρω. Φανταστείτε ότι το σκουλήκι δεν ψάχνει κάθε μηχανή που συναντά κατά την έρευνα, αλλά αντ’ αυτού μπορεί να τοποθετηθεί σε έναν επεξεργαστή μόνο με δικαστική έγκριση – λόγου χάρη, με ένταλμα. Τώρα η παράμετρος της αναζήτησης του προβλήματος λόγω καχυποψίας έχει αναιρεθεί. Αλλά τώρα φανταστείτε μια δεύτερη παράμετρο σε αυτόν τον κανόνα: Η κυβέρνηση απαιτεί από τα δίκτυα να κατασκευάζονται έτσι ώστε ένα σκουλήκι, με δικαστική εξουσιοδότηση, να μπορεί να τοποθετηθεί σε οποιαδήποτε μηχανή. Οι μηχανές σε αυτό το καθεστώς, με άλλα λόγια, πρέπει να κατασκευάζονται έτσι ώστε να είναι έτοιμες να δεχτούν σκουλήκι, ακόμα κι αν τα σκουλήκια θα χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά μόνο με το δικαστικό ένταλμα.
Υπάρχει οποιοδήποτε συνταγματικό πρόβλημα με αυτό; Αυτό το ερώτημα θα εξετάσω με πολύ περισσότερες λεπτομέρειες στο ενδέκατο κεφάλαιο, προς το παρόν, όμως, θα αρκεστώ να παρατηρήσω το εμφανές χαρακτηριστικό γνώρισμά του. Και στις δύο περιπτώσεις, περιγράφουμε ένα καθεστώς που επιτρέπει στην κυβέρνηση να συλλέγει δεδομένα για μας με έναν ιδιαίτερα αποδοτικό τρόπο – ανέξοδα, δηλαδή, και για την κυβέρνηση και για τον αθώο χρήστη. Η αποδοτικότητα αυτή καθίσταται δυνατή μέσω της τεχνολογίας, η οποία επιτρέπει αναζητήσεις που στο παρελθόν θα επιβάρυναν πολύ τον χρήστη και θα εξαπλώνονταν σε μεγάλο βαθμό. Και στις δύο περιπτώσεις, λοιπόν, η ερώτηση καταλήγει ως εξής: Όταν η ικανότητα να ψάξει κανείς χωρίς πρόσθετες επιβαρύνσεις αυξάνεται, αυξάνεται επίσης και η δύναμη της κυβέρνησης να διεξάγει έρευνες; Ή σε μια λιγότερο προφανή διατύπωση, καθώς ο James Boyle [67] θα το έθετε: «Είναι η ελευθερία αντιστρόφως ανάλογη της αποδοτικότητας των διαθέσιμων μέσων παρακολούθησης;» [68]. Διότι εάν είναι, τότε, με τα λόγια του Boyle, «έχουμε πολλά να φοβηθούμε.» [69].
Αυτή η ερώτηση, φυσικά, δεν περιορίζεται στην κυβέρνηση. Ένα από τα καθοριστικά γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη ζωή είναι η εμφάνιση των τεχνολογιών που καθιστούν τη συλλογή και την επεξεργασία δεδομένων εξαιρετικά αποδοτική. Τα περισσότερα από αυτά που κάνουμε εμείς – ως εκ τούτου, το μεγαλύτερο μέρος από αυτό που είμαστε – είναι καταγεγραμμένο εκτός σπιτιού μας. Όταν παίρνετε τηλέφωνα, δεδομένα καταγράφονται σχετικά με τον ποιον καλέσατε, πότε, για πόση ώρα μιλήσατε, και πόσο συχνά κάνατε τέτοιες κλήσεις.[70]. Κάθε φορά που χρησιμοποιείτε τις πιστωτικές σας κάρτες, στοιχεία καταχωρούνται για το πότε, που, τι, και από ποιον αγοράσατε. Για κάθε πτήση σας, το δρομολόγιο σας καταγράφεται και ενδεχομένως σχεδιάζεται ένα πορτρέτο (profile) γύρω από εσάς βάσει του οποίου η κυβέρνηση θα αποφασίσει εάν είναι πιθανό να είστε τρομοκράτης ή όχι.[71]. Εάν οδηγείτε ένα αυτοκίνητο στο Λονδίνο, κάμερες καταγράφουν την πινακίδα κυκλοφορίας σας για να προσδιορίσουν εάν έχετε πληρώσει τον κατάλληλο «φόρο κυκλοφοριακής συμφόρησης». Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι η εικόνα που προβάλλει το Hollywood, όπου μονάδες τρομοκρατών εξουδετερώνονται – με μια ομάδα προσώπων να κάθεται πίσω από ένα τερματικό και να εντοπίζει αμέσως τον έναν ή τον άλλον εν ζωή άνθρωπο – είναι λανθασμένη. Αλλά δεν χρειάζεται να είναι τόσο τρομερά λάθος για πολύ περισσότερο καιρό ακόμα. Μπορεί να μην είναι εύκολο να φανταστούμε συστήματα που ακολουθούν ένα άτομο οπουδήποτε κι αν αυτό πηγαίνει, αλλά είναι εύκολο να φανταστούμε τεχνολογικά επιτεύγματα που συγκεντρώνουν ένα εξαιρετικό πλήθος στοιχείων για όλα αυτά που κάνουμε και καθιστούν τα στοιχεία εκείνα προσιτά σε αυτούς που έχουν την κατάλληλη εξουσιοδότηση. Έτσι η παρείσφρηση θα ήταν ασήμαντη, και το όφελος θα μπορούσε να είναι τεράστιο.
Ο ιδιωτικός και ο δημόσιος έλεγχος, λοιπόν, στην ψηφιακή εποχή, έχουν το ίδιο βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα: ο έλεγχος, ή η έρευνα, μπορούν να αυξηθούν χωρίς να δημιουργηθεί επιπλέον επιβάρυνση στο άτομο που ερευνάται. Και τα δύο εγείρουν μια παρόμοια ερώτηση: πώς θα έπρεπε να σκεφτούμε για αυτήν την αλλαγή; Πώς θα έπρεπε η προστασία που οι ιδρυτές του συντάγματός μας, μάς κληροδότησαν να εφαρμοστεί σε έναν κόσμο που αυτοί δε θα μπορούσαν ούτε καν να φανταστούν;
V. Θέματα.
Τέσσερις ιστορίες, τέσσερα θέματα, που κάθε ένα από αυτά αποτελεί παράθυρο σε μια πτυχή του κυβερνοχώρου που θα είναι το επίκεντρο σε όλα όσα θα ακολουθήσουν. Ο στόχος μου στην παρουσίαση αυτού του βιβλίου είναι να μελετήσω τα ζητήματα που προκύπτουν από αυτά τα τέσσερα θέματα. Τελειώνω έτσι αυτό το κεφάλαιο με έναν χάρτη των τεσσάρων τμημάτων, όπως εμφανίζονται στη δομή αυτού του βιβλίου.
Η σειρά αυτή ξεκινάει με τη δεύτερη ιστορία, κατά τον τρόπο που εκτέθηκαν παραπάνω.
i. Ρυθμιστικότητα
«Ρυθμιστικότητα» είναι η ικανότητα μιας κυβέρνησης να ρυθμίζει τη συμπεριφορά μέσα σε ενδεδειγμένα όρια. Στα πλαίσια του Διαδικτύου, αυτό σημαίνει τη δυνατότητα της κυβέρνησης να ρυθμίζει τη συμπεριφορά (τουλάχιστον) των πολιτών, ενώ βρίσκονται στο Δίκτυο. Η ιστορία για την πολιτεία του Boral υπήρξε έτσι μια ιστορία για τη ρυθμιστικότητα, ή πιο συγκεκριμένα, για τις αλλαγές στην ρυθμιστικότητα, που φέρνει ο κυβερνοχώρος. Πριν το Διαδίκτυο, θα ήταν σχετικά εύκολο για τον Υπουργό Δικαιοσύνης της πολιτείας του Boral να ελέγξει την ενεργό συμμετοχή σε τυχερά παιχνίδια, μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας ˙ μετά την εμφάνιση του Διαδικτύου, όταν οι κεντρικοί υπολογιστές [servers] μεταφέρθηκαν έξω από το Boral, ο κανονισμός έγινε ακόμα πιο δύσκολος.
Για αυτόν που ρυθμίζει [ρυθμιστή], αυτό είναι μόνο ένα συγκεκριμένο παράδειγμα μιας γενικότερης ιστορίας. Για να ρυθμίζει κάποιος καλά, πρέπει να ξέρει (1) ποιος είναι κάποιος, (2) που είναι, και (3) τι κάνει. Αλλά εξαιτίας του τρόπου, με τον οποίο σχεδιάστηκε αρχικά το Διαδίκτυο (και περισσότερα θα αναφερθούν για αυτό παρακάτω), δεν υπήρχε κανένας απλός τρόπος προκειμένου να μάθει κάποιος (1) ποιος είναι κάποιος, (2) από που είναι, και (3) τι κάνει. Κατά συνέπεια, καθώς (αυτή η εκδοχή από) το Διαδίκτυο πήρε ζωή, η δυνατότητα να ρυθμιστεί αυτό μειώθηκε. Η αρχιτεκτονική δομή αυτού του ψηφιακού χώρου – τουλάχιστον όπως ήταν – κατέστησε τη ζωή σε αυτόν υποκείμενη σε λιγότερη ρύθμιση.
Το αντικείμενο του Πρώτου Μέρους αφορά αυτή τη ρυθμιστικότητα. Μπορούμε να φανταστούμε έναν κυβερνοχώρο υποκείμενο σε περισσότερη ρύθμιση ; Είναι αυτός ο κυβερνοχώρος που πρόκειται να συναντήσουμε στο μέλλον;
ii. Ρύθμιση από τον Κώδικα.
Η ιστορία για την Martha και τον Dank είναι μια ένδειξη στην προσπάθειά μας να απαντήσουμε στην ερώτηση για τη ρυθμιστικότητα. Εάν σε έναν ψηφιακό χώρο MMOG μπορούμε να αλλάξουμε τους νόμους της φύσης – να κάνουμε δυνατό αυτό που πριν ήταν αδύνατο, ή να κάνουμε αδύνατο αυτό που πριν ήταν δυνατό – γιατί να μην μπορούμε να αλλάξουμε το βαθμό ρυθμιστικότητας στον κυβερνοχώρο; Γιατί να μην μπορούμε να φανταστούμε ένα Διαδίκτυο ή έναν κυβερνοχώρο όπου η συμπεριφορά να μπορεί να ελεγχθεί επειδή ο κώδικας επιτρέπει εκείνη τη στιγμή αυτόν τον έλεγχο;
Για αυτό, ιδιαίτερα, υπάρχει ακριβώς ο ψηφιακός χώρος του MMOG. Το MMOG είναι «ρυθμισμένο» αν και η ρύθμιση είναι πρόσθετη. Σε ένα MMOG περιβάλλον η ρύθμιση έρχεται μέσω του κώδικα. Οι σημαντικοί κανόνες επιβάλλονται, όχι μέσω κοινωνικών κυρώσεων, και όχι από το κράτος, αλλά από την ίδια την αρχιτεκτονική του συγκεκριμένου χώρου. Ένας κανόνας προσδιορίζεται, όχι μέσω ενός καταστατικού, αλλά μέσω του κώδικα που κυβερνά αυτό το χώρο.
Αυτό είναι το δεύτερο θέμα αυτού του βιβλίου: Υπάρχει ρύθμιση της συμπεριφοράς στο Διαδίκτυο και στον κυβερνοχώρο, αλλά εκείνος ο κανονισμός επιβάλλεται πρωτίστως μέσω του κώδικα. Οι διαφορές στις ρυθμίσεις που επηρεάζονται μέσω του κώδικα ξεχωρίζουν τα διαφορετικά μέρη του Διαδικτύου και του κυβερνοχώρου. Σε μερικά μέρη, η ζωή είναι αρκετά ελεύθερη ˙ σε άλλα μέρη, είναι πιο ελεγχόμενη. Και η διαφορά μεταξύ αυτών των κόσμων είναι απλά μια διαφορά στην αρχιτεκτονική του ελέγχου – αυτή είναι, δηλαδή, μια διαφορά στον κώδικα.
Εάν συνδυάζουμε τα δυο πρώτα θέματα, κατόπιν, καταλήγουμε σε ένα κεντρικό επιχείρημα του βιβλίου: η ρυθμιστικότητα που περιγράφεται στο πρώτο θέμα εξαρτάται από τον κώδικα που περιγράφεται στο δεύτερο. Μερικές αρχιτεκτονικές του κυβερνοχώρου είναι πιο «ρυθμίσιμες» από ότι άλλες ˙ μερικές αρχιτεκτονικές εγκαθιστούν καλύτερο έλεγχο από άλλες. Επομένως, είτε ένα μέρος του κυβερνοχώρου – είτε το Διαδίκτυο γενικά – μπορεί να ρυθμιστεί, αυτό εξαρτάται από τη φύση του κώδικά του. Η αρχιτεκτονική της θα επηρεάσει στο αν θα μπορέσει η συμπεριφορά να ελεγχθεί. Κατά τα λεγόμενα του Mitch Kapor [72], η αρχιτεκτονική του είναι η τακτική του [73].
Και από αυτό ένας περαιτέρω προβληματισμός ανακύπτει: εάν μερικές αρχιτεκτονικές είναι πιο ρυθμίσιμες από άλλες – εάν ορισμένες δίνουν περισσότερο έλεγχο στις κυβερνήσεις από ότι άλλες – τότε οι κυβερνήσεις θα ευνοήσουν μερικές αρχιτεκτονικές περισσότερο από άλλες. Η εύνοια, στη συνέχεια, μπορεί να μεταφραστεί σε δράση, είτε από τις κυβερνήσεις, είτε για τις κυβερνήσεις. Είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο, οι αρχιτεκτονικές που καθιστούν τον ψηφιακό χώρο υποκείμενο σε λιγότερη ρύθμιση μπορούν οι ίδιες να αλλάξουν για να καταστήσουν τον χώρο αυτό πιο ρυθμίσιμο. (Από το ποιον, και γιατί, είναι ένα ζήτημα με το οποίο θα ασχοληθούμε αργότερα.)
Το γεγονός αυτό για τη ρυθμιστικότητα είναι μια απειλή για εκείνους που ανησυχούν για την κυβερνητική εξουσία ˙ είναι μια πραγματικότητα για εκείνους που εξαρτώνται από την κυβερνητική δύναμη. Μερικά σχέδια ενισχύουν την κυβέρνηση περισσότερο από κάποια άλλα ˙ μερικά σχέδια ενισχύουν την κυβέρνηση διαφορετικά ˙ μερικά σχέδια πρέπει να επιλεγούν πάνω από κάποια άλλα, ανάλογα με τις αξίες που διακυβεύονται.
iii. Λανθάνουσα Αμφιβολία
Το «σκουλήκι» λέει, ωστόσο, μια διαφορετική ιστορία. Αν και είναι μια τεχνολογική εφαρμογή για έρευνα, η λειτουργία του σκουληκιού διαφέρει από την «έρευνα» σε χώρο πραγματικών διαστάσεων. Στον πραγματικό κόσμο, μια έρευνα έχει δαπάνες: τις επιβαρύνσεις της αναζήτησης, τις ανασφάλειες που ενδέχεται να δημιουργήσει, την έκθεση στις εισβολές εκτός νόμιμης έρευνας, που πιθανόν μπορεί να προξενήσει [74]. Το σκουλήκι εξαλείφει αυτές τις δαπάνες: η επιβάρυνση έχει αποφευχθεί, η αναζήτηση είναι (πρακτικά) αόρατη, και η τεχνολογία έρευνας είναι προγραμματισμένη για να βρει μόνο ότι είναι παράνομο. Αυτό εγείρει μια ερώτηση για το πώς μια τέτοια αναζήτηση θα έπρεπε, σύμφωνα με το Σύνταγμα, να γίνει κατανοητή.
Μια αμερόληπτη θεώρηση των αρχών που κατοχυρώνει το Σύνταγμα θα μπορούσε να ακολουθήσει καθεμιά από τις δυο οδούς. Μπορεί να είναι ότι αντιλαμβανόμαστε την εισβολή του σκουληκιού ως ασυμβίβαστη με την αξιοπρέπεια για την περιφρούρηση της οποίας γράφτηκε η τροποποίηση [75], ή μπορεί να είναι ότι βλέπουμε την εισβολή του σκουληκιού τόσο ανεπαίσθητη ώστε να φαίνεται λογική. Η απάντηση θα μπορούσε να είναι είτε η μια είτε η άλλη, που σημαίνει ότι η αλλαγή φανερώνει αυτό που θα αποκαλέσω μια «λανθάνουσα αμφιβολία» στον πρωτότυπο συνταγματικό κανόνα. Στα αρχικά του συμφραζόμενα , ο κανόνας ήταν σαφής (καμία γενικευμένη αναζήτηση), αλλά στο τρέχον πλαίσιο, ο κανόνας εξαρτάται από το ποια αξία προορίστηκε να προασπίσει το σύνταγμα. Η ερώτηση είναι τώρα διφορούμενη μεταξύ (τουλάχιστον) δύο διαφορετικών απαντήσεων. Είτε η απάντηση είναι δυνατή, ανάλογα με την αξία, οπότε τώρα πρέπει να επιλέξουμε το ένα ή το άλλο.
Μπορεί να μην πιστεύετε την ιστορία μου για το λεγόμενο «σκουλήκι». Μπορεί να σκέφτεστε ότι είναι καθαρή επιστημονική φαντασία. Αλλά μέχρι το τέλος του βιβλίου, θα σας πείσω ότι υπάρχει μεγάλος αριθμός περιπτώσεων στις οποίες μια παρόμοια ασάφεια δυσκολεύει το συνταγματικό παρελθόν μας. Σε πολλές από αυτές το Σύνταγμά μας δεν δίνει καμία απάντηση στο θέμα για το πώς πρέπει να εφαρμοστεί, επειδή τουλάχιστον δύο απαντήσεις είναι πιθανές- υπό το φως των επιλογών που οι ιδρυτές (του Συντάγματός μας) έκαναν στην πραγματικότητα και δεδομένης της τεχνολογίας σήμερα.
Για τους Αμερικανούς, αυτή η αμφιβολία δημιουργεί ένα πρόβλημα. Εάν ζούσαμε σε μια εποχή, όπου τα δικαστήρια θα είχαν το δικαίωμα να επιλέξουν την αξία που θα έδινε μια απάντηση με το περισσότερο νόημα [76] δε θα υπήρχε κανένα πρόβλημα. Οι λανθάνουσες αμφιβολίες θα αίρονταν από τις επιλογές των δικαστών – οι ιδρυτές θα μπορούσαν να έχουν διαλέξει τον έναν ή το άλλον τρόπο, αλλά οι δικαστές μας επιλέγουν να πάνε με αυτόν τον τρόπο.
Αλλά δεν ζούμε σε μια τέτοια εποχή, και έτσι δεν υπάρχει ένας τέτοιος τρόπος για να επιλύουν τα δικαστήρια αυτές τις αμφιβολίες. Κατά συνέπεια, πρέπει να στηριζόμαστε σε άλλους θεσμούς. Η θέση μου είναι μια κάπως δυσνόητη: Δεν έχουμε κανένα τέτοιο θεσμό. Εάν οι μέθοδοί μας δεν αλλάξουν, το σύνταγμά μας στον κυβερνοχώρο θα είναι ένα σύστημα που θα εξασθενεί όλο και περισσότερο.
Ο κυβερνοχώρος θα μας απασχολήσει με αμφιβολίες ξανά και ξανά. Θα ωθήσει το ζήτημα για το πόσο καλύτερα μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει. Η πραγματικότητα παρέχει τα μέσα που θα βοηθήσουν στο να επιλυθούν οι ερμηνευτικές ερωτήσεις με το να μας υποδεικνύουν προς μια κατεύθυνση ή προς κάποια άλλη, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα. Εν τέλει, όμως, τα μέσα αυτά πολύ λιγότερο θα μας καθοδηγήσουν από ότι στην πραγματική ζωή και σε πραγματικό χρόνο. Τη στιγμή που το χάσμα μεταξύ της κατευθυντήριας τους και του τι πράττουμε εμείς γίνει προφανές, θα αναγκαστούμε να κάνουμε κάτι, στο οποίο δεν είμαστε πολύ καλοί να κάνουμε – να αποφασίζουμε, δηλαδή, τι θέλουμε, και τι είναι σωστό.
iv. Κυριαρχίες ανταγωνιστικού κύρους [77].
Κανονισμός, όμως, από ποιον; Καθότι, οι κανόνες είναι διαφορετικοί σε ένα μέρος σε αντίθεση με κάποιο άλλο.
Αυτό ήταν ένα σημαντικό ζήτημα, το οποίο πρόβαλε ο Jake Baker. Ο Jake έζησε στο Αν Άρμπορ, στο Μίσιγκαν. Η ζωή του εκεί υπόκειτο στους κανόνες του Αν Άρμπορ, και προσαρμόστηκε προφανώς σε αυτούς τους κανόνες σχετικά καλά. Η αυθεντία εκείνου του τόπου κατεύθυνε τον Jake, και, απ’ όσο γνώριζε ο καθένας , έμοιαζε να τον ελέγχει αποκλειστικά.
Στον κυβερνοχώρο, ωστόσο, η συμπεριφορά του Jake άλλαζε, εν μέρει επειδή οι κανόνες του ψηφιακού περιβάλλοντος ήταν διαφορετικοί. Αυτό δημιούργησε το πρόβλημα. Διότι, όταν, ο Jake «μεταφερόταν» στον κυβερνοχώρο, δεν άφηνε τον πραγματικό κόσμο. Συγκεκριμένα, δεν αποχώρησε ποτέ από το Αν Άρμπορ. Καθισμένος στο δωμάτιο του στις εστίες του πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, ήταν σε θέση να μεταφέρεται τηλεπαθητικά – εκφραστικά μόνο με κανονιστικό νόημα – σε έναν διαφορετικό κόσμο όπου οι κανόνες της ευγένειας και της ευπρέπειας που κυβερνούσαν τον έξω από τον κοιτώνα του κόσμο δεν κυριαρχούσαν. Ο κυβερνοχώρος έδωσε τη δυνατότητα στον Jake να δραπετεύσει από τους κανόνες του Αν Άρμπορ και να ζήσει σύμφωνα με τους κανόνες ενός άλλου περιβάλλοντος. Δημιούργησε ένα ανταγωνιστικό κύρος για τον Jake και του έδωσε τη δυνατότητα να επιλέγει ανάμεσα σε αυτές τις ανταγωνιστικές εξουσίες μόνο με το να ανοίγει ή να κλείνει τον υπολογιστή του.
Ξανά, η θέση μου δεν είναι ότι καμία παρόμοια δυνατότητα δεν υπάρχει στον κόσμο με τις πραγματικές του διαστάσεις – σαφώς και υπάρχει. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχει ένας Jake που μένει στο Hackensack του Νιου Τζέρσεϋ (μια προαστιακή πόλη με μικροαστικές αξίες), ο οποίος βολτάρει κάθε νύχτα στο πιο υποβαθμισμένο Μανχάταν και ζει για μερικές ώρες σύμφωνα με τους «κανόνες» του υποβαθμισμένου Μανχάταν. Εκείνοι οι κανόνες δεν είναι οι κανόνες του Hackensack ۟ εκείνη η ζωή είναι διαφορετική. Όπως ο Jake του Αν Άρμπορ, έτσι και Jake του Hackensack ζει κάτω από αρχές που ανταγωνίζονται η μια την άλλη. Ανάμεσα, όμως, στις ζωές αυτών των δύο Jake, υπάρχει μια διαφορά στην έκταση που καταλήγει μεστά σε μια διαφορά στο είδος: Είναι τουλάχιστον κατανοητό ότι ο Jake του Αν Άρμπορ εγείρει ένα πιο σημαντικό πρόβλημα για το Αν Άρμπορ από ότι ο Jake του Hackensack εγείρει για το Hackensack. Οι διαφορές θα μπορούσαν εύκολα να είναι μεγαλύτερες, και η επίδραση πιο διεισδυτική.
Ούτε θα έπρεπε να σκεφτούμε με μεγάλη προκατάληψη για τις ανταγωνιστικές κανονιστικές κοινότητες στις οποίες ο κάθε Jake μπορεί να βρεθεί. Η «διαφυγή» εδώ μπορεί να είναι καλή ή κακή. Είναι διαφυγή όταν μπορεί ένας ομοφυλοφιλικός έφηβος σε μια μη ανεκτική μικρή πόλη να παραβλέψει τα πρότυπα εκείνης της πόλης με το να μιλάει στο διαδίκτυο σε ένα χώρο, αποκλειστικά για να συνομιλούν ομοφυλόφιλοι, στην ιστοσελίδα America Online [78] ˙ είναι διαφυγή όταν ένας παιδόφιλος δραπετεύει από τους κανόνες της συνηθισμένης κοινωνίας και παρασύρει ένα παιδί σε σεξουαλικές περιπτύξεις μέσω διαδικτύου [79]. Και οι δυο αυτοί τρόποι διαφυγής καθίστανται εφικτοί μέσα από την αρχιτεκτονική του κυβερνοχώρου όπως τον ξέρουμε. Οι τοποθετήσεις μας για κάθε μια, εντούτοις, είναι πολύ διαφορετικές. Αποκαλούμε την πρώτη διαφυγή απελευθερωτική, και τη δεύτερη εγκληματική. Υπάρχουν ορισμένοι που θα χαρακτήριζαν και τις δυο διαφυγές αυτού του τύπου εγκληματικές, και ορισμένοι που θα τις χαρακτήριζαν και τις δυο απελευθερωτικές. Το ερώτημα, όμως, δεν έγκειται στο πως θα ονοματίσουμε αυτές, αλλά στις συνέπειες του να μένει κάποιος σε έναν κόσμο, όπου μπορεί να κατοικεί και στους δυο κόσμους ταυτοχρόνως. Τη στιγμή που 50 άνθρωποι από 25 δικαιοδοσίες σε όλο τον κόσμο ξοδεύουν 2,000 ώρες χτίζοντας μια εικονική κοινότητα στο «Second Life» (Η ζωή που δεν έζησες), που έχει την έδρα του σε διακομιστές [servers] στο San Francisco, τι είδους ισχυρισμό θα μπορούσαν να προβάλλουν οι δικαιοδοσίες του πραγματικού κόσμου για αυτή τη δραστηριότητα; Ποια από τις 25 αυτές δικαιοδοσίες έχει μεγαλύτερη σημασία; Ποια ύπατη αρχή θα έπρεπε να κυβερνά;
Τα τέσσερα αυτά θέματα πλαισιώνουν κάθε τι που θα ακολουθήσει παρακάτω. Χαρτογραφούν επίσης τη γνώση που επιθυμώ να παρέχει αυτό το βιβλίο. Η δυνατότητα ρύθμισης στον κυβερνοχώρο μπορεί να μας βοηθήσει να δούμε κάτι σημαντικό για το πώς λειτουργεί κάθε ρύθμιση. Αυτό είναι το επιμύθιο του πρώτου θέματος, η «ρυθμιστικότητα». Θα εισαγάγει επίσης έναν ρυθμιστή («κώδικα») του οποίου την σημασία δεν αντιλαμβανόμαστε πλήρως. Αυτό είναι το δεύτερο θέμα, «ρύθμιση μέσω του κώδικα.». Αυτή η ρύθμιση θα καταστήσει διφορούμενες συγκεκριμένες αξίες που είναι θεμελιώδεις στην παράδοσή μας. Όθεν, προκύπτει και το τρίτο θέμα, η «λανθάνουσα αμφιβολία». Η αμφιβολία αυτή θα απαιτήσει από εμάς, τις Ηνωμένες Πολιτείες, να κάνουμε μια επιλογή. Η επιλογή αυτή, ωστόσο, είναι μόλις μια μεταξύ πολλών που αρκετοί από τους κατέχοντες την εξουσία θα πρέπει να λάβουν. Στο τέλος το πιο δύσκολο πρόβλημα θα είναι να λάβουμε υπόψη μας αυτές τις «ανταγωνιστικές μορφές εξουσίας», καθώς κάθε μια από αυτές ενεργεί με σκοπό να οριοθετήσει τον χώρο αυτόν με τις ευδιάκριτες αξίες τους.
Αυτά τα τέσσερα θέματα διερευνώ απέναντι σε ένα ιστορικό που έχει αλλάξει σημαντικά από την πρώτη έκδοση αυτού του βιβλίου. Την πρώτη φορά που έγραφα αυτό το βιβλίο, δύο ιδέες έμοιαζαν να κυριαρχούν στο δημόσιο διάλογο για το δίκτυο: κατ’ αρχάς, το ότι η κυβέρνηση δε θα μπορούσε ποτέ να ρυθμίσει το Δίκτυο, και δεύτερον, ότι αυτό ήταν ένα καλό πράγμα. Σήμερα, η στάση που διατηρεί ο καθένας είναι διαφορετική. Υπάρχει ακόμα η κοινοτοπία ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να ρυθμίσει, αλλά σε έναν κόσμο που πνίγεται στο spam- ανεπιθύμητη αποστολή ηλεκτρονικών μηνυμάτων, τους ιούς υπολογιστών, τις υποκλοπές ταυτότητας, την «πειρατεία» πνευματικών δικαιωμάτων, και τη σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών, η απόφαση ενάντια στη ρύθμιση έχει αποδυναμώσει. Όλοι αγαπάμε το δίκτυο. Εάν κάποια κυβέρνηση, όμως, θα μπορούσε πραγματικά ανταποκριθεί στην υπόσχεση να εξαλείψει όλα τα αρνητικά αυτού του ψηφιακού κόσμου, οι περισσότεροι από εμάς θα προσυπογράφαμε πρόθυμα.
Παρά ταύτα, ενώ οι αντιλήψεις για το Δίκτυο έχουν προχωρήσει, οι δικές μου προσωπικές απόψεις δεν έχουν. Ακόμα πιστεύω ότι το Δίκτυο μπορεί να υπαχθεί σε ρύθμιση. Πιστεύω ακόμα ότι η καταφανείς συνέπειες εξαιτίας προφανών επιδράσεων, θα είναι να αυξηθεί ριζικά η δυνατότητα των κυβερνήσεων να ρυθμίζουν αυτό το Δίκτυο. Επίσης ακόμα πιστεύω ότι, σε γενικές γραμμές, αυτό δεν είναι ένα κακό πράγμα. Δεν είμαι ενάντια στη ρύθμιση, που γίνεται με κατάλληλο τρόπο. Πιστεύω ότι η ρύθμιση είναι ουσιαστικής σημασίας προκειμένου να προστατευθούν και να υπερασπισθούν ορισμένες θεμελιώδεις ελευθερίες. Αλλά επίσης ακόμα πιστεύω ότι βρισκόμαστε μακριά από μια εποχή, όπου θα μπορούσε η δική μας κυβέρνησή, συγκεκριμένα, να καθορίσει την κατάλληλη ρύθμιση σε αυτό το περιβάλλον. Αυτό συμβαίνει εξαιτίας ενός εξίσου γενικευμένου σκεπτικισμού για την κυβέρνηση- που στηρίζεται σε μια αποστροφή για τη συγκεκριμένη μορφή διαφθοράς που χαρακτηρίζει το πώς λειτουργεί η κυβέρνησή μας – και ενός ιδιαίτερου σκεπτικισμού για την κυβέρνηση- που ακόμα δεν έχει παραδεχτεί πλήρως πώς λειτουργεί η ρύθμιση στην ψηφιακή εποχή.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό ιδιαίτερα το μωσαϊκό απόψεων θα συνεχίσει να προβληματίζει αρκετούς . Πώς γίνεται να πιστεύει κανείς στη δυνατότητα να υπάρξει ρύθμιση και όμως να είναι τόσο δύσπιστος απέναντι στην κυβέρνηση; Δεν χρειάζεται πολλή φαντασία για να καταλάβει κανείς πώς αυτές οι προφανώς συγκρουόμενες απόψεις μπορούν να συνδυαστούν από κοινού. Θεωρώ ότι όλοι πιστεύουμε στις δυνατότητες της ιατρικής. Φανταστείτε, όμως, τη θέση σας εάν είχατε έρθει αντιμέτωπος με έναν «γιατρό» που κουβαλούσε ένα φιαλίδιο με βδέλλες. Υπάρχουν πολλά που θα μπορούσαμε να κάνουμε σε αυτή την περίπτωση, ή τουλάχιστον, αυτή είναι η άποψή μου. Υπάρχει, ωστόσο, ένας πολύ καλός λόγος να μην θέλουμε να κάνουμε τίποτα με αυτόν τον συγκεκριμένο γιατρό.
Γ. ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Κατά το εγχείρημα της απόδοσης στην ελληνική από την αγγλική γλώσσα, των κεφαλαίων , που προηγήθηκαν, από το βιβλίο του Lawrence Lessig με τίτλο «Code: Version 2.0», επιχειρήθηκε η όσο το δυνατόν πιο πιστή μετάφραση του κειμένου χωρίς, ωστόσο, να γίνεται αυτή κατά γράμμα, αλλά στα πλαίσια μιας ελεύθερης απόδοσης, προκειμένου να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο κατανοητό και σαφές το κείμενο.
Κατά την απόδοση αυτή στην ελληνική ακολουθήθηκε πιστά η δομή του πρωτότυπου κειμένου, στην παρουσίαση των επιμέρους θεμάτων, ενώ αποδόθηκαν επίσης όλες οι υποσημειώσεις του συγγραφέα με την προσθήκη ορισμένων επιπλέον υποσημειώσεων από την γράφουσα, όπου αυτό κρίθηκε απαραίτητο για να είναι πιο ολοκληρωμένο το νόημα του κειμένου [80].
Επίσης η απόδοση σε όλη την έκταση των δυο κεφαλαίων έγινε στο πρώτο ενικό πρόσωπο, κατά πώς όριζε το πρωτότυπο κείμενο, όπου ο συγγραφέας εξέφραζε κάποια προσωπική θέση του. Η αμεσότητα αυτή διατηρήθηκε σε όλη την έκταση της μετάφρασης και αυτό έγινε με σκοπό αφενός να διατηρηθεί το ύφος και η διάθεση του συγγραφέα, όπως έχει στο αρχικό κείμενο, και αφετέρου να γίνει η προσπάθεια ενδεχομένως για αναπαραγωγή αυτών και στο μεταφρασμένο κείμενο.
Κατά την προσπάθεια αυτή πολλές φορές ήταν χρήσιμη η αναφορά στο διαδίκτυο προς αναζήτηση και εύρεση πληροφοριών σχετικά με πολύ σύγχρονες τεχνικές και ηλεκτρονικές ορολογίες που χρησιμοποιούνται στο βιβλίο καθώς επίσης και η χρησιμοποίηση λεξικών τεχνικών όρων και εξειδικευμένης ορολογίας που χρησιμοποιείται στις σύγχρονες αυτές τεχνολογίες.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες και με αυτά τα μέσα επιχειρήθηκε η απόδοση στην ελληνική γλώσσα όρων πρωτοείσακτων στην ελληνική νομική τεχνολογική ορολογία και πρακτική και γι’ αυτό σε ορισμένες περιπτώσεις επιλέχθηκε είτε η απόδοση της λέξης στα ελληνικά με παράλληλη παράθεσή της και στην αγγλική γλώσσα, είτε ακολουθήθηκε η περιγραφική επεξήγηση μιας λέξης ή και μιας ολόκληρης φράσης.
Στην τελευταία αυτή περίπτωση μάλιστα, δόθηκε, όπου κρίθηκε σκόπιμο, με τη μορφή υποσημείωσης και η αντίστοιχη αγγλική φράση ή πρόταση, προκειμένου να γίνει μια διαλεκτική σύγκριση μεταξύ αυτών και να γίνει πλήρως κατανοητό το κείμενο, όπως δίνεται μέσα από την αγγλική πρωτότυπη διατύπωσή του, ενώ σε ελάχιστες περιπτώσεις προτιμήθηκε η χρησιμοποίηση του αγγλικού όρου ως κυρίαρχου για την απόδοση του νοήματος, εφόσον κρίθηκε ότι η απόδοση στην ελληνική δεν ήταν αρκετά μεστή και ώριμη για να γίνει προκειμένου να παρέχει με ασφάλεια κάποια εύληπτη και πλήρη σε νόημα έννοια.
Όσον αφορά επίσης την απόδοση στην ελληνική γλώσσα από το πρωτότυπο κείμενο, αυτή έγινε πάνω στα ιστορικά και πραγματικά στοιχεία τα οποία δίνει ο συγγραφέας στο κείμενό του, δηλαδή, ως Σύνταγμα θεωρήθηκε κατά την απόδοση το Αμερικανικό Σύνταγμα και όπου γινόταν αναφορά στην κυβέρνηση ή τις συνταγματικές προβλέψεις και τις συνταγματικές τροποποιήσεις, ως τέτοιες θεωρήθηκαν αυτονόητα αυτές που αφορούσαν την αμερικανική πρακτική, εφόσον για αυτές γράφει ο Αμερικάνος καθηγητής και συγγραφέας Lawrence Lessig στο βιβλίο του.
Τέλος, οι θέσεις και απόψεις του συγγραφέα σχετικά με τη κυβέρνηση της χώρας του και την κυβερνητική κατάσταση εν γένει, τις πολιτικές του διαδικτύου που ακολουθούνται, αλλά και τα διεθνή ιστορικά δεδομένα τα οποία παραθέτει στην αρχή του βιβλίου του (που αποτελεί και αρχή της εν λόγω μετάφρασης) διατηρήθηκαν αυτούσιες και έγινε προσπάθεια να αποδοθούν με τη διάθεση και το ύφος με τα οποία παρουσιάζονται αυτές και στο πρωτότυπο κείμενο.
Με βάση τα παραπάνω, θεωρήθηκε ότι περατώθηκε η μετάφραση του πρωτότυπου αγγλικού κειμένου στα πλαίσια της πιστής, αλλά και ταυτόχρονα διαλλακτικής προσέγγισης του αρχικού κειμένου σε συνθήκες διακριτικής ευχέρειας για την καλύτερη και πιο ολοκληρωμένη παρουσίαση του νοήματος. Προσδοκάται δε, το παρόν αποτέλεσμα να παρέχει στον αναγνώστη μια μεστή και τεκμηριωμένη απόδοση του αρχικού κειμένου στην ελληνική γλώσσα με όρους σαφήνειας και αρτιότητας και να συντελεί στην ουσία της μετάφρασης, που είναι η κατανόηση των θέσεων και των ισχυρισμών του συγγραφέα και των όσων εκθέτει στο κείμενο, ως εάν αυτός ο ίδιος ο συγγραφέας να ήθελε να χρησιμοποιήσει ίσως αυτές τις ίδιες λέξεις από την ελληνική γλώσσα, για να διατυπώσει ξανά τα όσα διατύπωσε στην αγγλική, τη γλώσσα, δηλαδή, του πρωτότυπου κειμένου.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ
1. Για τις πληροφορίες σχετικά με τον Lawrence Lessig, βλ. στο βιογραφικό σημείωμα, όπως παρατίθεται στην προσωπική του ιστοσελίδα, http://www.lessig.org.
2. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το βιβλίο αυτό, βλ. τον ιστότοπο για αυτό το βιβλίο, http://codev2.cc , απ’ όπου μπορεί να γίνει και το «κατέβασμα» του βιβλίου σε ηλεκτρονική μορφή, σε pdf τύπο.
3. Βλ. http://www.wiki.com, « Wikis end the waste of ricocheting emails and communication breakdowns — wikis literally get everyone “on the same page”. »
4. Σύμφωνα με το πρωτότυπο κείμενο : «The Center’s mission, however, was not to advise.»
5. Βλ. Katie Hafner και Matthew Lyon, «Where Wizards Stay Up Late» ,New York: Simon and Schuster, 1996, σ. 10: «Taylor had been the young director of the office within the Defense Department’s Advanced Research Projects Agency overseeing computer research . . . Taylor knew the ARPANET and its progeny, the Internet, had nothing to do with supporting or surviving war . . .».
6. Paulina Borsook, «How Anarchy Works», Wired 110 (October 1995): 3.10, όπως παρατίθενται τα λόγια τουDavid Clark.
7. Οι Grateful Dead ήταν μια αμερικανική μουσική μπάντα, που σχηματίστηκε το 1965 στην περιοχή του Σαν Φρανσίσκο. Η μπάντα ήταν γνωστή για το μοναδικό και εκλεκτικό ύφος της, το οποίο συνδύαζε στοιχεία μουσικής rock, παραδοσιακής, bluegrass, blues, reggae, country, τζαζ, psychedelia, space rock και gospel-και για τις ζωντανές παραστάσεις με χαρακτηριστικό τους μεγάλους σε διάρκεια μουσικούς αυτοσχεδιασμούς. «Η μουσική τους,» γράφει ο Lenny Kaye, «αγγίζει έδαφος που οι περισσότερες άλλες μπάντες δεν ξέρουν ότι υπάρχει καν.»
8. Το Electronic Frontier Foundation [Ίδρυμα Ηλεκτρονικών Συνόρων] (EFF) είναι ένας διεθνής μη κερδοσκοπικός φορέας υπεράσπισης και μια νομική οργάνωση που εδρεύει στις Ηνωμένες Πολιτείες με σκοπό την αφοσίωσή του στη διατήρηση του δικαιώματος για την ελευθερία της ομιλίας, όπως προστατεύεται αυτή από την Πρώτη Τροποποίηση στο Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών, στα πλαίσια της σημερινής ψηφιακής εποχής (βλ. επίσης σχετικά με τα ψηφιακά δικαιώματα). Ο κύριος στόχος του είναι να διαπαιδαγωγήσει τον Τύπο, τους σχεδιαστές πολιτικής και το ευρύ κοινό για τα ζητήματα αστικών ελευθεριών που σχετίζονται με την τεχνολογία και για να ενεργήσει ως υπερασπιστής αυτών των ελευθεριών. Η EFF υποστηρίζεται από δωρεές και εδρεύει στο Σαν Φρανσίσκο, στη Καλιφόρνια, με τα μέλη του προσωπικού να βρίσκονται στην Ουάσιγκτον, D.C. Είναι επίσης αναγνωρισμένοι παρατηρητές στην Οργάνωση Παγκόσμιας Πνευματικής Ιδιοκτησίας (World Intellectual Property Organization ). Η EFF δραστηριοποιείται με διάφορους τρόπους ۟ παρέχει ή χρηματοδοτεί τη νομική υπεράσπιση εντός δικαστηρίου, υπερασπίζει τα άτομα και τις νέες τεχνολογίες από το φαινόμενο, που καλείται «chilling effect» (: όρος που χρησιμοποιείται στη νομική επιστήμη και στην επιστήμη των επικοινωνιών για να περιγράψει μια κατάσταση, όπου παρεμποδίζεται η ελευθερία του λόγου ή η ανθρώπινη συμπεριφορά, από φόβο για την επιβολή τιμωρίας εις βάρος κάποιου μεμονωμένου πολίτη ή μιας ομάδας ανθρώπων) ,αλλά και από τις νομικές απειλές που θεωρεί αβάσιμες ή απευθυνόμενες προς λάθος κατεύθυνση ۟ παρέχει καθοδήγηση στην κυβέρνηση και τα δικαστήρια, οργανώνει πολιτική δράση και αποστολή μαζικών ηλεκτρονικών μηνυμάτων, υποστηρίζει μερικές νέες τεχνολογίες που θεωρεί ότι διασφαλίζουν τις προσωπικές ελευθερίες, διατηρεί επίσης μια βάση δεδομένων και ιστοχώρους των σχετικών ειδήσεων και πληροφοριών και αμφισβητεί τη μελλοντική νομοθεσία που θεωρεί ότι θα μπορούσε να καταπατήσει τις προσωπικές ελευθερίες και τη δικαιόχρηση, και ζητά επίμονα έναν κατάλογο από όσες θεωρεί καταχρήσεις διπλωμάτων με την πρόθεση να νικηθούν εκείνοι τους οποίους θεωρεί χωρίς νομική σπουδαιότητα. Βλ. http://en.wikipedia.org.
9. Η «Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας του Κυβερνοχώρου» – “A Declaration of the Independence of Cyberspace”, υπήρξε ένα σημαντικό κείμενο σχετικά με την καταλληλότητα ( ή την απουσία περί τούτου) της κυβέρνησης όσον αφορά το ταχύτατα- αναπτυσσόμενο διαδίκτυο. Γράφτηκε από τον John Perry Barlow ιδρυτή της Electronic Frontier Foundation, αποτελούνταν από δεκαέξι σύντομες παραγράφους, δημοσιεύτηκε στο διαδίκτυο στις 8 Φεβρουαρίου του 1996 από την Davos, Switzerland, και γράφτηκε κυρίως ως απάντηση προς την ψήφιση σε νόμο του Νόμου περί Τηλεπικοινωνιών του 1996, στις Ηνωμένες Πολιτείες, βλ.http://en.wikipedia.org/wiki/A_Declaration_of_the_Independence of_Cyberspace.
10. Σε αγγλική απόδοση, όπως αυτή δίνεται στην πρώτη παράγραφο της Διακήρυξης : «Governments of the Industrial World, you weary giants of flesh and steel, I come from Cyberspace, the new home of Mind. On behalf of the future, I ask you of the past to leave us alone. You are not welcome among us. You have no sovereignty where we gather. », βλ. http://homes.eff.org .
11. Βλ. http://en.wikipedia.org, όπου, «Gotcha», είναι η χαλαρή προφορά της φράσης « το κατέχω» , που αναφέρεται συνήθως στην αναπάντεχη σύλληψη μιας εφεύρεσης. Μπορεί επίσης να αναφέρεται, όσον αφορά τον προγραμματισμό σε μια απροσδόκητη ή άνευ διαίσθησης, αλλά τεκμηριωμένη, συμπεριφορά σε ένα υπολογιστικό σύστημα /συγκρότημα ηλεκτρονικών υπολογιστών.
12. James Boyle, κατά την ομιλία του στο Ερευνητικό Συνέδριο Πολιτικής Τηλεπικοινωνιών – Telecommunications Policy Research Conference (TPRC), Washington, D.C., 28 Σεπτεμβρίου, 1997. Ο David Shenk τον φιλελευθερισμό που εμπνέει ο κυβερνοχώρος (όπως επίσης και άλλα πιο ουσιώδη προβλήματα της εποχής) σε ένα εξαιρετικό βιβλίο για τον πολιτισμό που εξερευνά τους τρόπους και καλύπτει εξίσου το κομμάτι της τεχνολογίας και του φιλελευθερισμού. Βλ. «Data Smog: Surviving the Information Glut», (San Francisco: Harper Edge, 1997), ιδίως τις σ.σ. 174–77. Το βιβλίο επίσης περιγράφει τον τεχνορεαλισμό – technorealism , ένα κίνημα που ανταποκρίνεται με θέρμη, και προάγει μια πιο ισορροπημένη εικόνα της σχέσης μεταξύ τεχνολογίας και ελευθερίας.
13. Κατά το πρωτότυπο, σ. 3: «Its etymology reaches beyond a novel […]».
14. Το «Neuromancer» είναι ένα μυθιστόρημα του 1984 του William Gibson, αξιομνημόνευτο ως το πιο διάσημο από τα πρώτα μυθιστορήματα για το cyberpunk […]. Ο Gibson ερευνά στο βιβλίο του την τεχνητή νοημοσύνη, την εικονική πραγματικότητα, τη γενετική εφαρμοσμένη μηχανική, και τις πολυεθνικές εταιρίες που εξουδετερώνουν το παραδοσιακό έθνος-κράτος πολύ πριν αυτές οι ιδέες να γίνουν ευρέως γνωστές και λαοφιλείς. Βλ. http://en.wikipedia.org.
15. Βλ. Kevin Kelley, «Out of Control: The New Biology of Machines, Social Systems, and the Economic World» (Reading, Mass.: Addison-Wesley, 1994), σ. 119. Ο όρος «κυβερνητική» “cybernetics”επινοήθηκε από τον πολύ σημαντικό στον τομέα αυτό Norbert Wiener. Βλ. «Cybernetics: Or Control and Communication in the Animal and the Machine» (Cambridge, Mass.: MIT Press, 1965). Βλ. επίσης Flo Conway and Jim Siegelman, «Dark Hero of the Information Age: In Search of Norbert Wiener, The Father of Cybernetics», (New York: Basic Books, 2004).
16. Βλ. Siva Vaidhyanathan, «Remote Control: The Rise of Electronic Cultural Policy», Annals of the American Academy of Political and Social Science 597, 1 (January 1, 2005), σ. 122.
17. Βλ. William J. Mitchell, « City of Bits: Space, Place, and the Infobahn» (Cambridge, Mass: MIT Press, 1995), σ. 111. Σε μεγάλο μέρος του βιβλίου επεξεργάζομαι την ιδέα του Mitchell,παρά το γεγονός ότι κατέληξα σε αυτή τη μεταφορά και με από τα αναγνώσματα άλλων θεωρητικών. Ο Ethan Katsh συζητά την έννοια των κόσμων software , στο «Software Worlds and the First Amendment: Virtual Doorkeepers in Cyberspace», University of Chicago Legal Forum (1996): 335, 338. Η καλύτερη σύγχρονη προσπάθεια είναι του R. Polk Wagner, «On Software Regulation», Southern California Law Review 78 (2005), σ.σ.457, 470–71.
18. Ο Joel Reidenberg μελετά τη σχετική έννοια της “lex informatica” στο «Lex Informatica: The Formulation of Information Policy Rules Through Technology», Texas Law Review 76 (1998),σ.553.
19. Oliver Wendell Holmes, Jr., «The Path of the Law», Harvard Law Review 10 (1897), σ.457.
20. Ενν. προφανώς , « ο καθένας που θα επιχειρούσε αυτή τη ρύθμιση […]».
21. Στο πρωτότυπο, γίνεται λόγος, για θεωρία «bot man», υποθέτουμε ως λάθος εκ παραδρομής αντί της ορθής λέξης, «bad man», όπως και αντικαθίσταται στη μετάφραση.
22. Mark Stefik, «Epilogue: Choices and Dreams in Internet Dreams: Archetypes, Myths, and Metaphors», επιμέλεια Mark Stefik (Cambridge, Mass.: MIT Press, 1996), σ. 390.
23. Mark Stefik, «The Internet Edge: Social, Technical, and Legal Challenges for a Networked World», (Cambridge: MIT Press, 1999), σ.14.
24. Στο αγγλικό κείμενο : «call[s] into life a being the development of which [cannot be] foreseen.»
25. Υπόθεση Missouri v. Holland, 252 US 416, 433 (1920).
26. Η δημόσια αυτή συζήτηση δεν αποτελεί πρωτεία στην αμερικανική πρακτική. Βλ. «Does Technology Drive History?: The Dilemma of Technological Determinism» , Merritt Roe Smith και Leo Marx (Cambridge: MIT Press, 1994), σ.σ. 1–35 (“If carried to extremes, Jefferson worried, the civilizing process of large-scale technology and industrialization might easily be corrupted and bring down the moral and political economy he and his contemporaries had worked so hard to erect”).
27. Ο Richard Stallman, για παράδειγμα, οργάνωσε την αντοχή στο επείγον περιστατικό για κωδικούς ασφαλείας στο MIT. Οι κωδικοί ασφαλείας- passwords- αποτελούν μια αρχιτεκτονική που διευκολύνει τον έλεγχο με το να αποκλείει τους χρήστες που δεν είναι «επίσημα εγκεκριμένοι», βλ. Steven Levy, «Hackers» (Garden City, N.Y.: Anchor Press/Doubleday, 1984), σ.σ. 422–23.
28. Βλ. http://en.wikipedia.org, σύμφωνα με το οποίο, η εταιρεία Amazon.com, Α.Ε. (NASDAQ: AMZN) είναι μια πολυεθνική επιχείρηση, με αμερικανική βάση, ηλεκτρονικού εμπορίου. Με κεντρικά γραφεία στο Σιάτλ, και την Ουάσιγκτον, είναι ο μεγαλύτερος σε απευθείας σύνδεση λιανικός πωλητής της Αμερικής, με σχεδόν τρεις φορές μεγαλύτερο εισόδημα από τις πωλήσεις στο Διαδίκτυο, από αυτές του δεύτερου σε επιτυχία ανταγωνιστή της. Ξεκίνησε ως online βιβλιοπωλείο αλλά σύντομα άρχισε να εμπορεύεται προϊόντα VHS, DVD, CD μουσικής και MP3s, λογισμικό υπολογιστών, τηλεοπτικών παιχνιδιών, ηλεκτρονικών, προϊόντα ενδυμασίας, επίπλων, τροφίμων, παιχνιδιών, κ.λπ.
29. www.fandango.com.
30. Κατά το πρωτότυπο, σ.9, : «Those who see the Internet simply as a kind of Yellow- Pages-on steroids […]».
31. Η κατά άλλη μετάφραση από τον πρωτότυπο αγγλικό όρο, ως « Η Ζωή που δεν έζησες».
32. Second Life—“What is Second Life?”, διαθέσιμο στο link #3. Το προεξέχον παιχνίδι του Διαδικτύου αυτή τη στιγμή, το World of Warcraft, έχει πέντε εκατομμύρια χρήστες από μόνο του. Βλ. link #4.
33. Υποθετική ιστορία κατά τον συγγραφέα, όπως γράφει και ο ίδιος στο πρωτότυπο, σε αγγλική γλώσσα, « It is also hypothetical. I have constructed this story in light of what could be, and in places is. I’m a law professor; I make up hypotheticals for a living.»
34. Κατά το πρωτότυπο, σ. 10: «They were beautiful flowers, and their scent entranced. ».
35. Κατά το πρωτότυπο, σ.10,: «At first I had teleported to get near[…]».
36. Ένα μαζικό διαδικτυακό παιχνίδι ρόλων για πολλαπλούς χρήστες (επίσης αποκαλούμενο MMOG ή απλά MMO) είναι ένα video game που είναι σε θέση να παίζεται από εκατοντάδες ή χιλιάδες παίκτες ταυτόχρονα. Από την ανάγκη, παίζονται στο διαδίκτυο, και χαρακτηρίζουν τουλάχιστον έναν βασικό κόσμο. Δεν είναι, εντούτοις, απαραίτητα παιχνίδια που παίζονται σε προσωπικούς υπολογιστές. Οι περισσότερες από τις νεότερες κονσόλες παιχνιδιών, συμπεριλαμβανομένου του PSP, του PlayStation 3, του Xbox 360, της Nintendo DS και του Wii μπορούν να έχουν πρόσβαση στο Διαδίκτυο και μπορούν επομένως να «τρέξουν» τα παιχνίδια MMO. Επιπλέον, οι κινητές συσκευές και τα smartphones που είναι βασισμένα σε τέτοια λειτουργικά συστήματα όπως τα Windows Mobile and Google’s Android, καθώς επίσης και το Apple iPhone παρουσιάζουν αύξηση στο ποσό παιχνιδιών MMO που είναι διαθέσιμα. Το MMOGs μπορούν να επιτρέψουν στους φορείς να συνεργαστούν και να ανταγωνιστούν το ένα με το άλλο σε μια μεγάλη κλίμακα, και μερικές φορές να αλληλεπιδράσουν σημαντικά με τους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Περιλαμβάνουν ποικίλους τρόπους διεξαγωγής του παιχνιδιού, που αντιπροσωπεύουν πολλές κατηγορίες video game.
37. Κατά το πρωτότυπο, σ.12, : «In 1990s terms, people “jack” into these virtual spaces […]».
38. Edward Castronova, «Synthetic Worlds: The Business and Culture of Online Games», (Chicago: University of Chicago Press, 2005), σ. 55.
39. Ό.π., σημ. 35.
40. John Crowley and Viktor Mayer – Schoenberger, «Napster’s Second Life?—The Regulatory Challenges of Virtual Worlds», (Kennedy School of Government, Working Paper No. RWP05–052, 2005), σ. 8.
41. Κατά το πρωτότυπο, σ.12, : «Some, for example, homestead.».
42. Ο όρος “MUD” έχει πολλές ερμηνείες, αρχικά ως Multi-User Dungeon, ή ως Multi-User Domain. Το MOO είναι ένα “MUD, «αντικειμενικά κατευθυνόμενο». Βλ. Την ανάλυση της Sherry Turkle’s για τη ζωή σε ένα περιβάλλον MUD ή MOO, «Life on the Screen: Identity in the Age of the Internet» (New York: Simon and Schuster, 1995) ,που παραμένει κλασσικό. Βλ. επίσης Elizabeth Reid, «Hierarchy and Power: Social Control in Cyberspace, in Communities in Cyberspace», edited by Marc A. Smith and Peter Kollock (New York: Routledge, 1999), σ. 107, « The father—or god—of a MUD named Lambda MOO is Pavel Curtis.» Βλ. «Mudding: Social Phenomena in Text-Based Virtual Realities», Stefik «Internet Dream», σ.σ. 265–92. Βλ. επίσης Lauren P. Burka, « The MUD line», και Lauren P. Burka, «The MUDdex».
43. Κατά το πρωτότυπο, σ. 13,: «You build things here, and they survive your leaving.»
44. Αριθμός που δίνεται, κατά την χρονολογία που εκδόθηκε το παρόν βιβλίο, δηλαδή το 2007. Ωστόσο, σύμφωνα με άλλο δημοσίευμα, του Κώστα Ιορδάνου, «Second Life (Η ζωή που δεν έζησες) Σε μια χώρα όπου μπορείς να ζήσεις όπως ακριβώς θέλεις…», που δημοσιεύτηκε στις 4/10/2007, http://www.elculture.gr, : «Το Second Life είναι ένα project που ξεκίνησε το Μάρτιο του 2002 από την Linden Lab. Είναι ένα δωρεάν πρόγραμμα για τον υπολογιστή που επιτρέπει στους χρήστες του να επικοινωνούν μεταξύ τους με εικονικούς εαυτούς (avatar) μέσα σε ένα πλήρως αλληλεπιδραστικό περιβάλλον. Με την εγγραφή σου και την εγκατάσταση του προγράμματος (δωρεάν κατέβασμα γύρω στα 30 MB) μπορείς να συμμετέχεις στο παιχνίδι με ένα απλό avatar, ενώ με μια μηνιαία συνδρομή 10 περίπου δολαρίων θεωρείσαι μόνιμος κάτοικος μιας εικονικής χώρας και λαμβάνεις ένα εβδομαδιαίο χαρτζιλίκι 400 linden (τοπικό νόμισμα). Μέσα σε λίγα λεπτά και μέσα από εκατοντάδες παραμετροποιήσεις που μπορείς να κάνεις στον εικονικό σου εαυτό, από χρώμα δέρματος, μέχρι πυκνότητα μαλλιών, μπορείς να “γίνεις” όπως ακριβώς θέλεις. […]Ο εποικισμός σε αυτή τη χώρα ξεκίνησε το Μάρτιο του 2002 με τέσσερις μόλις εποίκους, ενώ ο μαζικός εποικισμός ξεκινάει τον Ιανουάριο του 2006 με περίπου 100.000. Σήμερα, ο πληθυσμός ξεπερνάει τα 7 εκατομμύρια ανθρώπους.».
45. Βλ. Κατά την εκτεταμένη σημείωση του συγγραφέα Lawrence Lessig, όπως έχει στο πρωτότυπο: « This is not a rare feature of these spaces. It is indeed quite common, at least within role playing games. Julian Dibbell described tome a “parable” he recognized within Ultima Online: As he calls it, the “case of the stolen Bone Crusher.” “I got two offers for a Bone Crusher, which is a powerful sort of mace for bopping monsters over the head. I started dealing with both of them. At a certain point I notes to chapter 348 two was informed by one of them that the Bone Crusher had been stolen. So I said, ‘I’ll go buy it from the other guy. But, by the way, who was it that stole the Bone Crusher, do you know?’ He said the name of the other guy. I was faced with this dilemma of was I going to serve as a fence for this other guy knowingly. And so, I turned to my mentor in this business, the guy who had been doing this for years and makes six figures a year on it, and, you know, I thought of him as an honest guy. So I sort of thought and maybe even hoped that he would just say just walk away. We don’t do these kinds of deals in our business. We don’t need that, you know, blah, blah, blah. But he said, ‘Well, you know, thieving is built into the game. It is a skill that you can do. So fair is fair.’ It is in the code that you can go into somebody’s house and practice your thieving skills and steal something from them. And so, I went ahead and did the deal but there was this lingering sense of, ‘Wow, in a way that is completely arbitrary that this ability is in the code here whereas, you know, if it wasn’t built into the code it would be another story; they would have stolen it in another way.’ . . .” “But in Ultima Online, it is very explicitly understood that the code allows you to steal and the rules allow you to steal. For me what was interesting was that there remains this gray area. It made it an interesting game, that you were allowed to do something that was actually morally shady and you might have to decide for yourself. I’m not sure that now, going back to the deal, I would have taken the fenced item. I’ve been stolen from in the game, according to the rules, and it feels like shit.” Audio Tape: Interview with Julian Dibbell (1/6/06) (on file with author). ( Η υπογράμμιση δική μου).
46. Και μόνο όσον αφορά την κλοπή. Σε περίπτωση που κάποιος μετέφερε την ιδιοκτησία για κάποιο άλλο σκοπό – για παράδειγμα με σκοπό να πουλήσει την ιδιοκτησία αυτή – τότε το χαρακτηριστικό αυτής της ιδιοκτησιακής σχέσης δεν θα άλλαζε.
47. Στη μικροοικονομική, η «Pareto superior move», που σε ελεύθερη απόδοση μεταφράζεται ως «Η κίνηση υπεροχής του Pareto», αναφέρεται στις αξιολογήσεις για την κατανομή των κοινωνικών πόρων των Pareto και Kaldor-Hicks. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την «κίνηση υπεροχής» που προτείνει ο Pareto, η μεταπήδηση από το ένα σημείο διανομής στο άλλο λέγεται ότι είναι ανώτερη, όταν τουλάχιστον ένα μέρος βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση και κανένας άλλος δεν βρίσκεται σε χειρότερη κατάσταση. Αυτό περιλαμβάνει κινήσεις που ωφελούν όλα τα μέρη και η βασική έγνοια είναι κανείς να μη βρίσκεται σε χειρότερη κατάσταση μετά από αυτή τη κίνηση και σε σύγκριση με την ευημερία που υπήρχε πριν από την κίνηση αυτή. Βλ. σχετικά με τους όρους που εισήγαγε ο Pareto, το πρωτότυπο, http://www.calbaptist.edu/dskubik/pareto.htm .
48. Πρβλ. Susan Brenner, «The Privacy Privilege: Law Enforcement, Technology and the Constitution», Journal of Technology Law and Policy 7 (2002), σ.123, 160. Κατά το πρωτότυπο : «Pool tables in cyberspace do not require legs in this place where gravity does not exist»,με επίκληση στον Neal Stephenson, Snow Crash (New York: Bantam, 1992), 50 (in the Metaverse, tables only have tops, not legs).
49. Κατά το πρωτότυπο, σ.15: «What does it mean to live in a world where problems can be coded away? »
50. Βλ.στο πρωτότυπο σε αγγλική γλώσσα,σ.15 “ […]And as more of our life becomes wired (and weird), in the sense that more of our life moves online, these questions will become more pressing.”
51. Κατά το πρωτότυπο, σ.16, : « Or at least, in a sense that will become clearer as the story continues, with the architecture of the Net as it originally was, life on the Net is less regulable than life off the Net.»
52. Το όνομα του Jake Baker’s ήταν Abraham Jacob Alkhabaz, αλλά άλλαξε το όνομά του μετά το διαζύγιο των γονιών του. Βλ. Peter H. Lewis, «Writer Arrested After Sending Violent Fiction Over Internet», New York Times, February 11, 1995, σ. 10.
53. NNTP (Network News Transfer Protocol) είναι το πρωτόκολλο που χρησιμοποιείται από τα νέα Usenet servers και τους πελάτες τους (αναγνώστες). Usenet είναι ένα τεράστιο μήνυμα από κοινού συστήματος που χρησιμοποιείται στο Διαδίκτυο. Αποτελείται από ομάδες συζητήσεων Usenet, όπως comp. sys. ibm. pc. hardware. video και rec. collecting. sport. hockey, βλ. http://el.tech-faq.com.
54. Οι επτά πρωτοβάθμιες ιεραρχίες είναι οι comp,misc, news, rec, sci, soc, and talk. Βλ. Henry Edward Hardy, «The History of the Net, v8.5», September 28, 1993.
55. Βλ. Jonathan Wallace and Mark Mangan’s την παραστατική περιγραφή στο έργο του, « Sex, Laws, and Cyberspace», (New York:M&T Books, 1996), σ.σ. 63–81, και κατά τον συγγραφέα η προτροπή στη σημείωση, όπως δίνεται στο πρωτότυπο αγγλικό κείμενο : «though more interesting variations on this story circulate on the Net (I’m playing it safe).»
56. Βλ. Υπόθεση United States v. Baker, 890 FSupp 1375, 1390 (EDMich 1995), και επίσης Wallace και Mangan, «Sex, Laws, and Cyberspace», σ.σ. 69–78.
57. http://en.wikipedia.org, Εβδομαδιαίο πορνογραφικού περιεχομένου περιοδικό στην Αμερική και ιστοσελίδα ανάλογου περιεχομένου.
58. Όπως δίδεται στο πρωτότυπο, σ. 19,: «He didn’t “go to” cyberspace when he wrote his stories, in the sense that he didn’t “leave” Ann Arbor.».
59. Βλ. Kurt Eichenwald, «Through His Webcam, a Bot Joins a Sordid Online World», New York Times, December 19, 2005, A1.
60. Βλ.C. Anderson and B. Bushman, «Effects of Violent Video Games on Aggressive Behavior, Aggressive Cognition, Aggressive Affect, Physiological Arousal, and Prosocial Behavior: A Meta-Analytic Review of the Scientific Literature», Psychological Science 12(5) (2001), σ.σ. 353–359, και Jonathan L. Freedman, « Media Violence and Its Effect on Aggression», (Toronto: Toronto University Press, 2002).
61. Όπως δίνεται στο πρωτότυπο αγγλικό κείμενο : « […] we would not understand that to be principled free speech activism, even if the only “prostitution” was the son describing in text how he was molested by those in the chat.»
62. Βλ. Σύστημα Ηλεκτρονικής Εκπαίδευσης, http://elearning.teiser.gr, όπου ως “worm”, ορίζεται το «σκουλήκι υπολογιστών». Αυτό είναι ένα πρόγραμμα, που χρησιμοποιεί το δίκτυο για να στείλει τα αντίγραφά του, σε άλλους κόμβους (τερματικά υπολογιστών στο δίκτυο) χωρίς οποιαδήποτε επέμβαση χρηστών. Ένα «σκουλήκι» μπορεί να βλάψει ένα δίκτυο καθώς μπορεί και να μειώσει κατά πολύ την ταχύτητα της σύνδεσης του χρήστη στο Διαδίκτυο καταναλώνοντας όλους τους πόρους του υπολογιστή και να οδηγήσει ακόμη και σε κλείσιμο του υπολογιστή. Αλλιώς χρησιμοποιείται με την έννοια των αυτόματων διαδιδόμενων ιών, των κομματιών κώδικα που τρέχουν στον υπολογιστή εν αγνοία του χρήστη.
63. Βλ. William J. Stuntz, «The Substantive Origins of Criminal Procedure», Yale Law Journal 105 (1995), σ. 393 και σ.σ. 406–7.
64. Βλ. Για παράδειγμα, Thomas K. Clancy, «The Role of Individualized Suspicion in Assessing the Reasonableness of Searches and Seizures», University of Memphis Law Review 25 (1995), σ.σ. 483 και 632. Κατά το πρωτότυπο: « Individualized suspicion . . . has served as a bedrock protection against unjustified and arbitrary police actions.».
65. Βλ. Υπόθεση, United States v. Place, 462 US 696, 707 (1983).
66. Βλ. http://www.lectlaw.com, όπου δίνεται η Τέταρτη Τροποποίηση του Αμερικανικού Συντάγματος, όπως έχει στο πρωτότυπο : «The right of the people to be secure in their persons, houses, papers, and effects, against unreasonable searches and seizures, shall not be violated, and no Warrants shall issue, but upon probable cause, supported by Oath or affirmation, and particularly describing the place to be searched, and the persons or things to be seized.», και κατόπιν σε ελεύθερη απόδοση, «Το δικαίωμα των ανθρώπων να είναι ασφαλείς όσον αφορά το πρόσωπό τους, τα σπίτια τους, τα έγγραφά τους, και τα αποτελέσματα των πράξεων τους, ενάντια στις αδικαιολόγητες αναζητήσεις και τις συλλήψεις ۟ δε θα παραβιαστεί, και κανένα ένταλμα δε θα εκδοθεί, παρά μόνο λόγω πιθανής αιτίας, που φέρει επιβεβαίωση, και ιδιαίτερα την περιγραφή του χώρου που πρόκειται να γίνει η έρευνα, και των προσώπων ή των πραγμάτων των οποίων τα στοιχεία ζητώνται.»
67. http://en.wikipedia.org, σχετικά με τον νομικό ακαδημαϊκό , Σκοτσέζο στην καταγωγή, James Boyle
68. Στο αγγλικό κείμενο, αποδίδεται η φράση αυτή ως εξής : «Is freedom inversely related to the efficiency of the available means of surveillance?»
69. James Boyle, «Shamans, Software, and Spleens: Law and the Construction of the Information Society», (Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1996),σ. 4.
70. Βλ. Susan Freiwald, «Uncertain Privacy: Communication Attributes After the Digital Telephony Act», Southern California Law Review 69 (1996), σ.σ. 949, 951, 954.
71. Βλ. Cf. John Rogers, « Bombs, Borders, and Boarding: Combatting International Terrorism at United States Airports and the Fourth Amendment», Suffolk Transnational Law Review 20 (1997), σ. 501, n.201.
72. Βλ. www.kapor.com, όπου σύμφωνα με την προσωπική ιστοσελίδα του : « Mitchell Kapor, age 58, is a pioneer of the personal computing revolution and has been at the forefront of information technology for 30 years as an entrepreneur, software designer, angel investor, and activist.»
73. Βλ. Mitchell Kapor, «The Software Design Manifesto», David Farber, «A Note on the Politics of Privacy and Infrastructure», November 20, 1993, βλ. επίσης, Pamela Samuelson, « A Manifesto Concerning the Legal Protection of Computer Programs», Columbia Law Review 94 (1994), σ. 2308. Κατά το πρωτότυπο: « Steven Johnson powerfully makes a similar point: “All works of architecture imply a worldview, which means that all architecture is in some deeper sense political», βλ. «Interface Culture: How New Technology Transforms the Way We Create and Communicate», (San Francisco: Harper Edge, 1997), σ.44. Κατά τη σημείωση του συγγραφέα : « The Electronic Frontier Foundation, originally cofounded by Mitch Kapor and John Perry Barlow, has updated Kapor’s slogan “architecture is politics” to “architecture is policy.” I prefer the original.»
74. Βλ. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ο Jed Rubenfeld : « […] has developed most extensively an interpretive theory that grounds meaning in a practice of reading across time, founded on paradigm cases; see “Reading the Constitution as Spoken,” Yale Law Journal 104 (1995): 1119, 1122; and “On Fidelity in Constitutional Law,” Fordham Law Review 65 (1997): 1469. See also Jed Rubenfeld, Freedom and Time: A Theory of Constitutional Government (New Haven: Yale University Press, 2001).
75. Βλ. Υπόθεση Minnesota v. Dickerson, 508 US 366, 380 (1993), κατά το πρωτότυπο : (Justice Antonin Scalia concurring: “I frankly doubt . . . whether the fiercely proud men who adopted our Fourth Amendment would have allowed themselves to be subjected, on mere suspicion of being armed and dangerous, to such indignity. . . .”).
76. Βάσει του πρωτότυπου κειμένου: « […] to select the value that produced an answer that made the most sense in the context […] ».
77. Σε ελεύθερη και όσο το δυνατόν πιο πιστή απόδοση του τίτλου στο πρωτότυπο αγγλικό κείμενο, «Competing Sovereigns».
78. βλ. Steve Silberman, «We’re Teen, We’re Queer, and We’ve Got E-Mail», Wired (November 1994): σ.σ. 76, 78, 80, ανατύπωση στο «Composing Cyberspace: Identity, Community, and Knowledge in the Electronic Age», επιμέλεια Richard Holeton (Boston: McGraw-Hill, 1998), σ.116.
79. Βλ. Cf.United States v. Lamb, 945 F.Supp 441 (NDNY 1996). (Congress’s intent in passing the Child Protection Act was to regulate child pornography via computer transmission, an interest legitimately related to stemming the flow of child pornography.)
80. Συγκεκριμένα οι υποσημειώσεις του συγγραφέα, όπως αυτές δίνονται στο πρωτότυπο αγγλικό κείμενο, φέρουν τους αντίστοιχους αριθμούς στο προκείμενο: 1, 2, 7, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 24, 25, 30, 31, 32, 34, 36, 37, 39, 46, 47, 50, 51, 53, 54, 58-60 και 65-66 ۟ οι υπόλοιπες υποσημειώσεις έγιναν κατά την κρίση της γράφουσας.