ΑΠ 371/2012: Κίνδυνος σύγχυσης στην περίπτωση σύγκρουσης διακριτικού γνωρίσματος και domain name


Περίληψη

 Η δημιουργία στο διαδίκτυο (internet) μίας ηλεκτρονικής διεύθυνσης που επιτρέπει την πρόσβαση των υποψήφιων πελατών – χρηστών και την κατάρτιση συναλλαγών με τον κάτοχο αυτής, καλείται «domain name» (όνομα περιοχής) και επιτελεί μια οιονεί λειτουργία διακριτικού τίτλου και σήματος, λόγω του ότι οι κάτοχοι των «domain name», πρακτικά, εμφανίζονται στο διαδίκτυο με τα διακριτικά γνωρίσματα που είναι ήδη γνωστοί στον υλικό κόσμο. Ο κίνδυνος σύγχυσης στην περίπτωση σύγκρουσης διακριτικού γνωρίσματος και domain name θα πρέπει να αξιολογείται ευρέως. Απαιτείται πάντως κάποια εγγύτητα ή συγγένεια των οικονομικών κλάδων (βλ. περίπτ. επιτρεπόμενης διαδικτυακής χρήσης σήματος, για την προβολή άσχετων προϊόντων και συνεπώς δεν μπορούσε να προκληθεί κίνδυνος σύγχυσης). Το ομοειδές του «domain name» και της δραστηριότητας του κατόχου του με αντίστοιχο προγενέστερο διακριτικό γνώρισμα, συνηγορεί υπέρ της κατάφασης προσβολής του προγενέστερου γνωρίσματος. Δεν υφίσταται κίνδυνος σύγχυσης μεταξύ παρεμφερών σημάτων – διακριτικών τίτλων ως προς την προέλευση των προσφερομένων και διαφημιζομένων υπηρεσιών, εφόσον αφενός αφορούν διαφορετικούς τομείς δραστηριότητας και παροχής υπηρεσιών (υπηρεσίες μετάφρασης, διερμηνείας, εφαρμογές πληροφορικής στον τομέα μετάφρασης και ιδιωτική εκπαίδευση – εκμάθηση ξένων γλωσσών και πληροφορικής) και αφετέρου οι αποδέκτες των παρεχόμενων από τις αντιδίκους υπηρεσίες δεν είναι ταυτόσημοι, ούτε εμφανίζουν μεταξύ τους συγγένεια



Αριθμός 371/2012


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

A1′ Πολιτικό Τμήμα
(…)
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, ο εκ του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν εφήρμοσε τέτοιο κανόνα, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφήρμοσε αυτόν, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολομ. ΑΠ 7/2006, 4/2005, 36/1988). Στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, τα οποία ανελέγκτως δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν προφανή την παραβίαση (ΑΠ 1522/2011, AΠ 633/2011). Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, δηλαδή των γενικών και αφηρημένων αρχών για την εξέλιξη πραγμάτων, οι οποίες αντλούνται από την εμπειρική πραγματικότητα με τη βοήθεια της επιστημονικής έρευνας ή της επαγγελματικής ενασχολήσεως, ιδρύει λόγο αναιρέσεως μόνον όταν αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σε αυτούς των πραγματικών γεγονότων και όχι για τη διαπίστωση αυτών.
Ειδικότερα αυτό συμβαίνει όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποιεί ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει διδάγματα της κοινής πείρας για να ανεύρει με βάση αυτά την έννοια κανόνος του δικαίου, ιδίως όταν αυτός περιέχει αόριστες νομικές έννοιες ή για να υπαγάγει ή όχι τα πραγματικά γεγονότα της διαφοράς στον κανόνα αυτόν (ΑΠ 2075/2007, ΑΠ 1506/2007, ΑΠ 1445/2007, ΑΠ 1188/2007). Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 110, 117-118 και 216 ΚΠολΔ, σαφώς συνάγεται ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει με ποινή το απαράδεκτο, που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, ως αναγόμενο στην αφορώσα τη δημόσια τάξη προδικασία, εκτός των αναφερομένων στα άρθρα 118 και 117 στοιχείων, σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β] ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ] ορισμένο αίτημα, ώστε να μπορεί ο εναγόμενος να αμυνθεί και το δικαστήριο να κρίνει το νόμω βάσιμο της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις (ΑΠ 1635/2008, ΑΠ 988/2008, ΑΠ 204/2008). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 4 παρ. 1 εδ. α’, β’ και γ’, 18 παρ. 1 και 26 του Ν 2239/1994 “περί σημάτων” που συνόψισε σε ενιαίο κείμενο την υφισταμένη ελληνική νομοθεσία για τα εμπορικά σήματα, αποτελούμενη κατά βάση από το ν. 1998/1939 και το ν. 3205/1955, καθώς και το Π.Δ 3171/1992, που ενσωμάτωσε στο ελληνικό δίκαιο την 89/104/ΕΟΚ/21.12.1980 πρώτη οδηγία, συνάγονται τα εξής: α) Σήμα θεωρείται κάθε σημείο, επιδεκτικό γραφικής παραστάσεως, ικανό να διακρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχειρήσεως από εκείνα άλλων επιχειρήσεων, β) Με την καταχώρηση του σήματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με όσα ορίζουν τα άρθρα 6 επ. του ίδιου νόμου, παρέχεται στον καταθέτη το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσεως του σήματος στα προϊόντα ή εμπορεύματα, για την διάκριση των οποίων αυτό προορίζεται, και συγκεκριμένα παρέχεται σε αυτόν το δικαίωμα, να επιθέτει το σήμα στα προϊόντα, ή εμπορεύματα, τα οποία προορίζεται να διακρίνει, να χαρακτηρίζει τις παρεχόμενες υπηρεσίες, να επιθέτει αυτό στα περικαλύμματα και στις συσκευασίες των εμπορευμάτων, στο χαρτί αλληλογραφίας, στα τιμολόγια, στους τιμοκαταλόγους, στις αγγελίες στις κάθε είδους διαφημίσεις, ως και σε άλλο έντυπο υλικό και να το χρησιμοποιεί σε ηλεκτρονικά, ή οπτικοακουστικά μέσα, ενώ όποιος χρησιμοποιεί ή παραποιεί ή απομιμείται σήμα, που ανήκει σε άλλο, για διάκριση όμοιων ή παρόμοιων προϊόντων ή εμπορευμάτων, μπορεί να εναχθεί για παράλειψη ή αποζημίωση ή και για τα δύο. Δεδομένου του απολύτου χαρακτήρα του δικαιώματος, κάθε προσβολή είναι κατ’ αρχήν παράνομη, διότι περιέχει εναντίωση στην αποκλειστική εξουσία που παρέχει το δικαίωμα στο δικαιούχο, ώστε δεν ερευνάται περαιτέρω η τυχόν ύπαρξη πταίσματος του τρίτου. γ) Παραποίηση του σήματος συνιστά η ακριβής ή κατά τα κύρια αυτού μέρη αντιγραφή ή αναπαράστασή του, ενώ απομίμηση αποτελεί η ιδιαίτερη προσέγγιση προς το ξένο σήμα, η οποία, όμως, λόγω οπτικής ή και ηχητικής εντυπώσεως, που προκαλεί η όλη παράσταση, και ανεξάρτητα από τις επί μέρους ομοιότητες και διαφορές των δύο σημάτων, είναι δυνατόν να προκαλέσει για το κοινό, με λήψη υπόψη, ως μέτρου, του άπειρου μέσου ατόμου και όχι του εξειδικευμένου χρήστη, σύγχυση υπό την έννοια θεωρήσεως, εκ πλάνης, του προϊόντος, στο οποίο χρησιμοποιείται, ως προερχομένου από την επιχείρηση του δικαιούχου του σήματος ή από επιχείρηση διάφορη μεν, σχετιζόμενη όμως οργανικώς, προς την επιχείρηση του δικαιούχου, κατά την παραγωγή ή τη διάθεση του προϊόντος (ΑΠ 1227/2008, ΑΠ 660/2008 και 1604/2004, 330/2007, ΑΠ 1131/2005). Από τις ως άνω διατάξεις γίνεται φανερό, ότι (με αυτές σκοπείται η προστασία του καταναλωτικού κοινού από τον κίνδυνο σύγχυσης περί της προελεύσεως προϊόντων ή υπηρεσιών ομοίων ή συναφών με εκείνες για τις οποίες έχει καταχωρηθεί το σήμα αλλά συγχρόνως και του δικαιούχου του σήματος από τον κίνδυνο της εκμετάλλευσης της φήμης του και υπονόμευσης της διακριτικής και διαφημιστικής δύναμης του ονόματος, με το οποίο κυκλοφορεί το προϊόν στην αγορά, ακόμη και όταν πρόκειται για προϊόντα ή υπηρεσίες διαφορετικές. Κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του ιδίου ως άνω Ν 2239/1994, το δικαίωμα, που παρέχει το σήμα, δεν παρεμποδίζει τρίτους να χρησιμοποιούν στις συναλλαγές ενδείξεις σχετικές με το είδος, την ποιότητα, τον προορισμό, την αξία, τη γεωγραφική προέλευση, το χρόνο παραγωγής του προϊόντος ή της παροχής της υπηρεσίας, ή άλλα χαρακτηριστικά τους, καθώς και το ίδιο το σήμα, αν τούτο είναι αναγκαίο, προκειμένου να δηλωθεί ο προορισμός προϊόντος ή υπηρεσίας. Η χρήση αυτή πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, που ισχύουν στη βιομηχανία ή στο εμπόριο, και πάντως όχι εν είδει σήματος. Με τη διάταξη αυτή ρυθμίζεται η ειδική περίπτωση της σύγκρουσης σήματος, που αποτελείται από όνομα ή προσδιοριστικές δηλώσεις εμπορεύματος, προς παρεμφερές όνομα ή παρεμφερείς δηλώσεις, τις οποίες χρησιμοποιεί άλλος ανταγωνιστής. Η σύγκρουση αυτή αίρεται με τον περιορισμό των από το πρώτο σήμα απορρεουσών εξουσιών υπέρ των άλλων ανταγωνιστών και της ολότητας, δηλαδή, με την κατάθεση του πρώτου σήματος, δεν εμποδίζεται άλλος να χρησιμοποιήσει το όνομα, την επωνυμία, την κατοικία του, όπως και δηλώσεις για το είδος, το χρόνο και τον τόπο παραγωγής, την ποιότητα, τον προορισμό, την τιμή ή το βάρος κάποιου προϊόντος ή εμπορεύματος ομοειδούς, αν η χρησιμοποίηση αυτή δεν γίνεται “εν είδει σήματος”, δηλαδή για τον προσδιορισμό της προέλευσης προϊόντων ορισμένης επιχείρησης, με την επίθεση αυτού επάνω στα προϊόντα αυτά ή στα εμπορεύματα. Υποδεικνύεται, έτσι, με τη διάταξη αυτή και η δεκτικότητα της κατάθεσης ως σήματος νεότερης ένδειξης, η οποία περιέχει τις αναφερόμενες στη διάταξη αυτή δηλώσεις, αν δεν χρησιμοποιούνται “εν είδει σήματος”, δηλαδή κατά τρόπο, που δεν δημιουργεί κίνδυνο σύγχυσης (ΑΠ 330/2007).
Συνεπώς, δεν εμποδίζεται ο τρίτος, να χρησιμοποιεί σήμα άλλου ως επωνυμία του ή ως διακριτικό τίτλο της επιχείρησής του, προς διάκρισή του στο εμπόριο, όπου δραστηριοποιείται, και συναλλάσσεται και όχι για τον προσδιορισμό της προέλευσης των προϊόντων ή υπηρεσιών της επιχείρησής του, υπό τον περαιτέρω, όμως, περιορισμό ότι η χρήση αυτή γίνεται σύμφωνα με τα ισχύοντα στο εμπόριο και τη βιομηχανία συναλλακτικά ήθη. Ο σχετικός ισχυρισμός του εναγομένου, που χρησιμοποιεί το σήμα τρίτου ως επωνυμία ή διακριτικό τίτλο ή εν γένει διακριτικό γνώρισμα της επιχείρησής του, συνιστά ένσταση, στηριζόμενη στην παραπάνω διάταξη. Πράγματι, γίνεται δεκτό, υπό το δίκαιο που ισχύει τώρα (ν. 2239/1994), ότι, όταν πρόκειται για σήμα φήμης στην Ελλάδα, ο τρίτος δεν έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το σήμα φήμης, ιδίως με μορφή επωνυμίας ή διακριτικού γνωρίσματος της δικής του επιχείρησης, έστω και αν τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες του δεν ομοιάζουν με εκείνα για τα οποία έχει καταχωριστεί, εφόσον η χρησιμοποίηση του μεταγενεστέρου σήματος ή διακριτικού γνωρίσματος θα προσπόριζε σ’ αυτόν, χωρίς εύλογη αιτία, αθέμιτο όφελος από το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος ή θα έβλαπτε το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη αυτού (άρθρα 4 παρ. 1 γ’ και 26 παρ. 1 ν. 2239/1994). Η διεύρυνση αυτή της προστασίας του σήματος φήμης, πέραν των όμοιων ή παρόμοιων προϊόντων, δικαιολογείται από την ανάγκη προστασίας του έντονου διακριτικού του χαρακτήρα ή της φήμης του. Για να υπάρχει, όμως, σήμα φήμης και, επομένως, ανάγκη διευρυμένης προστασίας, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) αυξημένος βαθμός καθιέρωσής του στις σχετικές συναλλαγές, β) μοναδικότητα του σήματος, με την έννοια ότι αυτό δεν έχει φθαρεί χρησιμοποιούμενο κατά τρόπο ευρύ από τρίτους σε ανόμοια προϊόντα, γ) να εμφανίζει το σήμα ορισμένο βαθμό ιδιοτυπίας (στην εμφάνισή του, στην εκφραστική του δύναμη κ.ά.) και δ) να υπάρχει μία θετική εκτίμηση του κοινού (παραστάσεις ποιότητας) σχετικά με τα προϊόντα που διακρίνει (ΣτΕ 2.812/1998). Εξάλλου βασική προϋπόθεση για την άσκηση ηλεκτρονικού εμπορίου, αποτελεί η δημιουργία ενός χώρου στο διαδίκτυο (internet), όπου θα καθίσταται δυνατή η πρόσβαση πελατών και η κατάρτιση των συναλλαγών. Μέσο (εισιτήριο) για την είσοδο στο διαδίκτυο αποτελεί το “domain name” (όνομα περιοχής), το οποίο κατ’ ουσία επιτελεί ρόλο ηλεκτρονικής διεύθυνσης, επιτρέποντας την επικοινωνία του χρήστη του διαδικτύου με τον κάτοχο της ηλεκτρονικής διεύθυνσης. Έτσι ο χρήστης, συνδεόμενος με ένα συγκεκριμένο όνομα διαδικτύου, επιθυμεί να έρθει σε επαφή με τα δημοσιευμένα στην ιστοσελίδα δεδομένα και κατ’ επέκταση με το πρόσωπο στο οποίο ανήκει η ιστοσελίδα, με τον τρόπο δε αυτό καθίσταται δυνατή η πρόσβαση πελατών ακόμη και η κατάρτιση συναλλαγών. Το “domain name” αποτελείται από σειρά αλφαριθμητικών χαρακτήρων (τουλάχιστον τριών και όχι περισσότερων των είκοσι τεσσάρων), χωρίς ή με λογικό ειρμό, σε μια ή περισσότερες λέξεις που χωρίζονται από διάφορα σημεία. Η τελευταία από τις λέξεις (κατά κανόνα συγκεκριμένη), αποτελεί και το σημείο αναφοράς, συνήθως της χώρας αρχειακής καταχώρησης του “domain name” του χρήστη (Π.Χ. gr = Greece κ.λπ.) ή της βασικής ιδιότητας του (org = Organization). Το “domain name” δεν μπορεί κατ’ αρχήν να ταυτισθεί με την εμπορική επωνυμία, το διακριτικό τίτλο και το εμπορικό σήμα. Πρέπει, ωστόσο, να αποδίδεται σε αυτό λειτουργία τόσο διακριτικού τίτλου όσο και σήματος, κατά έμμεσο τρόπο, όταν αυτό χρησιμοποιείται ως διακριτικό στοιχείο για το πρόσωπο ή την επιχείρηση στο διαδίκτυο, διότι, όπως και τα προηγούμενα, έχει πρωταρχικά εξατομικευτική και αναγνωριστική λειτουργία. Η ευχέρεια ελεύθερης χρήσης οποιασδήποτε ονομασίας, όσο γνωστή και φημισμένη και αν είναι, από τον πρώτο τυχόντα θα προκαλούσε τεράστιες ή ανεπανόρθωτες ζημίες στην επιχείρηση που καθιερώθηκε στις συναλλαγές με την επίμαχη ονομασία. Για τη διαφύλαξη έτσι των νομίμων συμφερόντων των παραπάνω επιχειρήσεων, θα πρέπει να αποδοθεί στο “domain name” μια οιονεί λειτουργία διακριτικού τίτλου και σήματος. Τούτο ενισχύεται και από το ότι οι κάτοχοι “domain name” στην πράξη εμφανίζονται στο διαδίκτυο με τα διακριτικά γνωρίσματα που τους κατέστησαν γνωστούς στον υλικό κόσμο, δηλαδή χρησιμοποιούν το όνομα, την επωνυμία ή το σήμα τους, δεδομένων μάλιστα των περιορισμένων ορίων παροχής “domain name” για κάθε χρήση αλλά και της επιβαλλόμενης συντομίας για του είδους αυτού την επικοινωνία. Υπό τις ανωτέρω παραδοχές, η σύγκρουση μεταξύ διακριτικού γνωρίσματος επιχείρησης, επωνυμίας, σήματος κ.λ.π. και “domain name” θα αρθεί κατ’ αρχάς, με βάση την αρχή της χρονικής προτεραιότητας κατά τα εν γένει ισχύοντα. Έτσι το ομοειδές του “domain name” αλλά και της δραστηριότητας του κατόχου του με αντίστοιχο προγενέστερο διακριτικό γνώρισμα κ.λ.π., σαφώς συνηγορεί υπέρ της κατάφασης της προσβολής του προγενέστερου γνωρίσματος. Ο κίνδυνος σύγχυσης, ωστόσο, πρέπει να νοηθεί ευρέως, ώστε να μην αποκλείεται ακόμα και όταν η μεταγενέστερη επιχείρηση παράγει η εμπορεύεται ανόμοια προϊόντα η προσφέρει ανόμοιες υπηρεσίες, αφού και στην περίπτωση αυτή ο καταναλωτής μπορεί να σχηματίσει την εντύπωση ότι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή ότι ανάμεσα στις δύο επιχειρήσεις υπάρχει σχέση συνεργασίας. Απαιτείται, όμως, στην περίπτωση αυτή, να υπάρχει τουλάχιστον κάποια εγγύτητα ή συγγένεια των οικονομικών κλάδων, στους οποίους ανήκουν οι αντιμαχόμενες επιχειρήσεις, και τούτο διότι η έλλειψη κάθε σχέσης των οικονομικών κλάδων δραστηριότητας θα έχει κατά κανόνα ως αποτέλεσμα τη δυνατότητα παραπλάνησης ενός αμελητέου τμήματος των σχετικών συναλλακτικών κύκλων, το οποίο δεν θα επαρκούσε για την αποδοχή του κινδύνου σύγχυσης. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 του Ν 146/1914 περί αθεμίτου ανταγωνισμού “απαγορεύεται κατά τας εμπορικάς, βιομηχανικός ή γεωργικώς συναλλαγάς πάσα προς τον σκοπόν ανταγωνισμού γενομένη πράξη αντικείμενη εις τα χρηστά ήθη. Ο παραβάτης δύναται να εναχθεί προς παράλειψιν και προς ανόρθωσιν της προσγενόμενης ζημίας”. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 1 και 4 του Ίδιου νόμου “όστις κατά τας συναλλαγάς ποιείται χρήσιν ονόματος τινός, εμπορικής επωνυμίας ή ιδιαίτερου διακριτικού γνωρίσματος καταστήματος ή βιομηχανικής επιχειρήσεως ή εντύπου τινός κατά τρόπον δυνάμενον να προκαλέσει σύγχυσιν με το όνομα, την εμπορικήν επωνυμίαν ή το ιδιαίτερον διακριτικόν γνώρισμα, άτινα έτερος νομίμως μεταχειρίζεται, δύναται να υποχρεωθεί υπό του τελευταίου εις παράλειψιν της χρήσεως. Ως ιδιαίτερον διακριτικόν γνώρισμα θεωρείται και ο ιδιαίτερος διασχηματισμός ή η ιδιαιτέρα διακόσμησις των εμπορευμάτων, της συσκευής ή του περικαλύμματος αυτών, εφόσον είναι γνωστά εις τους σχετικούς κύκλους των συναλλαγών ως διακριτικά σημεία των ομοίων εμπορευμάτων άλλου τίνος”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει 1) ότι για την εφαρμογή του άρθρου 1 απαιτείται η πράξη αφενός να έγινε προς το σκοπό του ανταγωνισμού και αφετέρου να αντίκειται στα χρηστά ήθη, ως κριτήριο των οποίων χρησιμεύουν οι ιδέες του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, που, κατά τη γενική αντίληψη, σκέπτεται με χρηστότητα και φρόνηση (ΑΠ Ολ 2/2008) και 2) ότι για την ύπαρξη αθέμιτου ανταγωνισμού με τη χρήση ξένου διακριτικού γνωρίσματος απαιτείται δυνατότητα να προκληθεί σύγχυση, χωρίς την οποία αθέμιτος ανταγωνισμός δεν υπάρχει (ΑΠ 2026/2007, ΑΠ 1123/2002, ΑΠ 1780/1999). Ειδικότερα, διακριτικό γνώρισμα είναι το μέσο, με το οποίο εξατομικεύεται είτε το πρόσωπο (λ.χ. το όνομα του), είτε η επιχείρηση (λ.χ. διακριτικός τίτλος της), είτε το εμπόρευμα ή οι υπηρεσίες (λ.χ. το σήμα και ο διασχηματισμός). (ΑΠ 606/2005). Σε αντίθεση με τη γενική απαγορευτική ρήτρα του άρθρου 1 του Ν 146/1914, που απαιτεί ανταγωνιστικό σκοπό, κατά την έννοια της πρόθεσης των άρθρων 914 και 919 ΑΚ, στην περίπτωση του άρθρου 13 του ίδιου νόμου αρκεί η χρήση να γίνεται κατά τρόπο, που μπορεί να προκαλέσει σύγχυση, έστω και αν αυτή δεν γίνεται με ανταγωνιστικό σκοπό. Χρήση, που μπορεί να οδηγήσει σε σύγχυση, είναι η αυτούσια μίμηση και η παραποίηση, δηλαδή η χρησιμοποίηση με μικρές μεταβολές, που δεν αρκούν για να αποτραπεί η σύγχυση. Έτσι, η παραποίηση μπορεί να είναι οπτική, ηχητική, εννοιολογική ή και συνειρμική, τον δε κίνδυνο σύγχυσης μπορεί να δημιουργήσει η ομοιότητα λέξεων ή και αριθμών, που αποτελούν το γνώρισμα, εικόνων, ήχων, σχημάτων, χρωμάτων, σχεδίων, συσκευασιών, διαφημίσεων. Σημασία έχει η γενική εντύπωση, που δημιουργείται, ενώ ο κίνδυνος σύγχυσης δεν αποκλείεται, όταν η χρησιμοποίηση γίνεται με μικρές παραλλαγές (ΑΠ 1409/1980). Κίνδυνος σύγχυσης υπάρχει, όταν, λόγω ομοιότητας δύο διακριτικών γνωρισμάτων, μπορεί να δημιουργηθεί παραπλάνηση στους συναλλακτικούς κύκλους και συγκεκριμένα σε ένα όχι εντελώς ασήμαντο μέρος των πελατών, όσον αφορά στην προέλευση των εμπορευμάτων ή υπηρεσιών από ορισμένη επιχείρηση, είτε στην ταυτότητα της επιχείρησης, είτε στην ύπαρξη σχέσης συνεργασίας μεταξύ των δύο επιχειρήσεων. Τέτοια σύγχυση πρέπει να αποφεύγεται, διότι ο σαφής σκοπός του νομοθέτη είναι, να αποτρέπονται πεπλανημένες εντυπώσεις ως προς τη δραστηριότητα μιας επιχείρησης και εκμετάλλευση της καλής της φήμης από άλλη επιχείρηση. Προϋπόθεση για να δημιουργηθεί σύγχυση από τη χρήση των διακριτικών γνωρισμάτων είναι να έχουν διακριτική δύναμη, χωρίς την οποία δεν μπορούν να επιτελέσουν τον προορισμό τους. Ο βαθμός της διακριτικής δύναμης προσδιορίζει και την έκταση προστασίας. Η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως αποτελεί προϋπόθεση για την προστασία όλων των διακριτικών γνωρισμάτων (ΑΠ 241/1991). Ο παραβάτης των ανωτέρω διατάξεων μπορεί να υποχρεωθεί σε παράλειψη χρήσεως του διακριτικού γνωρίσματος, από το οποίο μπορεί να προκληθεί η σύγχυση που προαναφέρθηκε ή και σε αποζημίωση εκείνου που ζημιώθηκε, αν γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει, ότι με τη χρήση αυτή μπορούσε να προκληθεί σύγχυση (ΑΠ 711/1988) ως και σε άρση της προσβολής, η οποία μπορεί να συνίσταται και στην κατάσχεση και καταστροφή. Ειδικότερα, αξίωση αποζημίωσης αναγνωρίζεται στον ζημιωθέντα τόσο στην περίπτωση του άρθρου 1 του Ν 146/1914 γενικά, όσο και στην περίπτωση του άρθρου 13 παρ. 18 του ίδιου νόμου, στη δεύτερη, όμως, περίπτωση μόνο, αν ο παραβάτης γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει (δηλαδή από αμέλεια δεν γνώριζε), ότι με τη χρήση του ξένου διακριτικού γνωρίσματος μπορούσε να προκληθεί σύγχυση (ΑΠ 1131/1995, ΑΠ 241/1991). Σε περίπτωση αθέμιτου ανταγωνισμού δεν αποκλείεται και επί πλέον αξίωση για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης εκείνου, σε βάρος του οποίου έγινε η προσβολή, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (άρθρα 914, 932 ΑΚ), εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, ήτοι όταν ο προσβάλλων ενεργεί με υπαιτιότητα. Περαιτέρω, η ως άνω γενική ρήτρα του άρθρου 1 του Ν 146/1914 εφαρμόζεται, συμπληρωματικά – επικουρικά και επί εμπορικού ή βιομηχανικού σήματος, εφόσον η προστασία, που παρέχουν οι ειδικές περί σημάτων διατάξεις του Ν 2239/1994 δεν επαρκεί. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 13 του Ν 146/1914 προκύπτει ότι, για να παρασχεθεί στο δικαιούχο σήματος η προβλεπόμενη από το νόμο για τον αθέμιτο ανταγωνισμό προστασία, απαιτείται, αφενός μεν πράξη, που να έγινε με σκοπό ανταγωνισμού, και αφετέρου με τη χρήση του ξένου σήματος, να υπάρχει δυνατότητα πρόκλησης σύγχυσης στον κοινό καταναλωτή, σχετικά με την προέλευση ομοίων προϊόντων, χωρίς την οποία (σύγχυση) δεν νοείται, όπως αναφέρθηκε, αθέμιτος ανταγωνισμός (ΑΠ 1131/1995, ΑΠ 310/1990). Εάν, όμως, το σήμα έχει επικρατήσει και ως διακριτικό γνώρισμα της επιχείρησης και λόγω της χρησιμοποίησης του από άλλον υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης, τότε το σήμα προστατεύεται και βάσει του άρθρου 13 του Ν 146/1914 “περί αθεμίτου ανταγωνισμού”. Περαιτέρω, προς διάκριση της προέλευσης εμπορεύματος από συγκεκριμένο φορέα, δύναται είτε α) να κατατεθεί και καταχωρισθεί σήμα, είτε β) να χρησιμοποιηθεί στις συναλλαγές ένδειξη, η οποία δεν καταχωρίσθηκε ως σήμα. Στη δεύτερη περίπτωση, η ένδειξη προστατεύεται ως διασχηματισμός υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 13 του Ν 146/1914. Ως προς τον χρόνο έναρξης της προστασίας το σήμα διαφέρει από τον διασχηματισμό. Το μεν σήμα έχει προτεραιότητα από την τυπική πράξη της κατάθεσής του, δηλαδή η αμετάκλητη παραδοχή του σήματος και καταχώρισή του ενεργεί αναδρομικά από την δήλωσή του (άρθρο 19 παρ. 1 του ΑΝ 1998/1939 και. 15 Ν 2239/1994), ο δε διασχηματισμός από το ουσιαστικό γεγονός της καθιερώσεώς του στις συναλλαγές. Σε περίπτωση, κατά την οποία υφίσταται σύγκρουση μεταξύ σήματος αφενός και διακριτικού γνωρίσματος αφετέρου, τότε ισχύει ο κανόνας prior in tempore potior in iure. Ισχύει, δηλαδή, η αρχή της προτεραιότητας, υπό την προφανή έννοια ότι το παλαιότερον κτηθέν διακριτικό γνώρισμα υπερισχύει του νεοτέρου (ΑΠ 606/2005). Επομένως, σε περίπτωση, κατά την οποία προηγήθηκε η χρησιμοποίηση στις συναλλαγές διακριτικού γνωρίσματος, που έχει τα στοιχεία της ονοματικής λειτουργίας και της διακριτικής δυνάμεως, και στη συνέχεια ακολούθησε κατάθεση και αμετάκλητη παραδοχή σήματος, τότε – σύμφωνα με την προεκτεθείσα αρχή – υπερισχύει το διακριτικό γνώρισμα, οπότε ο δικαιούχος του τελευταίου, επικαλούμενος κατ’ ένσταση την προτεραιότητά του, δικαιούται να αποκρούσει την επί παραλείψει αγωγή του δικαιούχου του σήματος, ως κάτοχος υπέρτερου δικαιώματος (ΑΠ 310/1990). Τέλος, η νομιμοποίηση του διαδίκου απορρέει κατά κανόνα αμέσως από το νόμο και κυρίως από διατάξεις του ουσιαστικού και του δικονομικού δικαίου. Εκείνος που εμφανίζεται, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, δικαιούχος ή υπόχρεος νομιμοποιείται κατ’ αρχήν ως ενάγων ή εναγόμενος (Ολομ. ΑΠ 18/2005, ΑΠ 26/2005). Δικαιούχος δε σήματος, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις του ν. 2239/1994 και ειδικότερα με τη διάταξη του άρθρου 25 αυτού, μπορεί να είναι και επαγγελματική ένωση προσώπων με νομική προσωπικότητα, οπότε γίνεται λόγος για “συλλογικό σήμα”, που επιτελεί [όπως και το ατομικό σήμα] λειτουργία διάκρισης των προϊόντων ή υπηρεσιών, ως προερχομένων όμως από ομάδα επιχειρήσεων και ρυθμίζεται στο νόμο κατά βάση ομοίως με το ατομικό, με τη διαφορά ότι δικαίωμα χρήσεως αυτού δεν έχει ο δικαιούχος σύλλογος ή συνεταιρισμός, αλλά μόνο τα μέλη του. Σε περίπτωση πάντως προσβολής, στη δικαστική επιδίωξη των απορρεόντων από την καταχώριση του συλλογικού σήματος δικαιωμάτων, νομιμοποιείται κατ’ αρχήν η ένωση [ως δικαιούχος] και όχι τα κατ’ ιδίαν μέλη αυτής. Παρέπεται επομένως ότι αν επαγγελματική ένωση προσώπων [επιχειρηματικών] με νομική προσωπικότητα χρησιμοποιεί εν είδει σήματος και προς τον σκοπό διάκρισης και διαφήμισης των παρεχομένων υπό των μελών της προσφερομένων στο συναλλακτικό κοινό υπηρεσιών, τα οποία [μέλη της ένωσης] και αυτά εμφανίζονται στις συναλλαγές υπό τον ίδιο διακριτικό τίτλο, που όμως συνιστά απομίμηση ή παραποίηση σήματος που ανήκει σε άλλον, χωρίς την άδεια ή τη συναίνεση αυτού, προσβάλλοντας έτσι παράνομα το δικαίωμα της αποκλειστικής χρήσης αυτού και δη κατά τρόπο που μπορεί να προκαλέσει στο κοινό σύγχυση, κατά την έννοια και τις διακρίσεις που προεκτέθηκαν, η ένωση νομιμοποιείται παθητικά στην άσκηση των σχετικών αγωγών, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η ίδια δεν προσφέρει υπηρεσίες [ή προϊόντα] στο κοινό [αλλά τα κατ’ ιδίαν μέλη της]. Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία, που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και έχει ως αντικείμενο δραστηριότητας την παροχή υπηρεσιών μετάφρασης και διερμηνείας και τις εφαρμογές της πληροφορικής στον τομέα της μετάφρασης, όπως προκύπτει από την παραδεκτή κατά το άρθρο 562§2 ΚΠολΔ, επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής της, εκθέτει με αυτή ότι δραστηριοποιείται στη Θεσσαλονίκη με το εν λόγω αντικείμενο από το έτος 1991, χρησιμοποιώντας σε όλες τις επιχειρηματικές δραστηριότητες και τις συναλλαγές της, λειτουργώντας αρχικά ως ατομική επιχείρηση, τον διακριτικό τίτλο “LΕΧΙCΟΝ”, υπό τον οποίο διαφημίζει και τις παρεχόμενες υπηρεσίες της. Ότι ο διευθύνων σύμβουλος και ιδρυτής αυτής Α. Γ. καταχώρησε προσωπικά τον ως άνω διακριτικό τίτλο, με την από 1.6.2000 δήλωση στο Υπουργείο Ανάπτυξης, με αριθμό 150803 στην κλάση 35, ήτοι για υπηρεσίες διαχείρισης εμπορικών υποθέσεων, διοίκησης εμπορικών επιχειρήσεων και εργασίες γραφείου και στην κλάση 42, ήτοι για υπηρεσίες προγραμματισμού για ηλεκτρονικούς υπολογιστές, προσαρμογή λογισμικού, μεταφράσεις και διερμηνείες, ο οποίος έγινε αμετάκλητα δεκτός με την υπ’ αρ. 2773/2001 απόφαση της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων, ως ημεδαπό σήμα, που αποτελείται από τη λέξη LEXICΟΝ, με λατινικούς χαρακτήρες, σε πλάγια γραφή, μπλε χρώματος που συνδυάζεται με απεικόνιση, ήτοι έναν κύκλο μπλε χρώματος, την επιφάνεια του οποίου διασχίζουν διαμετρικά λευκές λωρίδες, οι οποίες ξεκινούν ως ευθείες και εν συνεχεία καμπυλώνουν διαγράφοντας ελλειπτικές τροχιές. Ότι το εν λόγω σήμα μεταβιβάσθηκε στην ίδια [ενάγουσα] ως ανώνυμη εταιρεία, δυνάμει της υπ’ αρ 5262/28.3.2003 πράξης και έκτοτε είναι αυτή δικαιούχος του. Ότι επίσης αυτή διατηρεί από τις 17.12.1998 ιστοσελίδα στο διαδίκτυο, στην ηλεκτρονική διεύθυνση www.lexicon.gr και από τις 11.9.2000 διατηρεί ιστοσελίδα, στην ηλεκτρονική διεύθυνση www.lexicon.com.gr, τις οποίες έχει καταχωρήσει ως ονόματα περιοχής [domain names], τηρώντας τη νόμιμη διαδικασία δυνάμει συμβάσεων με το αρμόδιο Ινστιτούτο Πληροφορικής του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας και έχει ως εκ τούτου το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης τους στο διαδίκτυο. Ότι από το καλοκαίρι του έτους 2005 υπέπεσε στην αντίληψή της πως σε διάφορες περιοχές της Θεσσαλονίκης δραστηριοποιούνται κέντρα ξένων γλωσσών και πληροφορικής τα οποία χρησιμοποιούν στις συναλλαγές τους, ήτοι, όπως ενδεικτικά αναφέρει, σε διαφημίσεις στον περιοδικό τύπο της Θεσσαλονίκης και σε λεωφορεία του ΟΑΣΘ, σε τοιχοκόλληση αφισών σε επίκαιρα σημεία της πόλης, σε ανάρτηση πινακίδων έξω από κέντρα ξένων γλωσσών και πληροφορικής, το σήμα LΕΧΙCΟΝ με λατινικούς χαρακτήρες μπλε, χρώματος, όπως δηλαδή και η ίδια, με τη διαφορά ότι πλάι στη λέξη απεικονίζεται ένα ανοιχτό βιβλίο και ένας κονδυλοφόρος. Ότι οι ιδιοκτήτες των εν λόγω φροντιστηρίων, μεταξύ των οποίων και η δευτέρα εναγομένη, είναι μέλη του πρώτου εναγόμενου συλλόγου, ο οποίος είχε συσταθεί υπό τον διακριτικό τίτλο LΕΧΙCΟΝ, χωρίς ωστόσο να έχει προβεί ποτέ στην καταχώρησή του, ενώ τα μέλη του, τα οποία είναι πρώην μέλη των φροντιστηρίων ξένων γλωσσών Σ. χρησιμοποιούν από τον Ιούλιο του 2005 το προαναφερόμενο σήμα LΕΧΙCΟΝ και όχι Σ., όπως διαφημιζόταν μέχρι τότε. Ότι παράλληλα οι εναγόμενοι διατηρούν ιστοσελίδα στο διαδίκτυο στην ηλεκτρονική διεύθυνση www.lexicon.edu.gr, χρησιμοποιούν δηλαδή το νομίμως καταχωρημένο από την ίδια [ενάγουσα] κατά τα προαναφερθέντα όνομα περιοχής, το οποίο αποτελεί λειτουργία σήματος στο χώρο του διαδικτύου. Ότι η ως άνω χρήση του σήματος LΕΧΙCΟΝ, του οποίου αποκλειστική δικαιούχος είναι η ίδια από τον πρώτο εναγόμενο σύλλογο και τα μέλη του, που αντλούν από εκείνον το δικαίωμα χρήσης του, δημιουργεί σοβαρό κίνδυνο σύγχυσης στον μέσο καταναλωτή ως προς την προέλευση των παρεχομένων υπηρεσιών, δεδομένου ότι τόσον η ομοιότητα του σήματος της ίδιας και αυτού που χρησιμοποιούν στις συναλλαγές οι εναγόμενοι κατά παραποίηση άλλως απομίμηση του δικού της, όσο και η ομοιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών, αφού αμφότεροι δραστηριοποιούνται στον χώρο των ξένων γλωσσών δημιουργούν στον μέσο καταναλωτή την εύλογη πεποίθηση ότι οι υπηρεσίες των εναγομένων προέρχονται ή σχετίζονται οργανικά με τη δική της επιχείρηση [της ενάγουσας], πολύ δε περισσότερο ισχύει αυτό στον χώρο του διαδικτύου, λόγω του απροσδιορίστου αριθμού χρηστών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και αλλοδαποί. Ισχυριζόμενη δε τέλος η ενάγουσα ότι η ως άνω παράνομη, κατά την έννοια των διατάξεων του νόμου περί σημάτων, χρήση του σήματός της από τους εναγομένους, συνιστά παραλλήλως και αδικοπραξία καθόσον αυτή γίνεται εν γνώσει τους και με προφανή σκοπό να επωφεληθούν της καλής φήμης που έχει αποκτήσει αυτή στην αγορά, λόγω της υψηλής ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών της και να παρελκύσουν την πελατεία της, με αποτέλεσμα να προσβάλλεται η εμπορική της πίστη και να έχει υποστεί ηθική βλάβη ζητεί α] να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι και κάθε τρίτος που έλκει δικαίωμα από αυτούς να παύσουν κάθε χρήση του σήματος LΕΧΙCΟΝ, καθώς και του ονόματος περιοχής www.lexicon.edu.gr, και να παραλείπουν τη χρήση αυτή στο μέλλον, με την απειλή χρηματικής ποινής: ύψους 5000 ευρώ καθώς και προσωπικής κράτησης διαρκείας ενός έτους σε βάρος της δεύτερης από αυτούς για κάθε παράβαση, β] να απαγορευθεί στους εναγομένους και σε καθέναν που έλκει δικαίωμα από αυτούς να χρησιμοποιούν με οποιοδήποτε τρόπο το σήμα LΕΧΙCΟΝ, καθώς και το όνομα περιοχής www.lexicon.edu.gr, γ) να υποχρεωθούν αυτοί [εναγόμενοι] και κάθε τρίτος που έλκει δικαίωμα από αυτούς να αποσύρουν από την αγορά κάθε διαφημιστικό, έντυπο, οπτικοαουστικό ή άλλου είδους υλικό και γενικά ο,τιδήποτε και με οποιονδήποτε τρόπο φέρει ως άνω σήμα, δ] να αναγνωρισθεί ότι. είναι υπόχρεοι να καταβάλουν από κοινού και εις ολόκληρον ο καθένας τους στην ίδια [ενάγουσα], όπως αυτή παραδεκτώς, κατ’ άρθρο 223 ΚΠολΔ, περιόρισε το αρχικά καταψηφιστικό ως προς το συγκεκριμένο κονδύλιο αίτημά της, μετατρέποντας αυτό σε αναγνωριστικό, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των 100.000 ευρώ, με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής, ε] να διαταχθεί κατά της δεύτερης εναγομένης προσωπική κράτηση διαρκείας ενός [1] έτους ως μέσον αναγκαστικής εκτελέσεως της αποφάσεως και στ] να διαταχθεί από το Δικαστήριο η δημοσίευση της απόφασης που θα εκδοθεί σε μία ημερήσια εφημερίδα της Θεσσαλονίκης με δαπάνη των εναγομένων. Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, επιχειρούμενη να θεμελιωθεί στις ως άνω διατάξεις του Ν. 2239/94 και ειδικότερα στην παράγραφο 1 εδ α’ άρθρου 26. Και τούτο καθόσον ειδικότερα οι τομείς δραστηριότητας, οι υπηρεσίες των μερών, η προσέγγιση καναλιών διανομής των παρεχομένων υπηρεσιών και οι αποδέκτες αυτών δεν είναι ταυτόσημες, ούτε συγγενείς, αφού η μεν ενάγουσα έχει ως αντικείμενο επαγγελματικής δραστηριότητας την παροχή υπηρεσιών μετάφρασης και διερμηνείας, καθώς και τις εφαρμογές της πληροφορικής στον τομέα της μετάφρασης, ενώ οι παρεχόμενες από τα μέλη του πρώτου εναγομένου, μεταξύ των οποίων και η δεύτερη εναγομένη, υπηρεσίες αφορούν στην ιδιωτική εκπαίδευση-εκμάθηση ξένων γλωσσών και πληροφορικής, απευθυνόμενοι σε μαθητές και σπουδαστές με αποτέλεσμα να αποκλείεται εξ αντικειμένου ο επικαλούμενος κίνδυνος σύγχυσης όσον αφορά την προέλευση των προσφερομένων και διαφημιζομένων υπηρεσιών, λαμβανομένης υπόψη και της διαφορετικότητας της όλης απεικονίσεως του σήματος της ενάγουσας ανώνυμης εταιρείας και εκείνης του διακριτικού τίτλου των εναγομένων, στην οποία το μόνο κοινό στοιχείο είναι η σε κάθε περίπτωση κοινής χρήσεως λέξη “LEXICON”. Εξάλλου, όσον αφορά ειδικότερα το διαδίκτυο ενόψει του περιορισμένου αριθμού των διαθεσίμων ονομάτων χώρου, αλλά και την ευρύτατη εμβέλεια των τοποθεσιών διαδικτύου, αρκεί μία ελάχιστη διαφοροποίηση μεταξύ διαφορετικών ονομάτων χώρου και στην ένδικη περίπτωση οι εναγόμενοι χρησιμοποιούν με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή περιστατικά, ως όνομα περιοχής την επί πλέον προσθήκη “edu” [ήτοι education, που σημαίνει εκπαίδευση – μόρφωση – εκπαιδευτικός -μορφωτικός]. Πρέπει, δε να σημειωθεί ότι στην αγωγή δεν γίνεται επίκληση σήματος φήμης ούτε περιλαμβάνονται και δη σωρευτικά τα αναγκαία για τη θεμελίωσή του, κατά την έννοια που προεκτέθηκε στην οικεία μείζονα σκέψη, περιστατικά – προϋποθέσεις ώστε να παρέχεται στον δικαιούχο η σχετική προστασία ακόμη και αν πρόκειται για προϊόντα ή υπηρεσίες που δεν ομοιάζουν με εκείνα για τα οποία έχει καταχωρηθεί και προορίζεται να διακρίνει το σήμα, οπότε η χρησιμοποίηση του μεταγενέστερου σήματος ή διακριτικού γνωρίσματος θα προσπόριζε στον τρίτο, που το χρησιμοποιεί, χωρίς εύλογη αιτία, αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου ή θα έβλαπτε τον διακριτικό χαρακτήρα ή την φήμη αυτού [άρθρα 4 παρ 1γ και 26 παρ 1 εδ β’ ν. 2239/94]. Επομένως το Εφετείο, το οποίο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, έκρινε ομοίως και απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη και ακολούθως την έφεση (και όχι την αγωγή) ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, ορθώς ερμήνευσε τις προπαρατεθείσες διατάξεις ουσιαστικού νόμου, δεν κήρυξε απαράδεκτο παρά το νόμο, ούτε κατέστησε χείρονα τη θέση της ήδη αναιρεσείουσας ως εκκαλούσας. Συνεπώς, ο πρώτος, ο τρίτος και ο τέταρτος, εκ του άρθρου 559 αρ.1 και 14, ΚΠολΔ, αντίθετοι, λόγοι αναιρέσεως είναι αβάσιμοι. Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 559 αρ. 11 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος, διότι ο λόγος αυτός ιδρύεται μόνον αν εχώρησε κατ’ ουσίαν κρίση, πράγμα το οποίο δεν συνέβη στην προκειμένη περίπτωση. Κατ’ ακολουθίαν τούτων πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως. Η αναιρεσείουσα, ως ηττωμένη διάδικος πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (άρθρων 176, 183, 189§1 και 191§2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.-
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 25-2-2010 αίτηση της εταιρίας με την επωνυμία “LEXICON Εφαρμογές Μετάφρασης Α.Ε.”, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθμό 2312/2009 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης.-
(…)
Σχόλιο: Η παραπάνω απόφαση έκρινε, αφενός, το ζήτημα της σύγκρουσης σήματος και διακριτικού γνωρίσματος και, αφετέρου, το ζήτημα της σύγκρουσης ονομάτων χώρου. Ως προς το πρώτο ζήτημα, η απόφαση είναι απολύτως θεμελιωμένη και δέχεται ότι δεν υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης από τη χρήση διακριτικού γνωρίσματος ταυτόσημου με κατοχυρωμένο σήμα, διότι οι τομείς δραστηριότητας, οι υπηρεσίες των μερών, η προσέγγιση καναλιών διανομής των παρεχομένων υπηρεσιών και οι αποδέκτες αυτών δεν είναι ταυτόσημες, ούτε συγγενείς, 

Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα πρέπει να σημειωθούν τα εξής: 
α) η απόφαση αναφέρει ότι το “domain name” δεν μπορεί κατ’ αρχήν να ταυτισθεί με την εμπορική επωνυμία, το διακριτικό τίτλο και το εμπορικό σήμα, αλλά σε αυτό αποδίδεται λειτουργία τόσο διακριτικού τίτλου όσο και σήματος, κατά έμμεσο τρόπο, όταν αυτό χρησιμοποιείται ως διακριτικό στοιχείο για το πρόσωπο ή την επιχείρηση στο διαδίκτυο, διότι, όπως και τα προηγούμενα, έχει πρωταρχικά εξατομικευτική και αναγνωριστική λειτουργία. Δύσκολα, ωστόσο, θα μπορούσε να δεχθεί κανείς ότι στο όνομα χώρου αποδίδεται οιονεί λειτουργία διακριτικού τίτλου και σήματος, αλλά αντιθέτως μόνο λειτουργία οιονεί διακριτικού γνωρίσματος μπορεί να αποδοθεί σε αυτό, καθώς για την απόκτηση δικαιώματος σε σήμα, απαιτείται κατάθεση στην αρμόδια υπηρεσία,
β) η απόφαση δέχεται ότι η σύγκρουση μεταξύ διακριτικού γνωρίσματος και ονόματος χώρου θα αρθεί με βάση την αρχή της χρονικής προτεραιότητας, ωστόσο, ο κίνδυνο σύγχυσης πρέπει να νοείται ευρέως, ώστε να μην αποκλείεται ακόμα και όταν η μεταγενέστερη επιχείρηση παράγει η εμπορεύεται ανόμοια προϊόντα η προσφέρει ανόμοιες υπηρεσίες, αφού και στην περίπτωση αυτή ο καταναλωτής μπορεί να σχηματίσει την εντύπωση ότι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή ότι ανάμεσα στις δύο επιχειρήσεις υπάρχει σχέση συνεργασίας, αλλά θα πρέπει και τότε να υπάρχει κάποια εγγύτητα ή συγγένεια των οικονομικών κλάδων και 
γ) τέλος, δέχεται ότι όψει του περιορισμένου αριθμού των διαθεσίμων ονομάτων χώρου, αλλά και την ευρύτατη εμβέλεια των τοποθεσιών διαδικτύου, αρκεί μία ελάχιστη διαφοροποίηση μεταξύ διαφορετικών ονομάτων χώρου και στην ένδικη περίπτωση οι εναγόμενοι χρησιμοποιούν με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή περιστατικά, ως όνομα περιοχής την επί πλέον προσθήκη “edu” [ήτοι education, που σημαίνει εκπαίδευση – μόρφωση – εκπαιδευτικός -μορφωτικός]. Σε αυτήν την κρίση της απόφασης δεν μπορεί να συμφωνήσει κανείς, διότι το ζήτημα είναι αν υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης από τη χρήση των δύο ονομάτων χώρου και για το σκοπό αυτό, πρέπει να εξετασθεί αν υπάρχει εγγύτητα ή συγγένεια οικονομικών κλάδων που δραστηριοποιούνται οι επιχειρήσεις. Με την προσθήκη της κατάληξης .edu.gr στο όνομα χώρου που είναι ταυτόσημο με το όνομα χώρου της ενάγουσας, αλλά διαφέρει στην κατάληξη, δεν αίρεται το πρόβλημα της χρήσης ταυτόσημων ονομάτων χώρου.

Ι. Ιγγλεζάκης, Αν. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ

Επίλυση διαφορών επί κοινοτικών ονομάτων χώρου από το διαιτητικό δικαστήριο της Τσεχίας

Η ΕΕ διαθέτει πλέον τη δική της ταυτότητα στο Διαδίκτυο, καθώς έχει δημιουργήσει το κοινοτικό όνομα χώρου ανώτατου επιπέδου, δηλ. το όνομα χώρου με κατάληξη «.eu».

Τα θεμέλια για την υλοποίηση αυτού του κωδικού ονομάτων χώρου ανώτατου επιπέδου τέθηκαν με τον Κανονισμό 733/2002, στόχος του οποίου είναι να αποκτήσει η εσωτερική αγορά μεγαλύτερη προβολή στην εικονική αγορά η οποία βασίζεται στο Διαδίκτυο.

Σημαντικό είναι να επιλύονται άμεσα και ταχύτατα οι διαφορές σχετικά με τα δικαιώματα επί των ονομάτων χώρου. Για το σκοπό αυτό θεσπίζεται εξωδικαστική διαδικασία επίλυσης διαφορών με τον Κανονισμό 874/2004 της ΕΕ. Φορέας υλοποίησης του εγχειρήματος αυτού, είναι το Διαιτητικό Δικαστήριο της Τσεχίας. (CAC)

Το Διαιτητικό αυτό Δικαστήριο είναι ένας οργανισμός μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που εδρεύει στην Πράγα που υπόκειται στο Οικονομικό Επιμελητήριο της Τσεχίας και εξειδικεύεται στην επίλυση εθνικών και διεθνών εμπορικών διαφορών. Είναι ενδεικτικό ότι το 2007 διεκπεραίωσε πάνω από 2,000 διαιτησίες.

Το CAC επιλέχθηκε το 2005 ως φορέας εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών του κοινοτικού ονόματος .eu από το EURid και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Ήδη από τον Μάρτιο του 2006 που εκδίκασε την πρώτη προσφυγή, το CAC χειρίσθηκε πάνω από 1000 προσφυγές και εξέδωσε 900 αποφάσεις. Οι διαδικασίες του CAC διεξάγονται σε 21 από τις 22 επίσημες γλώσσες και με τη χρήση μιας διαδικτυακής πλατφόρμας.

Βιβλιογραφία:
Α. Άνθιμος, Οι κανόνες επίλυσης διαφορών του διαιτητικού δικαστηρίου της Τσεχίας για την επίλυση διαφορών επί ονομάτων χώρου .eu, Συνήγορος 65/2008, σελ. 58 επ.

“EU.” – Top level domain names

On 22 April 2002, the Regulation 733/2002 of the European Parliament and of the Council on the Implementation of the Internet Top Level Domain “.eu” was adopted. It introduced the first Top Level Domain for use of the European Community. Potential domain name holders and those who will benefit, are individual residents in the EU and also, organisations and companies established within its territory.

The .eu TLD was created in order to reinforce the European brand and to promote a common internet identity for European Union citizens. Its main objective is to establish a European electronic marketplace and promote the information society within the EU.

The aforementioned Regulation is complemented by Regulation 874/2002 ‘laying down public policy rules concerning the implementation and functions of the .eu top level domain name and the principles governing registration’ and by Regulation 1654/2005 amending Regulation 874/2004.

The ‘eu.’ TLD is managed by Eurid. EURid is a not-for-profit organisation, established in Belgium, and has been selected by the European Commission to operate the new .eu top level domain. It is accessible over the Internet at: http://www.eurid.eu/