Με την υπ’ αριθ. 2/2009 απόφασή της, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα έκρινε ότι στην περίπτωση της άσκησης αξιώσεων διατροφής, προβλέπεται στο άρθρο 1445 ΑΚ υποχρέωση παροχής πληροφοριών σχετικά με την περιουσιακή κατάσταση των συζύγων, οπότε δεν απαιτείται άδεια της Αρχής.
Η Αρχή έκρινε ότι η διάταξη του άρθρου 1445 ΑΚ είναι ειδικότερη και κατισχύει των διατάξεων του ν. 2472/1997 για την προστασία προσωπικών δεδομένων.
Η άποψή αυτή είναι ασφαλώς ορθή. Η περίπτωση αυτή καταδεικνύει, ωστόσο, ότι ο Έλληνας νομοθέτης οφείλει να συστηματοποίησει τις περιπτώσεις που αφορούν την παροχή πληροφοριών και να ελέγξει τη συμβατότητα διατάξεων, όπως είναι αυτή του άρθρου 1445 ΑΚ, με την προστασία προσωπικών δεδομένων, η οποία στη Χώρα μας κατοχυρώνεται συνταγματικά.
Ακολουθεί το κείμενο της απόφασης:
Με τη με αριθ. πρωτοκόλλου της Αρχής Γ/ΕΙΣ/6711/04.12.2008 αίτησή του ο Α ζητεί από την Αρχή να εκδώσει άδεια προς τον Ο.Α.Ε.Δ. Αιγάλεω, προκειμένου να του χορηγηθούν τα στοιχεία που ζητεί για δικαστική χρήση. Συγκεκριμένα, έχοντας πετύχει και την έκδοση σχετικής εισαγγελικής παραγγελίας (με αρ. πρωτ. 25408/4.12.2008), ζητεί δυνάμει της διατάξεως του άρθρου 1445 Α.Κ., από την παραπάνω Υπηρεσία να του χορηγήσει βεβαίωση, από την οποία να προκύπτει α) αν και από πότε η Β, μητέρα του ανήλικου τέκνου τους, έχει υπαχθεί στο Ταμείο Ανεργίας και λαμβάνει επίδομα ανεργίας, σε καταφατική δε περίπτωση, β) τι ποσό της καταβάλλεται μηνιαίως κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, για το οποίο ζητείται η καταβολή διατροφής, γ) αν εξακολουθεί να λαμβάνει το επίδομα ανεργίας και αν όχι από πότε και για ποιο λόγο δεν της καταβάλλεται. Η αγωγή αυτή για διατροφή του ανήλικου τέκνου του συζητείται μετά από αναβολή την 16.1.2009.
Μετά από εξέταση όλων των παραπάνω στοιχείων, αφού άκουσε την εισηγήτρια Ε. Ι. Τσακιρίδου και κατόπιν διεξοδικής συζήτησης
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 2 στοιχ. α΄ του ν. 2472/1997 προσωπικά δεδομένα είναι κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων. Ως υποκείμενο νοείται το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και που μπορεί να προσδιοριστεί (στοιχ. γ΄ ιδίου άρθρου). Κατά το στοιχ. β΄ του ιδίου άρθρου τα δεδομένα κοινωνικής πρόνοιας αποτελούν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα.
Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 2472/1997 τα “δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία εν όψει των σκοπών αυτών. β) Να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται εν όψει των σκοπών της επεξεργασίας. γ)….”
Όπως ορίζει το άρθρο 5 παρ. 2 περ. ε΄ του ν. 2472/1997 κατ΄ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου, όταν η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει τρίτος ή τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών.
Όσον αφορά δε τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 2 περ. γ΄ του ιδίου νόμου, “κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:… γ) Η επεξεργασία αφορά δεδομένα που δημοσιοποιεί το ίδιο το υποκείμενο ή είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου”.
Ο υπεύθυνος επεξεργασίας αλλά και ο τρίτος, με την έννοια του άρθρου 2 στοιχ. θ’ του ν. 2472/1997, πρέπει να επικαλούνται και να αποδεικνύουν (ο τρίτος στην αίτηση του προς τον υπεύθυνο επεξεργασίας) ότι τα στοιχεία, για την επεξεργασία των οποίων ζητούν την άδεια της Αρχής, είναι απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματός τους ενώπιον δικαστηρίου.
Ειδικά, όμως, για την περίπτωση της άσκησης αξιώσεων διατροφής θεσπίστηκε υποχρέωση παροχής πληροφοριών σχετικά με την περιουσιακή κατάσταση των συζύγων. Όπως ορίζει το άρθρο 1445 Α.Κ.: “Ο καθένας από τους πρώην συζύγους είναι υποχρεωμένος να δίνει στον άλλον ακριβείς πληροφορίες για την περιουσία του και τα εισοδήματά του, εφόσον είναι χρήσιμες για τον καθορισμό του ύψους της διατροφής. Με αίτηση ενός από τους πρώην συζύγους, που διαβιβάζεται μέσω του αρμόδιου εισαγγελέα, ο εργοδότης, η αρμόδια υπηρεσία και ο αρμόδιος οικονομικός έφορος είναι υποχρεωμένοι να δίνουν κάθε χρήσιμη πληροφορία για την περιουσιακή κατάσταση του άλλου συζύγου και προπάντων για τα εισοδήματά του”. Η διάταξη αυτή έχει σκοπό να διευκολύνει και από διαδικαστική πλευρά την ικανοποίηση του δικαιώματος διατροφής και τον ειδικότερο καθορισμό του ύψους της. Το δε δεύτερο εδάφιο του παραπάνω άρθρου θεσπίζει ειδική διαδικασία για τη λήψη των πληροφοριών, όταν αυτές πρόκειται να παρασχεθούν όχι από τον άλλο σύζυγο, αλλά από τον εργοδότη (εννοείται τον ιδιώτη εργοδότη), την αρμόδια υπηρεσία ή τον αρμόδιο οικονομικό έφορο. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η αίτηση διαβιβάζεται μέσω του αρμόδιου εισαγγελέα, ο οποίος παραγγέλλει στα παραπάνω πρόσωπα και υπηρεσίες την παροχή των ζητούμενων πληροφοριών (βλ. Σκορίνη σε Α.Κ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, άρθρ. 1445, αρ. 1 επ.). Η παραπάνω διάταξη έχει χαρακτήρα ουσιαστικό όσον αφορά την θεσπιζόμενη υποχρέωση παροχής πληροφοριών για την περιουσιακή κατάσταση των συζύγων σε δίκες διατροφής, αλλά και δικονομικό όσον αφορά την θεσπιζόμενη διαδικασία με αίτηση που διαβιβάζεται με ειδική εισαγγελική παραγγελία, με βάση τη διάταξη αυτή.
Στην κρινόμενη περίπτωση η ζητούμενη βεβαίωση για την υπαγωγή της Β στο Ταμείο Ανεργίας που ζητεί ο Α από τον Ο.Α.Ε.Δ. Αιγάλεω Αττικής περιέχει ευαίσθητα προσωπικά της δεδομένα (βλ. άρθρ. 2 στοιχ. α΄ και β΄ του ν. 2472/97), καθώς, σε καταφατική περίπτωση, οι σχετικές πληροφορίες που την αφορούν συνδέονται με δεδομένα κοινωνικής πρόνοιας. Δεδομένα που αφορούν στην κοινωνική πρόνοια είναι εκείνα που αφορούν σε εν γένει κοινωνικοασφαλιστικές παροχές που σχετίζονται με τη λήψη από ευάλωτες κοινωνικές ομάδες (π.χ. ορφανά, αναπήρους, ανέργους) ειδικών παροχών και επιδομάτων από το κράτος. Ένα τέτοιο δεδομένο που αφορά στην κοινωνική πρόνοια είναι και η ιδιότητα κάποιου προσώπου ως ανέργου ή/και δικαιούχου επιδόματος από τον Ο.Α.Ε.Δ. Κατά συνέπεια, τα ζητούμενα στοιχεία με μορφή βεβαιώσεως από τον Ο.Α.Ε.Δ. για την Β περιέχουν και ευαίσθητα προσωπικά της δεδομένα, καθώς αφορά πρωτίστως στην ιδιότητά της ως ανέργου και συνδέονται με την κοινωνική πρόνοια.
Τα δεδομένα αυτά, από την άλλη, που είναι σχετικά με τα εισοδήματα του άλλου συζύγου, όπως και το τυχόν χορηγηθέν από τον Ο.Α.Ε.Δ. επίδομα ανεργίας, είναι κρίσιμα για τον καθορισμό του ύψους της διατροφής του κοινού ανήλικου τέκνου τους και είναι υποχρεωμένη η αρμόδια Υπηρεσία, στην συγκεκριμένη περίπτωση ο Ο.Α.Ε.Δ., να παράσχει στον άλλον σύζυγο τις πληροφορίες αυτές κατά την ειδικότερη διαδικασία που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 1445 Α.Κ., συμμορφούμενη προς την ειδική εισαγγελική παραγγελία που εκδίδεται με βάση την παραπάνω διάταξη του Αστικού Κώδικα.
Στην περίπτωση αυτή, οι ζητούμενες πληροφορίες μπορεί να περιέχουν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα κοινωνικής πρόνοιας, πλην όμως αφορούν την περιουσία ή τα εισοδήματα του άλλου συζύγου, στοιχεία απαραίτητα για τη θεμελίωση ή τον καθορισμό του ύψους της διατροφής. Για τα στοιχεία αυτά υπάρχει αξίωση παροχής της πληροφορίας και εφαρμόζεται για τη λήψη τους η ειδικότερη σε σχέση με τον ν. 2472/97 διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 1445 εδ. β΄ Α.Κ. Η τελευταία αυτή διάταξη, ως ειδικότερη, κατισχύει των διατάξεων του άρθρου 7 του ν. 2472/97. Ως εκ τούτου, παρέλκει η έκδοση άδειας της Αρχής για τη χορήγηση των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων σχετικά με τη χορήγηση επιδόματος κοινωνικής πρόνοιας, και τα δεδομένα αυτά χορηγούνται με την εισαγγελική παραγγελία που εκδίδεται βάσει του άρθρου 1445 εδ. β΄ Α.Κ.
Για τους λόγους αυτούς
Η Αρχή, ομόφωνα, αποφαίνεται ότι δεν απαιτείται η έκδοση άδειας της Αρχής για τη χορήγηση της ζητούμενης βεβαίωσης του Ο.Α.Ε.Δ. στον τρίτο αιτούντα, και ότι η ζητούμενη βεβαίωση δίδεται με την ειδικότερη διαδικασία του άρθρου 1445 εδ. β΄ Α.Κ.