Επέμβαση αστυνομικού σε αρχείο πειθαρχικού ελέγχου συναδέλφου του – AΠ 667/2014 (Ποιν.)

Παράνομη επέμβαση σε αρχείο προσωπικών δεδομένων – άρθρο 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997
Περίληψη: Καταδίκη για παράβαση του άρθρου 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997 του κατηγορούμενου αστυνομικού, ο οποίος έκανε επέμβαση σε απόρρητο αρχείο της υπηρεσίας του, παρέλαβε αυτοβούλως έγγραφα από τον πειθαρχικό φάκελο του εγκαλούντος, αναφερόμενα σε πειθαρχική υπόθεση του τελευταίου που είχε χειρισθεί στο παρελθόν ο κατηγορούμενος, αναπαράγοντάς τα με φωτοτύπηση, και στη συνέχεια, τα προσκόμισε προς τον διενεργούντα προκαταρκτική εξέταση σε βάρος του, χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων και χωρίς προηγουμένως να υποβάλει αίτηση προς τον υπεύθυνο επεξεργασίας του εν λόγω αρχείου για να του χορηγηθούν τα επίμαχα έγγραφα, ως απολύτως πρόσφορα και αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματός του ενώπιον των δικαστικών αρχών, κατ’ άρθρο 5 παρ. 2 στοιχ. ε΄ του Ν. 2472/1997.
ΑΡΙΘΜΟΣ 667/2014 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ, ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

…….
Σε συμμόρφωση προς τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1981 (που κυρώθηκε με το ν. 2068/1992) και την 95/46/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 24-10-1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, εκδόθηκε ο ν. 2472/1997 “Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”, ο οποίος ορίζει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Στο άρθρο 2 ότι: “Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) “Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα”, κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων … β) … γ) “Υποκείμενο των δεδομένων”, το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιοριστεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόσταση του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτική ή κοινωνική, δ) “επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (“επεξεργασία”), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο, ή νομικό πρόσωπο δημοσίου, δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζεται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώρηση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή, ε) “Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (“αρχείο”), σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας και τα οποία τηρούνται είτε από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο, στ) …, ζ) “Υπεύθυνος επεξεργασίας”, οποιοσδήποτε καθορίζει τον σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός. Όταν ο σκοπός και ο τρόπος της επεξεργασίας καθορίζονται με διατάξεις νόμου ή κανονιστικές διατάξεις εθνικού ή κοινοτικού δικαίου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η επιλογή του καθορίζονται αντίστοιχα από το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο, η) “εκτελών την επεξεργασία”, οποιοσδήποτε επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό υπεύθυνου επεξεργασίας, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας, θ) “τρίτος”, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας, ι) “Αποδέκτης”, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι, ια) “Συγκατάθεση” του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει και με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο “επεξεργασίας” τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει πληροφόρηση τουλάχιστον για το σκοπό της επεξεργασίας, τα δεδομένα ή τις κατηγορίες δεδομένων που αφορά η επεξεργασία, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνση του υπευθύνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του. Η συγκατάθεση μπορεί να ανακληθεί, οποτεδήποτε, χωρίς αναδρομικό αποτέλεσμα, ιβ) “Αρχή”, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα που θεσπίζεται στο κεφάλαιο Δ’ του παρόντος νόμου”. Στο άρθρο 3 ότι : “1. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν στο αρχείο. 2. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου δεν εφαρμόζονται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η οποία πραγματοποιείται από φυσικό πρόσωπο για την άσκηση δραστηριοτήτων αποκλειστικά προσωπικών ή οικιακών”. Στο άρθρο 4 ότι:”1. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία ενόψει των σκοπών αυτών β) Να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται ενόψει των σκοπών της επεξεργασίας, γ) να είναι ακριβή και, εφόσον χρειάζεται να υποβάλλονται σε ενημέρωση, δ)… Η τήρηση των διατάξεων της παραγράφου αυτής βαρύνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας … . Στο άρθρο 5 ότι:”1. Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεση του. 2.Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: α) … β) … γ) … δ) … ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών”. Τέτοια περίπτωση συνδρομής υπέρτερου εννόμου συμφέροντος συνιστά, ιδίως, η περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία που ζητούνται είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου. Το παραπάνω επιχείρημα αντλείται από το άρθρο 7 παρ. 2 γ’ του ίδιου νόμου, που αφορά την επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων αλλά εφαρμόζεται κατά μείζονα λόγο και στην επεξεργασία απλών προσωπικών δεδομένων, σύμφωνα με το οποίο “Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: … γ) η επεξεργασία αφορά δεδομένα που δημοσιοποιεί το ίδιο το υποκείμενο ή είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου”. Προϋπόθεση όμως για τη νόμιμη εφαρμογή της παραπάνω διατάξεως είναι ότι τα δεδομένα, των οποίων ζητείται η χορήγηση ή για τα οποία πρόκειται η χρήση, πρέπει να είναι απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου και δη ενόψει της συγκεκριμένης δίκης που εκκρεμεί. Η αναγκαιότητα δε υφίσταται όταν ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα. Τα δεδομένα επίσης δεν πρέπει να είναι περισσότερα από όσα είναι απολύτως απαραίτητα για την υπεράσπιση του δικαιώματος. Τέλος, τα δεδομένα πρέπει να έχουν συλλεχθεί νομίμως, με έγγραφη, δηλαδή, αίτηση προς τον υπεύθυνο επεξεργασίας ενόψει του επιδιωκόμενου σκοπού. Στο άρθρο 11 ορίζεται ότι: “Ο υπεύθυνος επεξεργασίας, οφείλει, κατά το στάδιο της συλλογής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να ενημερώνει με τρόπο πρόσφορο και σαφή το υποκείμενο για τα εξής τουλάχιστον στοιχεία : α) την ταυτότητα του και την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του, β)τον σκοπό της επεξεργασίας, γ) τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων και δ) την ύπαρξη δικαιώματος πρόσβασης. 2. … 3. Εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς …”. 
Το άρθρο 22 προβλέπει ποινικές κυρώσεις για τις αναφερόμενες σ’ αυτό κατηγορίες συμπεριφορών που κρίνονται αξιόποινες. Ειδικότερα, όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιοδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις. Οι ποινικές κυρώσεις, όπως άλλωστε είναι φυσικό, ενόψει της ιδιάζουσας βαρύτητας τους, προβλέπονται όχι γενικώς και αορίστως για κάθε παράβαση των διατάξεων του, αλλά μόνο για συγκεκριμένες ειδικά περιγραφόμενες σοβαρές παραβάσεις. Με εξαίρεση δε τις περιπτώσεις της διατάξεως του άρθρου 22 παρ. 5, η οποία ποινικοποιεί τις παραβάσεις συγκεκριμένων αποφάσεων της Αρχής προσωπικών δεδομένων, το κοινό συνδετικό γνώρισμα των ειδικών ποινικών προβλέψεων του άρθρου 22 του ν. 2472/97 και εκείνο που προσδίδει βαρύτητα στις σχετικές πράξεις είναι η αναφορά τους στη τήρηση “Αρχείων προσωπικών δεδομένων”. Έτσι, κατά την παρ. 1 του άρθρου 22 γίνεται αξιόποινη η χωρίς γνωστοποίηση στην Αρχής σύσταση και λειτουργία Αρχείου προσωπικών δεδομένων, κατά την παρ.2 η διατήρηση “Αρχείου” χωρίς άδεια ή κατά παράβαση των όρων και προϋποθέσεων της άδειας της Αρχής, κατά την παρ.3 ή χωρίς γνωστοποίηση στην Αρχή και άδεια από αυτήν διασύνδεση αρχείων. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι για την αντικειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται α) ύπαρξη δεδομένων που περιλαμβάνονται σε “Αρχείο”, ως τέτοιο δε θεωρείται, κατ’ αρθρ.2 περ. ε’, το σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελούν αντικείμενο “επεξεργασίας” και τηρούνται ή από το Δημόσιο ή από ενώσεις προσώπων ή φυσικά πρόσωπα, β) υποκείμενο των δεδομένων που είναι το φυσικό πρόσωπο, στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιοριστεί αμέσως ή εμμέσως, ενώ ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θεωρούνται κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων και ευαίσθητα δεδομένα αυτά που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε ένωση, σωματείο ή συνδικαλιστική οργάνωση, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και την ερωτική ζωή καθώς και τα σχετικό με ποινικές διώξεις ή καταδίκες και γ) επενέργεια επέμβαση του υπαιτίου σε “αρχείο” με την έννοια της διερεύνησης-πρόσβασης στις εγγραφές που περιλαμβάνει. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 5 του ν. 2690/99 (Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας) “κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα, ύστερα από γραπτή αίτηση του, να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων. Ως διοικητικά έγγραφα νοούνται όσα συντάσσονται από τις δημόσιες υπηρεσίες, όπως εκθέσεις, μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιες οδηγίες, απαντήσεις της Διοίκησης, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις. 2. Όποιος έχει ειδικό έννομο συμφέρον δικαιούται, ύστερα από γραπτή αίτηση του, να λαμβάνει γνώση των ιδιωτικών έγγραφων που φυλάσσονται στις δημοσιές υπηρεσίες και είναι σχετικά με υπόθεση του η οποία εκκρεμεί σε αυτές ή έχει διεκπεραιωθεί από αυτές. 3. Το κατά τις προηγούμενες παραγράφους δικαίωμα δεν υφίσταται στις περιπτώσεις που του έγγραφο αφορά την ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου ή αν παραβλάπτεται απόρρητο το οποίο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις. Η αρμόδια διοικητική αρχή μπορεί να αρνηθεί την ικανοποίηση του δικαιώματος τούτου αν το έγγραφο αναφέρεται στις συζητήσεις του Υπουργικού Συμβουλίου ή αν η ικανοποίηση του δικαιώματος αυτού είναι δυνατόν να δυσχεράνει ουσιωδώς την έρευνα δικαστικών, “διοικητικών”, αστυνομικών ή στρατιωτικών αρχών σχετικώς με την τέλεση εγκλήματος ή διοικητικής παράβασης. 4. Το δικαίωμα των παρ. 1 και 2 ασκείται : α) με μελέτη του εγγράφου στο κατάστημα της υπηρεσίας, ή β) με χορήγηση αντιγράφου, εκτός αν η αναπαραγωγή τούτου μπορεί να βλάψει το πρωτότυπο. Η σχετική δαπάνη αναπαραγωγής βαρύνει τον αιτούντα, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Αν πρόκειται για πληροφορίες ιατρικού χαρακτήρα, αυτές γνωστοποιούνται στον αιτούντα με τη βοήθεια γιατρού, ο οποίος ορίζεται για το σκοπό αυτόν. 5. Η άσκηση του κατά τις παρ. 1 και 2 δικαιώματος γίνεται με την επιφύλαξη της ύπαρξης τυχόν δικαιωμάτων πνευματικής ή βιομηχανικής ιδιοκτησίας”. Τέλος, στο άρθρο 1 του ν. 2713/1999, ορίζεται ότι: 1. Συνιστάται στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης αυτοτελής ειδική αστυνομική υπηρεσία, υπαγόμενη απευθείας στον Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας, η οποία ονομάζεται “Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων” και έχει έδρα το νομό Αττικής … 2. Η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων έχει ως αποστολή τη διερεύνηση, εξιχνίαση και δίωξη σε όλη την επικράτεια: α. Των εγκλημάτων που διαπράττουν ή συμμετέχουν σ’ αυτά αστυνομικοί όλων των βαθμών, συνοριακοί φύλακες και ειδικοί φρουροί και προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 134-137Δ, 216-222, 235-246, 252-263Α, 322-324, 336-353, 372-399 και 402-406 του ΠΚ … β. Των εγκλημάτων των άρθρων 216 έως και 222, 235 έως και 246, 252 έως και 263Α, 323Α, 323Β, 324, 385 του Ποινικού Κώδικα … 3. Για την εκπλήρωση της αποστολής της, η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων διερευνά, συλλέγει, αξιολογεί και αξιοποιεί πληροφορίες και στοιχεία που αφορούν τη διάπραξη των εν λόγω εγκλημάτων, ενεργεί προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση κατ’ αρθρ. 243 παρ. 2 ΚΠΔ για τη βεβαίωση τους και παραπέμπει τους υπαιτίους στην αρμόδια για την άσκηση της ποινικής δίωξης εισαγγελική αρχή. Όταν ο Εισαγγελέας παραγγέλλει, σύμφωνα με τα άρθρα 43 και 50 παρ. 2 του ΚΠΔ, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση, για τα εγκλήματα της προηγούμενης παραγράφου, δύναται να αναθέτει την ενέργεια αυτής στην Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων. Κατά την εκτέλεση των ανωτέρω καθηκόντων της η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων έχει απρόσκοπτη πρόσβαση στα αρχεία όλων των αστυνομικών υπηρεσιών και των άλλων αρχών ή υπηρεσιών του ευρύτερου δημόσιου τομέα…4. Πληροφορίες και στοιχεία που συλλέγονται από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την εκπλήρωση της αποστολής της. Σε κάθε περίπτωση εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2472/1997. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν περιέχονται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικό περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες τα αποδειχθέντα περιστατικά έχουν υπαχθεί στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σε τέτοια διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη, που έχει πράγματι αυτή ή δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε καθώς και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης (αναγόμενο στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος), που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή εφαρμογή ή μη του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, που, δικάζοντας κατ’ έφεση, εξέδωσε αυτή, δέχτηκε κατά την ανέλεγκτη αναιρετικό κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ’ είδος αναφέρει, αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Στην προκειμένη περίπτωση, από την χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος υπεράσπισης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, τα πρακτικό της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν, καθώς και από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα περιστατικά: Ο κατηγορούμενος, ο οποίος είναι Αστυνόμος με τον βαθμό Β’, υπηρετούσε από τον Αύγουστο 2002 στο Αρχηγείο της ΕΛΑΣ στην Αθήνα και ειδικότερα στο 4° Γραφείο του 1ου Τμήματος της Διεύθυνσης Αστυνομικού Προσωπικού/ΑΕΑ με αντικείμενο τις πειθαρχικές υποθέσεις Αξιωματικών της ΕΛΑΣ και ως εκ της ιδιότητας του αυτής, είχε πρόσβαση στο Αρχείο που είχε νομίμως συσταθεί κατ’ εφαρμογή του ν. 2713/1999 και όπου τηρούνταν οι απόρρητοι ατομικοί φάκελοι των Αξιωματικών του Σώματος της ΕΛΑΣ. Στις 4-8-2006, διενεργούμενης προκαταρκτικής εξέτασης σε βάρος του, κατόπιν των υπ’ αριθμ. Β-06/1916/18-6-2006 και 27-6-2006 παραγγελιών του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών, για τυχόν διάπραξη εκ μέρους του παράβασης καθήκοντος (άρθρ. 259 ΠΚ), κλήθηκε στην Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων/ΑΕΑ από τον διενεργούντα αυτήν Αστυνόμο Β’, Δ. Λ. προς παροχή, ανωμοτί, εξηγήσεων. Ειδικότερα, οι εξηγήσεις αυτές αφορούσαν το γεγονός που είχε λάβει χώρα στις 10-8-2001 και ώρα 13.30’ εντός του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου Δάφνης σχετικά με την εκπυρσοκρότηση υπηρεσιακού οπλοπολυβόλου MP 5 στα χέρια του ειδικού φρουρού Π. Α. που υπηρετούσε στο AT Δάφνης και εκτελούσε υπηρεσία σκοπού στο ανωτέρω Ταμιευτήριο και, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς που είχε διατυπώσει ο Αστυνομικός Υποδιευθυντής Γ. Ν. (εγκαλών) στις από 13-5-2006 και 25-7-2006 ένορκες καταθέσεις του στην Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛΑΣ και στην από 30-5-2006 αναφορά του στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, αλλά και σε προγενέστερες αναφορές του, το όπλο αυτό δεν ήταν το υπ’ αριθμ. C274277 ΜΡ5, που ήταν χρεωμένο στον άνω ειδικό φρουρό, αλλά ήταν το υπ’ αριθμ. C234795 ΜΡ5 που ήταν χρεωμένο από το AT Δάφνης στον αρχιφύλακα Ι. Β. ο οποίος, αν και, κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, εκτελούσε διατεταγμένη υπηρεσία σκοπού στο κτίριο της ΔΟΥ Δάφνης, είχε μεταβεί προ ολίγου στο ανωτέρω Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και είχε εμπιστευθεί το όπλο του για φύλαξη στον προαναφερθέντα ειδικό φρουρό για να απομακρυνθεί από τη θέση του και ότι αυτός (κατηγορούμενος), αν και γνώριζε όλα τα παραπάνω για τα οποία διενήργησε Ένορκη Διοικητική Εξέταση τα απέκρυψε και δεν αποκάλυψε την αλήθεια, σε αντίθεση, τόσο με το πόρισμα της από 22-4-2004 συμπληρωματικής ΕΔΕ που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το όπλο που εκπυρσοκρότησε ήταν του Ι. Β., όσο και με την από 24-12-2003 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης, σύμφωνα με την οποία το όπλο που εκπυρσοκρότησε “θα πρέπει” να ήταν του Β.. Ο κατηγορούμενος, κατά την ανωμοτί εξέταση του ενώπιον του άνω προανακριτικού υπαλλήλου, ισχυρίστηκε ότι διενήργησε και περαίωσε την ΕΔΕ σύμφωνα με τα στοιχεία που περιήλθαν σε γνώση του, ότι ο αστυνομικός Υποδιευθυντής Γ.Ν. (εγκαλών) ουδέποτε εξετάστηκε ως μάρτυρας για την εν λόγω υπόθεση, ούτε υπέβαλε στην υπηρεσία του έγγραφη αναφορά για το προαναφερθέν συμβάν ώστε αυτή να αποτελέσει εφαλτήριο Διοικητικής Ανάκρισης και ούτε προέβη στον πειθαρχικό έλεγχο των υφισταμένων του για τα παραπτώματα που ισχυρίζεται ότι διέπραξαν, περαιτέρω δε ότι αυτός (Γ.Ν.) υπέβαλε τις παραπάνω αναφορές μετά παρέλευση σχεδόν πέντε ετών από το προαναφερθέν γεγονός και τούτο έπραξε διότι αυτός (κατηγορούμενος) χειρίστηκε προσφυγή του κατά ποινής προστίμου που του επιβλήθηκε από τον Γενικό Αστυνομικό Διευθυντή Αττικής, υπονοώντας προφανώς ότι ο εγκαλών κινήθηκε εναντίον του κατά τον άνω τρόπο ωθούμενος από εκδικητικά κίνητρα. Προς απόδειξη του τελευταίου αυτού ισχυρισμού του εγχείρισε στον διενεργούντα την προκαταρκτική εξέταση οκτώ (8) έγγραφα, συνταχθείσης προς τούτο της από 4-8-2006 έκθεσης εγχειρίσεως εγγράφων, ήτοι τα παρακάτω: 1) το υπ’ αριθμ. 222187/6/17-η’ από 28-11-2005 έγγραφο του Γραφείου Αξιωματικών του Τμήματος Αστυνομικού Προσωπικού του Επιτελείου της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής που υπέγραφε ο Γεν. Αστυν. Διευθυντής Αττικής Β. Τ., προς το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας, Κλάδο Διοικητικού, Διεύθυνση Αστυνομικού Προσωπικού Τμήμα 1° Αξιωματικών, με θέμα την υποβολή της από 4-11-2005 προσφυγής του Αστυν.Υποδ/ντού Ν. Γ. (πολιτικώς ενάγοντος) κατά επιβληθείσης κατ’ αυτού ποινής προστίμου 20 ευρώ λόγω παραλείψεων του κατά την σύνταξη εκθέσεων αξιολόγησης τεσσάρων υφισταμένων του Αξιωματικών και πρόταση απορρίψεως της προσφυγής ως κατ’ ουσίαν αβάσιμης, 2) το υπ’ αριθμ. 222187/6/22-ι’ από 27-12-2005 έγγραφο – εισηγητικό σημείωμα με θέμα την προαναφερθείσα ιεραρχική προσφυγή του πολιτικώς ενάγοντος που υπέγραφε ως εισηγητής ο κατηγορούμενος και εισηγείτο να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η προσφυγή του Γ.Ν. και να παραμείνει η επιβληθείσα ποινή του προστίμου των είκοσι (20) ευρώ ως έχει, 3) το υπ’ αριθμ. 2221876/22-ια’ από 5-1-2006 έγγραφο του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, Κλάδος Διοικητικού, Διεύθυνση Αστυνομικού Προσωπικού Τμήμα 1° Αξιωματικών, προς τέσσερις υπηρεσιακούς αποδέκτες με θέμα την τελεσίδικη απόρριψη της από 4-11-2005 προσφυγής του Αστυν.Υπαδ/ντού Ν. Γ. (πολιτικώς ενάγοντος) κατά της επιβληθείσης ποινής προστίμου 20 ευρώ και την παραίνεση προς τις Υπηρεσίες που κοινοποιείτο το έγγραφο μαζί με τον πίνακα επιβολής προστίμου να ενεργήσουν αρμοδίως, 4) το υπ’ αριθμ. 424/11-5-2006 έγγραφο του 19ου Πταισματοδίκη Αθηνών προς το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας, Κλάδο Διοικητικού, Διεύθυνση Αστυνομικού Προσωπικού Τμήμα 1° Αξιωματικών, με το οποίο ζητούσε αντίγραφο του εισηγητικού σημειώματος που συνετάγη σχετικά με την από 4-11-2005 προσφυγή του Γ. Ν. (εγκαλών), 5) το υπ’ αριθμ. 222187/6/23-ιστ’ από 22-3-2006 έγγραφο του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, Κλάδος Διοικητικού, Διεύθυνση Αστυνομικού Προσωπικού Τμήμα 1° Αξιωματικών προς τη Διεύθυνση Αστυνομίας Αθηνών Τμήμα Εσωτερικών Λειτουργιών Γραφείο Αξιωματικών με θέμα επίσης την υποβολή των από 10-2-2006 παραπόνων-προσφυγής του Γ. Ν. και την παράκληση να γνωστοποιηθεί σ’ αυτόν ότι ο Γενικός Επιθεωρητής Νότιας Ελλάδος αποφάσισε να παραμείνει η ποινή προστίμου των 20 ευρώ που επιβλήθηκε για δεν προσκομίστηκαν νέα στοιχεία, 6) το υπ’ αριθμ. 222187/6/22-ιζ’ έγγραφο του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, Κλάδος Διοικητικού, Διεύθυνση Αστυνομικού Προσωπικού Τμήμα 1° Αξιωματικών προς την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών με το οποίο κοινοποιείτο στην Εισαγγελία, κατ’ άρθρο 37 του ΚΠΔ η από 10-2-2006 αναφορά παραπόνων-προσφυγή του Γ.Ν. καθώς και το 222187/6-/22-ιε’ από 10-3-2006 εισηγητικό σημείωμα, 7) το υπ’ αριθμ. 222187/6/22-1ε’ από 10-3-2006 εισηγητικό σημείωμα που είχε συντάξει ο εισηγητής Β. Δ. σχετικά με την από 10-2-2006 προσφυγή-παράπονα που υπέβαλε ο Γ.Ν., μετά την επίδοση αντιγράφου του τελεσίδικου πίνακα επιβολής ποινής προστίμου 20 ευρώ, σύμφωνα με το οποίο ο ανωτέρω εισηγείτο την απόρριψη της ανωτέρω (δεύτερης) προσφυγής του Γ. Ν., και 8) το 57520/6-12-2005 έγγραφο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών προς τον Δ/ντή του Αστυνομικού Τμήματος Π.Φαλήρου σχετικά με την αρχειοθέτηση από την Εισαγγελία, κατ’ αρθρ. 43 ΚΠΔ, δικογραφίας που σχηματίστηκε κατόπιν αυτεπάγγελτης ενέργειας κατά προσώπου ονόματι Π. Α.. Τα έγγραφα αυτά αποτελούσαν μέρος του συνόλου του ατομικού φακέλου πειθαρχίας του τότε Αστυν. Υποδιευθυντή Γ.Ν. (εγκαλών) που ετηρείτο στο Αρχείο της προαναφερθείσης Υπηρεσίας της ΕΛΑΣ που υπηρετούσε ο κατηγορούμενος και εμπεριείχαν προσωπικά του δεδομένα αναφερόμενα σε πειθαρχική του υπόθεση την οποία ο κατηγορούμενος είχε νομίμως χειριστεί στα πλαίσια των υπηρεσιακών του καθηκόντων. Ωστόσο, ο κατηγορούμενος τα παρέλαβε από τον πειθαρχικό φάκελο του Γ.Ν. αναπαράγοντας τα με την μέθοδο της φωτοτυπήσεως όχι ως αρμόδιος χειριστής κατά την άσκηση υπηρεσιακού καθήκοντος, αλλά ως “τρίτος” κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 2 περ.θ’ του ν.2472/1997, αφού στη συγκεκριμένη επεξεργασία (αναπαραγωγή αντιγράφων δια φωτοτυπήσεως) προσωπικών δεδομένων, προέβη αυτοβούλως για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ενώπιον των δικαστικών αρχών, χωρίς προηγουμένως να υποβάλει αίτηση προς τον τότε υπεύθυνο επεξεργασίας του εν λόγω Αρχείου, ταξίαρχο Ι. Α., ούτε στον άμεσο προϊστάμενο Σ. Α. ή στον τμηματάρχη του τμήματος Γ. Μ. για να του χορηγηθούν τα συγκεκριμένα έγγραφα στοιχεία, επικαλούμενος αλλά και αποδεικνύοντας συγχρόνως ότι τα έγγραφα που ζητεί είναι απολύτως πρόσφορα και αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος του ενώπιον των δικαστικών αρχών, ώστε να κριθεί αρμοδίως εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 5 παρ. 2 στοιχ. ε’ του ν.2472/1997. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος ενεργών ως τρίτος και δη ως πρόσωπο καλούμενο από ανακριτικές αρχές προς διερεύνηση ποινικής υπόθεσης που τον αφορά, όφειλε να υποβάλει αρμοδίως αίτηση για την χορήγηση των παραπάνω εγγράφων επικαλούμενος αλλά και αποδεικνύοντας ότι το έννομο συμφέρον του, υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων κατ συμφερόντων του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα προσωπικά δεδομένα και ταυτόχρονα δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες του τελευταίου (πολιτικώς ενάγοντος εν προκειμένω) και εφόσον συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές να του γνωστοποιηθούν αρμοδίως τα συγκεκριμένα έγγραφα που αφορούν απόρρητα προσωπικά δεδομένα του εγκαλούντος, χωρίς να απαιτείται μάλιστα η συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων (Γ.Ν.). Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι τα έγγραφα αυτά ο εγκαλών είχε ήδη καταστήσει γνωστά στις αρχές με την κοινοποίηση της από 10-2-2006 προσφυγής του σε δημόσιες υπηρεσίες και επρόκειτο για διοικητικά έγγραφα τα οποία νομίμως είχαν περιέλθει σ’ αυτόν (κατηγορούμενο) κατά την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων και επομένως δημοσιοποιήθηκαν σε τρίτους με την συγκατάθεση του, είναι αβάσιμος και απορρίπτεται, διότι ναι μεν η από 10-2-2006 προσφυγή είχε κοινοποιηθεί από τον Γ.Ν. στις αρμόδιες υπηρεσίες, ωστόσο αφορούσε αυστηρά προσωπική πειθαρχική του υπόθεση, την έρευνα της οποίας είχε επιληφθεί ο κατηγορούμενος κατά την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων και με την περαίωση της, είχε τεθεί στον ατομικό υπηρεσιακό πειθαρχικό φάκελο του εγκαλούντος που τηρείται στο προαναφερθέν Αρχείο, στο οποίο ο κατηγορούμενος, ενεργώντας ως “τρίτος”, όπως στην προκειμένη περίπτωση και όχι υπό την υπηρεσιακή του ιδιότητα και κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, ουδέν δικαίωμα πρόσβασης και επεξεργασίας είχε, ειμή μόνον τηρώντας τις νόμιμες διαδικασίες που αναφέρθηκαν. Περαιτέρω, ουδόλως αποδείχθηκε ότι υπήρχε συγκατάθεση του εγκαλούντος, κατά την έννοια του νόμου 2472/1997 (αρθρ. 2 παρ. ια), δηλαδή ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει, και με την οποία, το υποκείμενο των δεδομένων (εγκαλών), αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, αφού ουδόλως αποδείχθηκε ότι υπήρξε τέτοια δήλωση εκ μέρους του εγκαλούντος, ο οποίος έλαβε γνώση της γνωστοποίησης των προσωπικών του δεδομένων για πρώτη φορά στις 24-9-2008. Του περιεχομένου των εγγράφων αυτών που αποτελούσαν προσωπικά δεδομένα του Γ.Ν. και παρέδωσε ο κατηγορούμενος στους προανακριτικούς υπαλλήλους, έλαβαν γνώση οι τελευταίοι και καθ’ υπόδειξη του συμπεριελήφθησαν στην προανακριτική δικογραφία, επιτρέποντας έτσι στους τρίτους (ανακριτικούς υπαλλήλους), αλλά και σε άλλα πρόσωπα που ασχολήθηκαν με την υπόθεση αυτή να λάβουν γνώση αυτών χωρίς να δικαιούνται, τούτο δε διότι η προκαταρκτική εξέταση δεν αφορούσε τον εγκαλούντα (Γ.Ν.), αλλά τον κατηγορούμενο. Η προαναφερόμενη πράξη του κατηγορουμένου αποτελεί παράνομη, κατά τις προεκτεθείσες διατάξεις του Ν. 2472/1997, επέμβαση σε αρχείο, επεξεργασία προσωπικών δεδομένων του ως άνω εγκαλούντος και ανακοίνωση τους σε τρίτους, αφού έγινε χωρίς τη συγκατάθεση του και χωρίς να συντρέχει καμία από τις εξαιρέσεις του άρθρου 5 παρ. 2 του Ν. 2472/1997 για την κοινοποίηση τους από τον κατηγορούμενο στον προανακριτικό υπάλληλο και την εν συνεχεία συμπερίληψη τους στην προανακριτική δικογραφία. Επομένως, απ’ όσα εκτέθηκαν παραπάνω προκύπτει η τέλεση της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο πράξης, απορριπτόμενων ως αβασίμων των εξετασθέντων ανωτέρω αντιθέτων ισχυρισμών του τελευταίου και γι’ αυτό πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος, υπό τις ελαφρυντικές όμως περιστάσεις του όρθρου 84 παρ. 2α’ του ΠΚ δηλαδή του προτέρου εντίμου βίου, καθόσον το Δικαστήριο δέχεται ότι έως τον χρόνο τέλεσης της επίδικης πράξης του έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, ενώ απουσίαζε από την ζωή του οποιαδήποτε κοινωνική εκτροπή.” Στη συνέχεια, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα της παραπάνω πράξεως με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 α’ ΠΚ (πρότερος έντιμος βίος) και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά που δέχτηκε το ανωτέρω δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικό περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της παραβάσεως του άρθρου 22 παρ. 4 του ν. 2472/97 για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφήρμοσε των άρθρων 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 84 παρ. 2 α’ ΠΚ και 2 στοιχ. α, ε και θ, 11 και 22 παρ. 4 ν. 2472/97, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και δεν παρεβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα: α) Με τη συνοπτική αναφορά του περιεχομένου εκάστου εκ των οκτώ (8) επίμαχων εγγράφων και την περαιτέρω παραδοχή ότι αυτά αποτελούσαν μέρος του συνόλου του ατομικού φακέλλου πειθαρχίας του εγκαλούντος και περιείχαν δεδομένα αναφερόμενα σε πειθαρχική του υπόθεση, το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δέχτηκε ότι αυτά (έγγραφα) αποτελούν απόρρητα προσωπικά δεδομένα του εγκαλούντος, ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας έτσι ορθά το άρθρο 1 στοιχ. α του ν. 2472/97 όσον αφορά την έννοια των απλών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, στην οποία υπάγονται και αυτά που αφορούν πειθαρχικές διώξεις ή εκδοθείσες σε βάρος του υποκειμένου πειθαρχικές αποφάσεις, το γεγονός δε ότι ο αναιρεσείων είχε χειριστεί, στα πλαίσια των υπηρεσιακών του καθηκόντων, την πειθαρχική υπόθεση του εγκαλούντος, την οποία τα έγγραφα αυτά αφορούν, δεν καθιστά αυτά προσωπικά δεδομένα και του ιδίου, ως αβάσιμα ισχυρίζεται ενώ, το γεγονός ότι το με στοιχ. 8 έγγραφο δεν αφορά τον εγκαλούντα αλλά πρόσωπο ονόματι Π. Α. ουδεμία ασκεί έννομη επιρροή, αφού το αδίκημα του άρθρου 22 παρ. 4 του ν. 2472/97 διώκεται αυτεπαγγέλτως. β) Με την αιτιολογία ότι “… Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι τα έγγραφα αυτά ο εγκαλών είχε ήδη καταστήσει γνωστά στις αρχές με την κοινοποίηση της από 10-2-06 προσφυγής του σε δημόσιες υπηρεσίες και επρόκειτο για διοικητικά έγγραφα τα οποία νομίμως είχαν περιέλθει σ’ αυτόν (κατηγορούμενο) κατά την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων και επομένως δημοσιοποιήθηκαν σε τρίτους με τη συγκατάθεση του, είναι αβάσιμος και απορρίπτεται, διότι ναι μεν η από 10-2-06 προσφυγή είχε κοινοποιηθεί από τον Γ. Ν. στις αρμόδιες υπηρεσίες, ωστόσο αφορούσε αυστηρά προσωπική πειθαρχική του υπόθεση, την έρευνα της οποίας είχε επιληφθεί ο κατηγορούμενος κατά την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων και με την περαίωση της είχε τεθεί στον ατομικό υπηρεσιακό φάκελο του εγκαλούντος που τηρείται στο προαναφερθέν Αρχείο …”, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά αιτιολογείται γιατί τα περιεχόμενα στα επίμαχα έγγραφα προσωπικά δεδομένα του εγκαλούντος δεν απώλεσαν τον απόρρητο χαρακτήρα τους με την γνωστοποίηση τους από τον ίδιο προς τις δημόσιες υπηρεσίες, στις οποίες απευθύνονταν η από 10-2-06 προσφυγή του, αφού σαφώς γίνεται δεκτό ότι η εν λόγω δημοσιοποίηση έγινε προς τις επιλεγείσες αυστηρά από τον ίδιο (εγκαλούντα) υπηρεσίες και αποκλειστικά και μόνο για την υποστήριξη αυστηρά προσωπικής του υπόθεσης (για την οποία τα έγγραφα αυτά ήταν αναγκαία), με συνέπεια τη διατήρηση του απόρρητου χαρακτήρα τους. γ) Ορθά με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση προσέδωσε στον αναιρεσείοντα την ιδιότητα του “τρίτου” με τις παραδοχές αφενός ότι η πειθαρχική υπόθεση του εγκαλούντος (την οποία είχε χειριστεί ο αναιρεσείων) είχε περαιωθεί και τεθεί στον ατομικό υπηρεσιακό πειθαρχικό φάκελο του τελευταίου, που τηρείται στο, συσταθέν κατ’ εφαρμογή του ν. 2713/99, Αρχείο, όπου τηρούνται οι απόρρητοι ατομικοί φάκελοι των Αξιωματικών της ΕΛΑΣ και αφετέρου ότι αυτός (αναιρεσείων) δεν ενήργησε υπό την υπηρεσιακή του ιδιότητα και ως αρμόδιος χειριστής κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του αλλά ως πρόσωπο καλούμενο από ανακριτικές αρχές προς διερεύνηση ατομικής ποινικής του υπόθεσης, παραδοχές οι οποίες αναμφισβήτητα προσδίδουν στον αναιρεσείοντα την ιδιότητα του “τρίτου” κατ’ άρθρ. 2 στοιχ. θ του ν. 2472/97, ως αναλυτικά στη μείζονα σκέψη εκτίθεται, δ) Ενόψει του ότι τα επίμαχα έγγραφα εμπίπτουν στην έννοια των διοικητικών εγγράφων του άρθρου 5 του ν. 2690/99 περί Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, έπρεπε να αναζητηθούν, ως ορθά δέχεται και η προσβαλλομένη απόφαση, κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο, με έγγραφη δηλαδή αίτηση προς τον υπεύθυνο επεξεργασίας τους, προϋπόθεση την οποία άλλωστε απαιτεί και το άρθρο 4 παρ. 1 α του ν. 2472/97, σύμφωνα με το οποίο “τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο …”. Επομένως, εφόσον, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, ο αναιρεσείων δεν υπέβαλε αρμοδίως αίτηση (προς τους αναφερόμενους ειδικότερα στην προσβαλλομένη υπεύθυνο επεξεργασίας ή αμέσους προϊσταμένους του) για να του χορηγηθούν τα συγκεκριμένα έγγραφα στοιχεία αλλά αυτοβούλως παρέλαβε αυτά από τον πειθαρχικό φάκελο του εγκαλούντα, αναπαράγοντάς τα με τη μέθοδο της φωτοτυπήσεως και στη συνέχεια τα προσκόμισε προς τον διενεργούντα προκαταρκτική σε βάρος του εξέταση Αστυνόμο Β’ Δ. Λ., το Δικαστήριο που την εξέδωσε, προκειμένου να οδηγηθεί σε κατάφαση της ενοχής του, δεν όφειλε, ως αβάσιμα υποστηρίζει, να αιτιολογήσει την έλλειψη εννόμου συμφέροντος του για την επιτρεπτή, κατά τους ισχυρισμούς του, επεξεργασία των ενδίκων προσωπικών δεδομένων του εγκαλούντος, αφού η κατ’ άρθρ. 5 παρ. 2 περ. ε’ του ν. 2472/97 επιτρεπόμενη κατ’ εξαίρεση επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (όταν δηλαδή είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή, ως εν προκειμένω, ο τρίτος) λαμβάνει μεν χώρα χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων, προϋποθέτει όμως, ως αναλυτικά εκτίθεται στη μείζονα σκέψη, την προηγούμενη θεμιτή και νόμιμη συλλογή τους, προϋπόθεση που, κατά τις ανωτέρω παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, δεν τηρήθηκε στην προκειμένη περίπτωση καίτοι ήταν αναγκαία. ε) Σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, ναι μεν ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων, κατά την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων, είχε χειριστεί νομίμως την πειθαρχική υπόθεση του εγκαλούντος, στην οποία αφορούσαν τα επίμαχα έγγραφα, πλην όμως η αναπαραγωγή αυτών έγινε κατόπιν προσβάσεως του και έρευνας αυτού στο Αρχείο, που είχε νομίμως συσταθεί κατ’ εφαρμογή του ν. 2713/99 στο Αρχηγείο της ΕΛΑΣ και όπου τηρούνταν οι απόρρητοι φάκελοι των Αξιωματικών της ΕΛΑΣ και όχι πλέον υπό την ανωτέρω υπηρεσιακή του ιδιότητα και κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, αφού η πειθαρχική υπόθεση του εγκαλούντος είχε περαιωθεί και αρχειοθετηθεί, αλλά, ως έχει ήδη λεχθεί, υπό την ιδιότητα του “τρίτου”. Από τις ανωτέρω παραδοχές της προσβαλλομένης, οι οποίες ειδικώς αιτιολογούνται και ουδόλως αντιφάσκουν μεταξύ τους, σαφώς γίνεται δεκτό ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του εγκαλούντος, που κατέστησαν προσιτά σε τρίτους από τον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα, περιείχοντο σε “αρχείο” προσωπικών δεδομένων, στο οποίο υπήρξε ανεπίτρεπτη επέμβαση εκ μέρους του και επομένως, παρά τα αντίθετα υπ’ αυτού υποστηριζόμενα, στοιχειοθετείται εν προκειμένω η νομοτυπική μορφή του εγκλήματος για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος, ήτοι αυτού της παραβάσεως του άρθρου 22 παρ.4 ν. 2472/97, το οποίο η προσβαλλομένη απόφαση ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Επομένως, άπαντες οι σχετικοί εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ λόγοι της ένδικης αίτησης αναιρέσεως περί ελλείψεως αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 2, 5 παρ. 2 περ. ε’ και 22 παρ. 4 του ν. 2472/97, πρέπει ν’ απορριφθούν ως αβάσιμοι. Οι λοιπές διαλαμβανόμενες σ’ αυτή αιτιάσεις πλήττουν, υπό το πρόσχημα της ελλείψεως αιτιολογίας, την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και γι’ αυτό απορριπτέες τυγχάνουν ως απαράδεκτες. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (αρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29 Ιανουαρίου 2014 αίτηση του Β. Μ. του Ι., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 9451/25-11-2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. ……..

Επιβολή κυρώσεων στην εταιρεία Microsoft Hellas AE

Με την υπ΄ αριθ. 38/2008 η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα έκρινε ότι είναι παράνομη η δημοσιοποίηση των δικαστικών ενεργειών κατά φυσικών προσώπων καθώς, επίσης, κατά νομικών προσώπων (που είναι κυρίως προσωπικές εταιρείες), από το έτος 2003 έως σήμερα για «πειρατεία λογισμικού» στην ιστοσελίδα της εταιρίας Microsoft:
http://www.microsoft.com/hellas/piracy/news/default.mspx

Ειδικότερα, το πλήρες κείμενο της απόφασης έχει ως εξής:

Αθήνα, 23-12-2008
Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/7133/23-12-2008

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 38/2008

Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, συνήλθε, μετά από πρόσκληση του Προέδρου της, σε τακτική συνεδρίαση τη 26/06/2008, ημέρα Πέμπτη και ώρα 10.00, προκειμένου να εξετάσει την υπόθεση, που αναφέρεται στο ιστορικό της παρούσας. Παρέστησαν οι Χρ. Παληοκώστας, Αναπληρωτής Πρόεδρος, κωλυομένου του Προέδρου, Αν. Πράσσος, Λ. Κοτσαλής, Αγ. Παπανεοφύτου και Αντ. Ρουπακιώτης, τακτικά μέλη της Αρχής. Επίσης, παρέστη το αναπληρωματικό μέλος της Αρχής Γρ. Λαζαράκος, σε αντικατάσταση του τακτικού μέλους Αν. – Ιωάν. Μεταξά, ο οποίος αν και κλήθηκε νομίμως εγγράφως, δεν παρέστη λόγω κωλύματος. Δεν προσήλθαν στη συνεδρίαση, αν και κλήθηκαν νομίμως εγγράφως, ο Αν. Πομπόρτσης, τακτικό μέλος, και η αναπληρώτρια αυτού Γρ. Πάντζιου. Στη συνεδρίαση παρέστησαν, επίσης, με εντολή του Προέδρου, ο Δημήτρης Ζωγραφόπουλος, νομικός ελεγκτής, ως εισηγητής και η Μελπομένη Γιαννάκη, υπάλληλος του Διοικητικού – Οικονομικού Τμήματος της Αρχής, ως γραμματέας.

Η Αρχή έλαβε υπόψη τα παρακάτω:
Υποβλήθηκε στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (με αρ. πρωτ. 3719, από 31/05/2006, όπως συμπληρώθηκε με το υπ’ αρ. πρωτ. 4502, από 05/07/2006, έγγραφο) προσφυγή – καταγγελία των Α και Β, η οποία στρέφεται κατά της εταιρείας Microsoft Hellas AE, ως υπευθύνου επεξεργασίας, και κοινοποιήθηκε νομίμως στην εταιρεία αυτή. Σύμφωνα με την ως άνω προσφυγή – καταγγελία, η Microsoft Hellas AE προέβη σε αθέμιτη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που αφορούν καθένα από τους προσφεύγοντες ατομικά και ως ομόρρυθμους εταίρους της εταιρείας με την επωνυμία «Χ ΟΕ», η οποία είχε έδρα, την περίοδο εκείνη, στην Καισαριανή. Η επίμαχη επεξεργασία συνίσταται – σύμφωνα με τα καταγγελλόμενα – στη δημοσιοποίηση στο Διαδίκτυο (Internet) στοιχείων, που αφορούν τη διενέργεια δικαστικών ενεργειών από τη Microsoft Hellas AE κατά των προσφευγόντων για «πειρατεία λογισμικού».

Η ύπαρξη της σχετικής ανακοίνωσης της Microsoft Hellas AE διαπιστώθηκε από διαδοχικές επισκέψεις, που διενήργησε έκτοτε ο εντεταλμένος ελεγκτής της Αρχής στη σχετική ιστοσελίδα της εταιρείας. Ειδικότερα, στο site της Microsoft Hellas AE (με είσοδο από το κεντρικό site της Microsoft.com και επιλογή χώρας) υπάρχει η ιστοσελίδα http://www.microsoft.com/hellas/piracy/news/default.mspx, όπου καταχωρούνται – κατά χρονολογική σειρά (έτος, μήνας) – ανακοινώσεις, που αφορούν τη διενέργεια δικαστικών ενεργειών κατά φυσικών προσώπων καθώς, επίσης, κατά νομικών προσώπων (που είναι κυρίως προσωπικές εταιρείες), από το έτος 2003 έως σήμερα για «πειρατεία λογισμικού» και «βάσει των διατάξεων περί πνευματικής ιδιοκτησίας», σύμφωνα με τη Microsoft Hellas AE. Στην ως άνω ιστοσελίδα, για το Μάρτιο 2006 αναφέρονταν τα ακόλουθα σε σχέση με τους προσφεύγοντες: «Αθήνα, Μάρτιος 2006. Η Microsoft ανακοινώνει την έναρξη δικαστικών ενεργειών κατά της εταιρείας με την επωνυμία «Χ Ο.Ε.» και των ομορρύθμων εταίρων της Α και Β, βάσει των διατάξεων περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Περισσότερες πληροφορίες». Ανοίγοντας την ιστοσελίδα Περισσότερες πληροφορίες (http://www.microsoft.com/hellas/piracy/news/kiriazi.asp), μπορούσε ο οποιοσδήποτε επισκέπτης του εν λόγω site να έχει πρόσβαση σε περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την έναρξη δικαστικών ενεργειών κατά της εταιρείας των προσφευγόντων. Διαπιστώθηκε κατ’ αυτό τον τρόπο ότι είναι δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα http://www.microsoft.com/hellas/piracy/news/default.mspx του εν λόγω site, από το έτος 2003 και εντεύθεν, δεκάδες παρόμοιων ανακοινώσεων, που αφορούν πρωτίστως τη διενέργεια από τη Microsoft Hellas AE δικαστικών ενεργειών κατά φυσικών προσώπων, καθώς και κατά νομικών προσώπων (που είναι κυρίως προσωπικές εταιρείες), από το έτος 2003 έως σήμερα. Επίσης, πληροφορίες σχετικά με εξώδικους συμβιβασμούς μεταξύ της εν λόγω εταιρείας και άλλες εταιρείες (οι εκπρόσωποι των οποίων κατά κανόνα αναφέρονται ονομαστικά). Μέσω της εισόδου Περισσότερες πληροφορίες ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να πληροφορηθεί, μεταξύ άλλων, το σύντομο ιστορικό της υπόθεσης και τις αστικές διώξεις, που έχουν κινηθεί. Υπάρχουν, επίσης, δημοσιευμένες ορισμένες δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες έχουν εκδοθεί μετά από τη διενέργεια των προαναφερόμενων αστικών διώξεων.

Εξάλλου, από δειγματοληπτικό έλεγχο, που διενήργησε ο εντεταλμένος ελεγκτής της Αρχής σε διάφορους διαδικτυακούς τόπους της εταιρείας Microsoft ανά την Ευρώπη, διαπιστώθηκε ότι μόνο στη Μ. Βρετανία η Microsoft προβαίνει στη δημοσίευση παρόμοιων ανακοινώσεων. Αντίθετα, σε άλλες χώρες (πχ. Γαλλία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Γερμανία) η Microsoft περιορίζεται στις σχετικές ιστοσελίδες της στη δημοσίευση του υπάρχοντος νομικού πλαισίου και τεχνικών συμβουλών ή εργαλείων σχετικά με την «πειρατεία λογισμικού».

Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι στην ιστοσελίδα http://www.microsoft.com/hellas/piracy/news/default.mspx η εταιρεία Microsoft Hellas AE δημοσιεύει πλέον και ανωνυμοποιημένες ειδήσεις νομικού περιεχομένου. Δηλαδή, σε κάποιες από τις υπάρχουσες υποθέσεις υπάρχουν ονομαστικές αναφορές, ενώ σε κάποιες άλλες όχι, προφανώς κατά την επιλογή της Microsoft Hellas AE.

Μετά από τις προαναφερόμενες διαπιστώσεις, ο εντεταλμένος ελεγκτής της Αρχής υπέδειξε στους προσφεύγοντες να ασκήσουν το κατά το άρθρο 13 του Ν. 2472/1997 δικαίωμα αντίρρησης έναντι της Microsoft Hellas AE, ως υπευθύνου επεξεργασίας. Το δικαίωμα αυτό ασκήθηκε πράγματι με την από 16/06/2006 εξώδικη πρόσκληση, που κοινοποιήθηκε στην Αρχή (με αρ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/4502/05.07.2006), και αίτημα για διαγραφή ολόκληρης της επίμαχης καταχώρισης από την ιστοσελίδα http://www.microsoft.com/hellas/piracy/news/kiriazi.asp. Κοινοποιήθηκε, επίσης, στην Αρχή, με το ίδιο έγγραφο, η από 28/06/2006 εξώδικη απάντηση της Microsoft Hellas AE, σύμφωνα με την οποία η επίμαχη καταχώριση διεγράφη από την ως άνω ιστοσελίδα. Η διαγραφή αυτή διαπιστώθηκε από τον εντεταλμένο ελεγκτή της Αρχής. Διαπιστώθηκε, επίσης, η διαγραφή της σχετικής με τους προσφεύγοντες καταχώρισης από την ιστοσελίδα http://www.microsoft.com/hellas/piracy/news/default.mspx, την οποία, ωστόσο, η Microsoft Hellas AE συνέχισε να τροφοδοτεί με πληροφορίες για άλλα φυσικά και νομικά πρόσωπα, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα. Ο εντεταλμένος ελεγκτής της Αρχής προέβη σε επισκέψεις του site σε τακτά χρονικά διαστήματα και σε αντίστοιχες εκτυπώσεις του περιεχομένου του (30/06/2006, 29/09/2006, 21/02/2007, 15/05/2008).

Με βάση τα προαναφερόμενα, με το υπ’ αρ. πρωτ. Γ/ΕΞ/4851/04.07.2007 έγγραφο της Αρχής, κλήθηκε η Microsoft Hellas AE να δώσει πλήρεις διευκρινίσεις σχετικά με τη δημοσίευση των προαναφερόμενων στοιχείων στο διαδικτυακό της τόπο. Πράγματι, υποβλήθηκε το υπ’ αρ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/5325/20.07.2007 έγγραφο υπόμνημα της Microsoft Hellas AE, δια των πληρεξουσίων δικηγόρων της εν λόγω εταιρείας. Στο υπόμνημα αυτό η εν λόγω εταιρεία επιβεβαιώνει, καταρχάς, πλήρως τα προαναφερόμενα, σχετικά με τις επίμαχες πληροφορίες που αφορούν τους προσφεύγοντες και, παραθέτει, τους ισχυρισμούς της σχετικά με τις υπόλοιπες καταχωρίσεις του προαναφερόμενου site.

Στη συνέχεια, η Αρχή κάλεσε (με τα υπ’ αρ. πρωτ. Γ/ΕΞ/2353/16.05.2008 και Γ/ΕΞ/2354/16.05.2008 έγγραφά της, αντίστοιχα) τους προσφεύγοντες Α και Β, όπως νομίμως εκπροσωπούνται, καθώς, επίσης, και την εταιρεία Microsoft Hellas AE, όπως νομίμως εκπροσωπείται, σε ακρόαση κατά τη συζήτηση της ως άνω προσφυγής από την Ολομέλεια της Αρχής, την 22/05/2008. Στη συνεδρίαση αυτή προσήλθαν ο Α, η Ιουλία Γαληνού, Δικηγόρος Αθηνών, ως πληρεξούσιος του Β, και ο Γεώργιος Μούκας, Δικηγόρος Αθηνών, ως πληρεξούσιος της εταιρείας Microsoft Hellas AE. Η Αρχή αποφάσισε την αναβολή της συζήτησης της παρούσας υπόθεσης για τη συνεδρίαση της Πέμπτης 05/06/2008, χωρίς νέα κλήση, προκειμένου να ενημερωθούν πληρέστερα τα μέλη της Αρχής για τα υπό κρίση ζητήματα και ανακοίνωσε την απόφασή της αυτή στους ως άνω κληθέντες. Επιπλέον, ζητήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της εταιρείας Microsoft Hellas AE να προσκομίσει στην επόμενη συνεδρίαση της Αρχής τις καταστάσεις ισολογισμού της εντολέως του εταιρείας των τελευταίων πέντε ετών.

Στη συνεδρίαση της 05/06/2008 προσήλθαν εκ νέου η Ιουλία Γαληνού, Δικηγόρος Αθηνών, ως πληρεξούσιος των Α και Β, και ο Γεώργιος Μούκας, Δικηγόρος Αθηνών, ως πληρεξούσιος της εταιρείας Microsoft Hellas AE, οι οποίοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους ενώπιον της Ολομέλειας της Αρχής και απάντησαν σε σχετικές ερωτήσεις, που τους τέθηκαν. Εξάλλου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εταιρείας Microsoft Hellas AE προσκόμισε στην Αρχή τις ως άνω ζητηθείσες καταστάσεις ισολογισμού της εντολέως του εταιρείας των τελευταίων πέντε ετών και ζήτησε και έλαβε προθεσμία (έως την 09/06/2008), προκειμένου να υποβάλει στην Αρχή υπόμνημα για την πληρέστερη ανάπτυξη των ισχυρισμών της εντολέως του εταιρείας. Πράγματι, το υπόμνημα αυτό υποβλήθηκε εμπροθέσμως στην Αρχή (με το υπ’ αρ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/2822/09.06.2008 έγγραφο, καθώς, επίσης, και με τα συνημμένα σε αυτό έγγραφα).

Μετά από εξέταση των προαναφερόμενων στοιχείων, αφού αναγνώστηκαν τα πρακτικά των συνεδριάσεων της 22/05/2008 και 05/06/2008, άκουσε την πρόταση του εισηγητή και μετά από διεξοδική συζήτηση,

Η Αρχή, αφού έλαβε, ιδίως, υπόψη:
1) Τις διατάξεις του Συντάγματος, και, ιδίως, εκείνες των άρθρων 2 παρ. 1, 5, 9Α, 19 παρ. 3, 25, 101Α, και 106 παρ. 2,
2) Τις διατάξεις του Ν. 2472/1997 για την Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που ενσωμάτωσε στην ελληνική έννομη τάξη εκείνες της Οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, καθώς και τις διατάξεις της Οδηγίας αυτής,
3) Τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ) του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία κυρώθηκε εκ νέου με το ΝΔ 53 της 19/20.09.1974 (ΦΕΚ Α΄ 256), όπως αυτή ερμηνεύεται από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ),
4) Τις διατάξεις της Σύμβασης 108 (1981) του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των ατόμων από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 2068/1992 (ΦΕΚ Α΄ 118) και τέθηκε σε ισχύ ως προς την Ελλάδα την 01/12/1995 με την Ανακοίνωση Υπ. Εξωτερικών Φ.0546/4173 (ΦΕΚ Α΄ 207/1995),
5) Τη διάταξη του άρθρου 66Γ του Ν. 2121/1993 για την Πνευματική ιδιοκτησία, τα συγγενικά δικαιώματα και πολιτιστικά θέματα, η οποία ενσωματώνει στην ελληνική έννομη τάξη τις διατάξεις του άρθρου 15 της Οδηγίας 2004/48/ΕK σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, καθώς και τις διατάξεις της Οδηγίας αυτής,

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

1. Επειδή, κατά το άρθρο 1 του Ν. 2472/1997, η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αποσκοπεί στην προστασία των δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών κάθε προσώπου, ενώ το άρθρο 15 παρ. 1 του ίδιου νόμου ορίζει ότι η αποστολή της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνίσταται στην εποπτεία της εφαρμογής του νόμου αυτού και άλλων ρυθμίσεων, που αφορούν την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και στην ενάσκηση των αρμοδιοτήτων, που της ανατίθενται κάθε φορά. Εξάλλου, το άρθρο 19 παρ. 1 εδ. (ιγ΄) ορίζει ότι η Αρχή «εξετάζει τα παράπονα των υποκειμένων των δεδομένων σχετικά με την εφαρμογή του νόμου και την προστασία των δικαιωμάτων τους, όταν αυτά θίγονται από την επεξεργασία δεδομένων που τους αφορούν. Εξετάζει επίσης αιτήσεις του υπευθύνου επεξεργασίας με τις οποίες ζητείται ο έλεγχος και η εξακρίβωση της νομιμότητας της επεξεργασίας. Η Αρχή μπορεί να θέτει στο αρχείο αιτήσεις ή παράπονα που κρίνονται προδήλως αόριστα, αβάσιμα ή υποβάλλονται καταχρηστικώς ή ανωνύμως. Η Αρχή ενημερώνει τα υποκείμενα των δεδομένων και τους αιτούντες για τις ενέργειές της». Επιπλέον, το άρθρο 21 παρ. 1 του Ν. 2472/1997 ορίζει ότι η Αρχή επιβάλλει στους υπεύθυνους επεξεργασίας ή στους τυχόν εκπροσώπους τους τις από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενες διοικητικές κυρώσεις για παράβαση των υποχρεώσεών τους, που απορρέουν από το νόμο αυτό και από κάθε άλλη ρύθμιση, που αφορά την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

2. Επειδή, το άρθρο 2 του Ν. 2472/1997 ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων. Δεν λογίζονται ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα στατιστικής φύσεως συγκεντρωτικά στοιχεία, από τα οποία δεν μπορούν πλέον να προσδιορισθούν τα υποκείμενα των δεδομένων. β) Ευαίσθητα δεδομένα, τα δεδομένα που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, στην υγεία, στην κοινωνική πρόνοια και στην ερωτική ζωή, στα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, καθώς και στη συμμετοχή σε συναφείς με τα ανωτέρω ενώσεις προσώπων. γ) Υποκείμενο των δεδομένων, το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα, και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός η περισσότερων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική. δ) Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (…), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται, από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή. ε) Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (…), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια. (…) ια) Συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή, και εν πλήρη επίγνωση, και με την οποία, το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει πληροφόρηση τουλάχιστον για τον σκοπό της επεξεργασίας, τα δεδομένα ή τις κατηγορίες δεδομένων που αφορά η επεξεργασία, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνση του υπεύθυνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του. Η συγκατάθεση μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε, χωρίς αναδρομικό αποτέλεσμα (…)».

Εξάλλου, το άρθρο 3 παρ. 1 του ίδιου νόμου ορίζει ότι «οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο».

3. Επειδή, περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 2472/1997, εναρμονιζόμενη, ιδίως, με τις διατάξεις των άρθρων 9Α, 25 παρ. 1 και 28 του Συν/τος, 8, 7, 21 και 31 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 6 της Οδηγίας 95/46/ΕΕ, ρητά ορίζει ότι: «Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία ενόψει των σκοπών αυτών. β) Να είναι συναφή, πρόσφορα, και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται εν όψει των σκοπών της επεξεργασίας. (…)». Καθιερώνονται, λοιπόν, ως θεμελιώδεις προϋποθέσεις για τη νομιμότητα κάθε επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και για τη νομιμότητα της σύστασης και λειτουργίας κάθε αρχείου, οι αρχές του σκοπού της επεξεργασίας και της αναλογικότητας των δεδομένων σε σχέση πάντα με το σκοπό επεξεργασίας. Συνεπώς, κάθε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, που γίνεται πέραν του επιδιωκόμενου σκοπού ή η οποία δεν είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξή του, δεν είναι νόμιμη.

4. Επειδή, το άρθρο 5 του Ν. 2472/1997 ορίζει ότι η επεξεργασία απλών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου τους, εφόσον συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις, που προβλέπονται κατά τρόπο περιοριστικό στην παρ. 2 του άρθρου αυτού.

5. Επειδή, το άρθρο 7 παρ. 2 του Ν. 2472/1997 ορίζει ότι επιτρέπεται η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων εφόσον το υποκείμενο έδωσε τη γραπτή συγκατάθεσή του, εκτός εάν η συγκατάθεση έχει αποσπασθεί με τρόπο, που αντίκειται στο νόμο ή τα χρηστά ήθη, ή νόμος ορίζει ότι η συγκατάθεση δεν αίρει την απαγόρευση. Η διάταξη αυτή, που αφορά την επεξεργασία των ευαίσθητων δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφαρμόζεται – κατά μείζονα λόγο – και στα απλά.

6. Επειδή, το άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 2472/1997 ορίζει ότι «ο υπεύθυνος επεξεργασίας υποχρεούται να γνωστοποιήσει εγγράφως στην Αρχή τη σύσταση και λειτουργία αρχείου ή την έναρξη της επεξεργασίας», ενώ στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου προσδιορίζονται τα στοιχεία, τα οποία ο υπεύθυνος επεξεργασίας πρέπει απαραιτήτως να δηλώνει στην Αρχή με την προαναφερόμενη γνωστοποίηση. Εξάλλου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 2472/1997, «όποιος παραλείπει να γνωστοποιήσει στην Αρχή, κατά το άρθρο 6 του παρόντος νόμου τη σύσταση και λειτουργία αρχείου ή οποιαδήποτε μεταβολή στους όρους και τις προϋποθέσεις χορηγήσεως της άδειας, που προβλέπεται από την παρ. 3 του άρθρου 7 του παρόντος νόμου, τιμωρείται με φυλάκιση έως τριών (3) ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών έως πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών».

7. Επειδή, τέλος, η διάταξη του άρθρου 66Γ του Ν. 2121/1993 για την Πνευματική ιδιοκτησία, τα συγγενικά δικαιώματα και πολιτιστικά θέματα, όπως ισχύει, ορίζει ότι «αποφάσεις αστικών ή ποινικών δικαστηρίων που αφορούν σε δικαιώματα του παρόντος νόμου μπορεί, ύστερα από αίτηση του ενάγοντος και με δαπάνες του παραβάτη, να διατάσσουν τα ενδεικνυόμενα μέτρα για τη διάδοση των πληροφοριών σχετικά με την απόφαση, συμπεριλαμβανομένης της ανάρτησης της απόφασης, καθώς και της πλήρους ή μερικής δημοσίευσης της στα μέσα μαζικής ενημέρωσης ή στο διαδίκτυο». Η διάταξη αυτή ενσωματώνει στην ελληνική έννομη τάξη τις διατάξεις του άρθρου 15 της Οδηγίας 2004/48/ΕK σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, που ορίζει για τη Δημοσίευση των δικαστικών αποφάσεων τα ακόλουθα: «Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, στις δικαστικές προσφυγές, που ασκούνται για προσβολή δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας, οι δικαστικές αρχές να δύνανται να διατάσσουν, κατόπιν αιτήσεως του προσφεύγοντος και δαπάναις του παραβάτη, ενδεδειγμένα μέτρα για τη διάδοση των πληροφοριών σχετικά με την απόφαση, συμπεριλαμβανομένης της ανάρτησης της απόφασης καθώς και της πλήρους ή μερικής δημοσίευσής της. Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν και άλλα πρόσθετα μέτρα δημοσιότητας, τα οποία ενδείκνυνται για τις συγκεκριμένες περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένης της εμφανούς διαφημίσεως».

8. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου και την ακροαματική διαδικασία προκύπτει, καταρχάς, ότι η εταιρεία Microsoft Hellas AE, ως υπεύθυνος επεξεργασίας, έχει προβεί στη συλλογή και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και τη σύσταση και λειτουργία του σχετικού αρχείου, που αφορούν: «(…) α) είτε σε έναρξη δικαστικών ενεργειών της Microsoft κατά προσβολέων των δικαιωμάτων της επί λογισμικού, οι οποίες (δικαστικές ενέργειες) αφορούν αστικές διαδικασίες και μόνον, β) είτε σε επίτευξη εξώδικου συμβιβασμού μεταξύ της Microsoft και των αντιδίκων της σε υποθέσεις τέτοιας φύσης, γ) είτε σε δικαστικές αποφάσεις που εξεδόθησαν επί των υποθέσεων αυτών. (…)». Τα προαναφερόμενα στοιχεία αποτελούν καταρχήν απλά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του υποκειμένου τους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 2 στοιχ. (α΄) και (β΄) του Ν. 2472/1997, ενώ η καταγραφή των στοιχείων αυτών συνιστά επεξεργασία των επίμαχων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο στοιχ. (δ΄) του ίδιου άρθρου. Επιπλέον, ότι το εν λόγω αρχείο είναι όντως διαρθρωμένο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 2 στοιχ. (ε΄) του Ν. 2472/1997, καθόσον αυτό όντως συνιστά διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των υποκειμένων τους (δηλαδή, των προσβολέων – κατά τους ισχυρισμούς της Microsoft Hellas AE – των δικαιωμάτων της εν λόγω εταιρείας επί λογισμικού), τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια στα αρμόδια όργανα της εν λόγω εταιρείας (όπως είναι, ιδίως, το ονοματεπώνυμο του εκάστοτε ενδιαφερομένου υποκειμένου, η επωνυμία και η έδρα της επιχειρήσεως του, η εταιρική του ιδιότητα, η ημερομηνία έναρξης των δικαστικών ενεργειών σε βάρος του, η ημερομηνία επίτευξης εξώδικου συμβιβασμού, η δικαστική απόφαση, που εξεδόθη εις βάρος του).

9. Επειδή, ακολούθως, η σύσταση και λειτουργία του αρχείου αυτού από την εταιρεία Microsoft Hellas AE, ως υπεύθυνο επεξεργασίας, υπόκειται, καταρχήν, στην υποχρέωση γνωστοποίησης στην Αρχή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 6 του Ν. 2472/1997, ενώ δεν εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις απαλλαγής από την υποχρέωση γνωστοποίησης του άρθρου 6, που προβλέπει κατά τρόπο περιοριστικό το άρθρο 7Α του νόμου αυτού. Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι η εταιρεία Microsoft Hellas AE, ως υπεύθυνος επεξεργασίας, έχει παραλείψει να γνωστοποιήσει στην Αρχή το εν λόγω αρχείο, που τηρεί. Συνεπώς, η Αρχή κρίνει ομόφωνα ότι η εταιρεία Microsoft Hellas AE, ως υπεύθυνος επεξεργασίας, έχει προβεί στη σύσταση και λειτουργία του εν λόγω αρχείου κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 6 του Ν. 2472/1997.

10. Επειδή, ακολούθως, προκύπτει ότι η εταιρεία Microsoft Hellas AE προβαίνει, από το έτος 2003 έως σήμερα, σε δημοσιοποιήσεις των ως άνω δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των υποκειμένων τους στο διαδικτυακό της τόπο. Οι δημοσιοποιήσεις αυτές στο διαδικτυακό τόπο της εν λόγω εταιρείας συνιστούν ιδιαίτερες και διακριτές μορφές επεξεργασίας («καταχώριση» και «διάδοση») των απλών αυτών δεδομένων των εν λόγω υποκειμένων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 2 στοιχείο (δ΄) του Ν. 2472/1997. Όσον αφορά στην επεξεργασία («διάδοση») των απλών αυτών δεδομένων, μέσω της δημοσίευσής τους στο διαδικτυακό τόπο της εν λόγω εταιρείας, πρέπει να σημειωθεί ειδικότερα ότι, όπως έχει ήδη κρίνει το ΔΕΚ, «η έννοια της επεξεργασίας τέτοιων δεδομένων του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46 περιλαμβάνει, σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 2, στοιχείο β´, της οδηγίας αυτής, κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιούνται με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων διαδικασιών και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Η τελευταία αυτή διάταξη αναφέρει διάφορα παραδείγματα τέτοιων εργασιών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται η ανακοίνωση με διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλη μορφή διάθεσης δεδομένων. Εντεύθεν έπεται ότι η εργασία που συνίσταται στην αναγραφή, σε ιστοσελίδα του Διαδικτύου, δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελεί τέτοια επεξεργασία. Απομένει να καθοριστεί αν η επεξεργασία αυτή είναι αυτοματοποιημένη, εν όλω ή εν μέρει. Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι η αναγραφή στοιχείων σε ιστοσελίδα του Διαδικτύου προϋποθέτει, σύμφωνα με τις εφαρμοζόμενες σήμερα τεχνικές και μηχανογραφικές διαδικασίες, την εκτέλεση μιας εργασίας τοποθετήσεως της σελίδας αυτής σε ένα διακομιστή του Διαδικτύου (server), καθώς και τις αναγκαίες εργασίες για να μπορούν να έχουν πρόσβαση στη σελίδα αυτή τα πρόσωπα που συνδέονται με το Διαδίκτυο. Οι εργασίες αυτές πραγματοποιούνται, τουλάχιστον εν μέρει, κατά τρόπο αυτοματοποιημένο». Συνεπώς, καταλήγει το ΔΕΚ, «η εργασία, που συνίσταται στην αναφορά, επί ιστοσελίδας του Διαδικτύου, σε διάφορα πρόσωπα και στον προσδιορισμό τους είτε με το όνομά τους είτε με άλλα μέσα, για παράδειγμα με τον αριθμό τηλεφώνου τους ή με στοιχεία σχετικά με τις συνθήκες εργασίας τους και τις ασχολίες τους κατά τον ελεύθερο χρόνο, συνιστά αυτοματοποιημένη, εν όλω ή εν μέρει, επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46» (Βλ. ΔΕΚ, Απόφαση της 06/11/2003, Υπόθεση C-101/01, Lindqvist, Σκέψεις αρ. 25-27). Εξάλλου, σχετικά με την υπό κρίση προσφυγή των Α και Β, η εταιρεία Microsoft Hellas AE συνομολογεί ότι προέβη στις καταγγελλόμενες από τους προσφεύγοντες επεξεργασίες δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα στο διαδικτυακό της τόπο και ότι προέβη στη διαγραφή της ανακοίνωσης, που τους αφορούσε, από το διαδικτυακό της τόπο μετά από την άσκηση από τους ιδίους του δικαιώματος αντίρρησής τους κατά τα προαναφερόμενα.

11. Επειδή, σε σχέση με τις εν λόγω δημοσιοποιήσεις η εταιρεία Microsoft Hellas AE ισχυρίζεται, ιδίως, τα ακόλουθα: Όσον αφορά τις ανακοινώσεις σχετικά με την έναρξη δικαστικών ενεργειών της εν λόγω εταιρείας κατά φερομένων ως προσβολέων των δικαιωμάτων της επί λογισμικού, αυτές «αφορούν αστικές διαδικασίες και μόνον» και «όσες χρονολογούνται μετά τον Ιούνιο του έτους 2006 μέχρι και σήμερα, δεν περιέχουν καμία απολύτως αναφορά στοιχείου από το οποίο θα ήταν δυνατό να αποκαλυφθεί ή διαπιστωθεί με οποιοδήποτε τρόπο η ταυτότητα του / των προσώπου / ων, φυσικών ή νομικών, κατά των οποίων η Microsoft προσέφυγε στα πολιτικά Δικαστήρια». Όσον αφορά τις ανακοινώσεις σχετικά με την επίτευξη εξώδικου συμβιβασμού μεταξύ της Microsoft και των αντιδίκων της σε υποθέσεις τέτοιας φύσης, «κάθε μία εξ αυτών ανεξαιρέτως έχει γίνει κατόπιν γραπτής συμφωνίας με τον εκεί αναφερόμενο αντίδικο της Microsoft, με την οποία έχει παρασχεθεί στην Microsoft η ευθεία συναίνεση και ρητή συγκατάθεση του προσώπου που αναφέρεται σε κάθε μία τέτοια ανακοίνωση, να προβεί σε ανακοίνωση στο διαδίκτυο, με το συγκεκριμένο περιεχόμενο». Όσον αφορά, τέλος, τις ανακοινώσεις σχετικά με δικαστικές αποφάσεις, που εξεδόθησαν επί των υποθέσεων αυτών, «κάθε μία εξ αυτών αναφέρεται στο γεγονός της έκδοσης απόφασης πολιτικού Δικαστηρίου επί της υποθέσεως στην οποία αναφέρεται και συγκεκριμένα (όπως προκύπτει άλλωστε από το κείμενο των ανακοινώσεων) εκτελεστών και μη υποκειμένων σε ένδικα μέσα αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων, με τις οποίες επετράπη / διετάχθη η δημοσίευση του διατακτικού των. Κάθε μία τέτοια ανακοίνωση αναφέρεται ακριβώς στο γεγονός της δημοσίευσης του διατακτικού της απόφασης στα μέσα έντυπης ενημέρωσης».
12. Επειδή, επιπλέον, η εταιρεία Microsoft Hellas AE ισχυρίζεται σχετικά με τις προαναφερόμενες τα ακόλουθα: «(…) Οι ανακοινώσεις στον ανωτέρω δικτυακό τόπο έγιναν ως αποτελούσες, κατά την καλόπιστη πεποίθηση της Microsoft, απολύτως αναγκαίο, συναφή, πρόσφορο και εύλογο μέσο για την προστασία των νομίμων δικαιωμάτων, τόσον της Microsoft όσον και της ενημέρωσης των ενδιαφερομένων, αναφορικά με τις νόμιμες προσπάθειες που καταβάλλονται για την αντιμετώπιση της παράνομης δραστηριότητος προσβολής δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί λογισμικού, γνωστής ως «πειρατεία λογισμικού». Η πειρατεία λογισμικού, σε εμπορικό επίπεδο διενεργούμενη, στρέφεται ευθέως κατά των νομίμων δικαιωμάτων και συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού, των εμπόρων που διαθέτουν μόνο νόμιμο λογισμικό, εν τέλει δε κατά του συνόλου της έννομης δημόσιας τάξης.

Σε όλες ανεξαιρέτως τις δικαστικές ενέργειες που διενεργήθηκαν από τη Microsoft (στην έναρξη των οποίων αναφέρονται οι ανακοινώσεις του στοιχ. α) ανωτέρω) εκδόθηκαν αντίστοιχες αποφύσεις πολιτικών Δικαστηρίων, με τις οποίες τα Δικαστήρια δέχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την προσβολή ίων εν λόγω δικαιωμάτων και διέταξαν τα κατά την (εύλογη, αιτιολογημένη και σύμφωνη με τον Νόμο) κρίση τους αναγκαία, προσφορά και προσήκοντα μέτρα προστασίας. Μεταξύ άλλων μέτρων, σε πλείστες όσες περιπτώσεις [στις οποίες αναφέρονται άλλωστε οι υπό στοιχ, γ) ανακοινώσεις] διετάχθη / επετράπη η δημοσίευση του διατακτικού τους σε έντυπα μεγάλης κυκλοφορίας (ημερήσιες πολιτικές εφημερίδες και εξειδικευμένα περιοδικά για ηλεκτρονικούς υπολογιστές), ήδη δε, προσφάτως και στο διαδίκτυο, ενώ, μαζί με τα πιο πάνω, επετράπη και η αποστολή του κειμένου της δημοσίευσης μέσω ηλεκτρονικού ή / και απλού ταχυδρομείου στον κύκλο των εμπόρων και των επαγγελματιών στον ελληνικό χώρο με αντικείμενο τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και τα προγράμματα αυτών. Σε συνάρτηση με αυτό επισημαίνεται ιδιαιτέρως ότι κυρίαρχη θέση μεταξύ των διαπιστώσεων που δημιούργησαν στη Microsoft την πεποίθηση της απόλυτης αναγκαιότατος για τη διενέργεια των ανακοινώσεων για το σκοπό που γίνονται και με τρόπο που να μην θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες οποιουδήποτε τρίτου, κατέχουν:
– το γεγονός ότι η δημοσιοποίηση των υποθέσεων που αφορούν προσβολή δικαιωμάτων πνευματικής / διανοητικής ιδιοκτησίας έχει ήδη από μακρόν επισημανθεί από τη νομική θεωρία ως αναγκαίο και αποτελεσματικό μέτρο προστασίας για την άρση της προσβολής (ιδίως εκ μέρους των καθηγητών Μ- Θ. Μαρίνου και Δ. Καλλινίκου) με βάση την αρχή της αναλογικότητας,
– η πρακτική των πολιτικών δικαστηρίων, τα οποία ακολουθούν σταθερά την αρχή αυτή, από πολλών ετών ήδη, διατάσσοντας / επιτρέποντας τη δημοσίευση των σχετικών αποφάσεων, καθώς και η επίσης από μακρόν εντόνως συζητούμενη ανάγκη επέκτασης της δημοσιότητας που πρέπει να δίδεται στις υποθέσεις αυτής της φύσεως προσβολής. Ήδη, την ανάγκη αυτή αναγνώρισε και θεσμοθέτησε η Οδηγία 2004/46/ΕΚ με τα οριζόμενα στο άρθρο 15, κατά το οποίο «τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε στις δικαστικές προσφυγές που ασκούνται για προσβολή δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας, οι δικαστικές αρχές να δύνανται να διατάσσουν, κατόπιν αιτήσεως του προσφεύγοντος και δαπάναις του παραβάτη, ενδεδειγμένα μέτρα για τη διάδοση των πληροφοριών σχετικό με την απόφαση, συμπεριλαμβανομένης της ανάρτησης της απόφασης καθώς και της πλήρους ή μερικής δημοσίευσης της. Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν και άλλα πρόσθετα μέτρα δημοσιότητας, τα οποία ενδείκνυνται για τις συγκεκριμένες περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένης της εμφανούς διαφημίσεως». Με την Οδηγία, η Πρόταση επί της οποίας παρουσιάστηκε από την Επιτροπή, με αυτά το περιεχόμενο, από τις αρχές ήδη του 2003 και ψηφίστηκε (σε χρόνο συντομότατο) ένα χρόνο μετά, στις αρχές του 2004 και έχει πλέον ενσωματωθεί στο ημέτερο δίκαιο με τον Ν. 3524/2007 (τροποποιηθέντος αναλόγως του Ν. 2121/1993) που ισχύει από 26/01/2007, επήλθε σημαντικότατη ποιοτική και ποσοτική διεύρυνση της δυνατότητας δημοσιοποίησης των υποθέσεων που αφορούν προσβολή δικαιωμάτων πνευματικής / διανοητικής ιδιοκτησίας, ως λυσιτελές μέσο αντιμετώπισης της προσβολής. Σύμφωνα με τα ήδη ισχύοντα στο εθνικό δίκαιο, «αποφάσεις αστικών ή ποινικών δικαστηρίων… μπορεί, ύστερα από αίτηση του ενάγοντος και με δαπάνες του παραβάτη, να διατάσσουν τα ενδεικνυόμενα μέτρα για τη διάδοση των πληροφοριών σχετικά με την απόφαση, συμπεριλαμβανομένης της ανάρτησης της απόφασης, καθώς και της πλήρους ή μερικής δημοσίευσης της στα μέσα μαζικής ενημέρωσης ή στο διαδίκτυο (άρθρο 66Γ Ν. 2121/1993, ως τροποποιήθηκε και ισχύει). Μάλιστα, η συγκεκριμένη διάταξη έχει εφαρμογή (μεταξύ άλλων που αναφέρονται στα μέτρα προστασίας – άρθρο 2 του Ν. 3524/2007) και στις εκκρεμείς υποθέσεις που η συζήτηση τους έχει προσδιορισθεί να γίνει μετά την 16-9-2006 (δηλαδή 4 μήνες προ της θέσης του νέου νόμου σε ισχύ). Η ισχυρή τάση επέκτασης του εύρους και επαύξησης των μέσων / τρόπων της δημοσιοποίησης των περιπτώσεων προσβολής πνευματικών / διανοητικών δικαιωμάτων, πρόδηλη ήδη από το 2003, αποτελεί πλέον νομοθετική πραγματικότητα, με το σκεπτικό του κοινοτικού νομοθέτη ότι αποτελεί ιδιαιτέρως αποτελεσματικό μέτρο (ως επισημαίνει και η καθηγ. Δ. Καλλινίκου) για την αποτροπή μελλοντικών παραβατών, αλλά και για την ευαισθητοποίηση του κοινού απέναντι στο πρόβλημα αυτά, δια της πληροφόρησής του. Σ’ αυτό το πλαίσιο και υπό το πρίσμα των ανωτέρω (του πλήθους των δικαστικών αποφάσεων που δέχθηκαν ως αληθή και αποδεδειγμένα τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στην προσβολή νομίμως προστατευομένων δικαιωμάτων σε κάθε μία από τις υποθέσεις αυτές, σε συνδυασμό με τις νομοθετικές εξελίξεις σε κοινοτικό και εθνικό επίπεδο) εγένοντο οι ανωτέρω δημοσιεύσεις, όσον αφορά το απλό γεγονός της έναρξης δικαστικών ενεργειών κατά εμπόρων που κατελήφθησαν να προσβάλλουν τέτοια δικαιώματα, δηλαδή για πράξη παράνομη, της οποίας η τέλεση επιβεβαιώθηκε σε όλες τις περιπτώσεις από τα αρμόδια Δικαστήρια. Εάν η Αρχή, και παρά τις παρεχόμενες με το παρόν διευκρινίσεις. έχει ενδεχομένη διαφορετική άποψη, δηλονότι είμαστε πρόθυμοι να ανταποκριθούμε αναλόγως (…)».

13. Επειδή, ωστόσο, η Αρχή κρίνει ότι οι προαναφερόμενοι από τη Microsoft Hellas AE, ως υπεύθυνο επεξεργασίας, ισχυρισμοί σχετικά με τις δημοσιεύσεις των επίμαχων ανακοινώσεών της στο διαδικτυακό της τόπο προβάλλονται αλυσιτελώς. Ειδικότερα, όσον αφορά, καταρχάς, τις ανακοινώσεις σχετικά με την έναρξη δικαστικών ενεργειών της εν λόγω εταιρείας κατά των φερομένων ως προσβολέων των δικαιωμάτων της επί λογισμικού, η Αρχή κρίνει, κατά πλειοψηφία, ότι οι δημοσιοποιήσεις αυτές συνιστούν επεξεργασίες απλών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των υποκειμένων τους, οι οποίες αντιβαίνουν στο συνδυασμό των διατάξεων 4 παρ. 1 και 5 παρ. 2 του Ν. 2472/1997. Και τούτο, διότι οι επεξεργασίες αυτές συνιστούν παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας των επίμαχων δεδομένων εν όψει των προβαλλόμενων σκοπών επεξεργασίας, καθόσον οι καταρχήν νόμιμοι σκοποί επεξεργασίας, τους οποίους επιδιώκει η Microsoft Hellas AE, ως υπεύθυνος επεξεργασίας, και οι οποίοι συνίστανται στην ικανοποίηση των εννόμων συμφερόντων της, δύνανται κάλλιστα να ικανοποιηθούν με τη μορφή δημοσίευσης στο διαδικτυακό της τόπο ανωνυμοποιημένων πληροφοριών. Εξάλλου, όπως ρητά συνομολογεί η Microsoft Hellas AE τέτοιου είδος ανωνυμοποιημένες πληροφορίες περιέχονται πλέον συστηματικά (από τον Ιούνιο του 2006) στις δημοσιευμένες σχετικές ανακοινώσεις της εν λόγω εταιρείας. Εξάλλου, η Αρχή κρίνει, ομόφωνα, ότι οι ως άνω καταγγελλόμενες από τους προσφεύγοντες Α και Β επεξεργασίες των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα στο διαδικτυακό τόπο της Microsoft Hellas AE αντιβαίνουν στο συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 1 και 5 παρ. 2 του Ν. 2472/1997, για τους προαναφερόμενους λόγους.

14. Επειδή, ακολούθως, όσον αφορά, στη συνέχεια, τις ανακοινώσεις σχετικά με την επίτευξη εξώδικου συμβιβασμού μεταξύ της Microsoft και των αντιδίκων της σε υποθέσεις αστικής φύσεως, η Αρχή κρίνει, ομόφωνα, ότι, παρά τους περί αντιθέτου ισχυρισμούς της Microsoft Hellas AE, αυτές οι επεξεργασίες απλών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των υποκειμένων τους αντιβαίνουν στο συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 στοιχ. (ια΄), 4 παρ. 1 και 5 του Ν. 2472/1997. Και τούτο, διότι σαφώς προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και την ακροαματική διαδικασία ότι η Microsoft Hellas AE απαιτεί από κάθε πρόσωπο, που αναφέρεται σε κάθε μία τέτοια ανακοίνωση, να συναινέσει για τη δημοσίευση της σχετικής ανακοίνωσης στο διαδικτυακό τόπο της εν λόγω εταιρείας. Εάν δεν υπάρξει συναίνεση του ενδιαφερομένου για τη δημοσίευση της σχετικής ανακοίνωσης, δεν επέρχεται ο εξώδικος συμβιβασμός. Υπό τις συνθήκες αυτές, η συναίνεση κάθε ενδιαφερομένου προσώπου για τη δημοσίευση της σχετικής ανακοίνωσης στο διαδικτυακό τόπο της Microsoft Hellas AE αποτελεί κατ’ ουσίαν όρο του επίμαχου συμβιβασμού και, συνεπώς, στις περιπτώσεις αυτές η συναίνεση κάθε υποκειμένου δεν πληροί τους όρους και τις προϋποθέσεις, που θέτει η διάταξη του άρθρου 2 στοιχ. (ια΄) του Ν. 2472/1997 για τη θεμιτή επεξεργασία των δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα, καθόσον η συναίνεση αυτή έχει αποσπασθεί με τρόπο, που αντίκειται στα χρηστά ήθη. Με βάση τα προαναφερόμενα, οι υπό κρίση επεξεργασίες απλών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των υποκειμένων τους αντιβαίνουν στο συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 στοιχ. (ια΄), 4 παρ. 1 και 5 του Ν. 2472/1997.

15. Επειδή, τέλος, όσον αφορά τις ανακοινώσεις σχετικά με δικαστικές αποφάσεις, που εξεδόθησαν επί των υποθέσεων αυτών, η Αρχή κρίνει, κατά πλειοψηφία, ότι αυτές οι επεξεργασίες απλών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των υποκειμένων τους αντιβαίνουν στο συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 1 και 5 του Ν. 2472/1997. Και τούτο, διότι, αφενός, διαπιστώθηκε ότι υπάρχουν δημοσιευμένες στο διαδικτυακό τόπο της Microsoft Hellas AE και δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες, όμως, δεν διατάσσουν τη δημοσίευση του διατακτικού τους στο Διαδίκτυο, αλλά σε μέσα έντυπης ενημέρωσης. Ωστόσο, η δημοσιοποίηση του διατακτικού των αποφάσεων αυτών στο διαδικτυακό τόπο της Microsoft Hellas AE δεν συνιστά δημοσίευση σε μέσο έντυπης ενημέρωσης. Εξάλλου, κατά τρόπο γενικότερο, παρά τους περί αντιθέτου ισχυρισμούς της Microsoft Hellas AE, είναι αμφίβολο το εάν η δημοσιοποίηση τέτοιων αποφάσεων μη ανωνυμοποιημένων δύναται να βρει έρεισμα στις ειδικές διατάξεις περί προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας. Ειδικότερα, η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 66Γ του Ν. 2121/1993 για την Πνευματική ιδιοκτησία, τα συγγενικά δικαιώματα και πολιτιστικά θέματα, όπως ισχύει – την οποία επικαλείται η εν λόγω εταιρεία – ενσωματώνει, όπως προαναφέρθηκε, στην ελληνική έννομη τάξη τις διατάξεις για τη δημοσίευση των δικαστικών αποφάσεων του άρθρου 15 της Οδηγίας 2004/48/ΕK σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας. Ωστόσο, οι ρυθμίσεις της προαναφερόμενης Οδηγίας ρητά ισχύουν υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της Οδηγίας 95/46/ΕΚ για την προστασία των φυσικών προσώπων από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών. Ειδικότερα, η Εισαγωγική Σκέψη υπ’ αρ. 2 της Οδηγίας 2004/48/ΕK ορίζει ρητά ότι: «Η προστασία της διανοητικής ιδιοκτησίας θα πρέπει να δίνει τη δυνατότητα στον εφευρέτη ή στον δημιουργό να αποκομίζει νόμιμο κέρδος από την εφεύρεση ή τη δημιουργία του. Θα πρέπει επίσης να επιτρέπει την ευρύτερη δυνατή διάδοση των νέων έργων, ιδεών και γνώσεων. Συγχρόνως, δεν θα πρέπει να παρακωλύει την ελευθερία της έκφρασης, την ελεύθερη κυκλοφορία των πληροφοριών ή την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένου του Διαδικτύου». Εξάλλου, η Εισαγωγική Σκέψη υπ’ αρ. 15 της Οδηγίας 2004/48/ΕK ορίζει ρητά ότι: «Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να επηρεάζει το ουσιαστικό δίκαιο διανοητικής ιδιοκτησίας, την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, την οδηγία 1999/93/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1999, σχετικά με τη θέσπιση ενός κοινοτικού πλαισίου για τις ηλεκτρονικές υπογραφές και την οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά». Ρητή αναφορά στις διατάξεις περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα περιέχει και το άρθρο 8 της εν λόγω Οδηγίας, σχετικά με το Δικαίωμα ενημέρωσης. Συνεπώς, η προαναφερόμενη δημοσίευση των δικαστικών αποφάσεων κατά το άρθρο 15 της Οδηγίας 2004/48/ΕK τελεί υπό την επιφύλαξη των διατάξεων περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και υπακούει ευλόγως στην αρχή της ανωνυμοποίησης των δεδομένων, όπως επιβάλλεται εν γένει στις δικαστικές αποφάσεις. Αντίστοιχα, οι ρυθμίσεις του άρθρου 66Γ του Ν. 2121/1993 δεν εισάγουν απόκλιση από τις ρυθμίσεις του Ν. 2472/1997, αλλά εφαρμόζονται σε συνδυασμό με τις διατάξεις του νόμου αυτού.

16. Επειδή, οι κατά τα ανωτέρω διαπιστωθείσες παραβιάσεις των προαναφερομένων διατάξεων δικαιολογούν την επιβολή στην εταιρεία Microsoft Hellas AE, ως υπεύθυνο επεξεργασίας, προστίμου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 21 του Ν. 2472/1997. Ειδικότερα, δικαιολογούν την επιβολή συνολικού προστίμου εκατόν δέκα χιλιάδων (110.000) Ευρώ, το οποίο αναλύεται ως εξής: πρόστιμο πενήντα χιλιάδων (50.000) Ευρώ για την ως άνω ομοφώνως διαπιστωθείσα παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 6 του Ν. 2472/1997 • πρόστιμο δέκα χιλιάδων (10.000) Ευρώ για τις ως άνω ομοφώνως διαπιστωθείσες παραβιάσεις των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 1 και 5 παρ. 2 του Ν. 2472/1997, σχετικά με τις υπό κρίση επεξεργασίες των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των προσφευγόντων στο διαδικτυακό τόπο της Microsoft Hellas AE • πρόστιμο είκοσι χιλιάδων (20.000) Ευρώ για τις ως άνω κατά πλειοψηφία διαπιστωθείσες παραβιάσεις των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 1 και 5 παρ. 2 του Ν. 2472/1997, αναφορικά με τις ανακοινώσεις της εν λόγω εταιρείας σχετικά με την έναρξη δικαστικών ενεργειών κατά των φερομένων ως προσβολέων των δικαιωμάτων της επί λογισμικού • πρόστιμο είκοσι χιλιάδων (20.000) Ευρώ για τις ως άνω ομοφώνως διαπιστωθείσες παραβιάσεις των διατάξεων των άρθρων 2 στοιχ. (ια΄), 4 παρ. 1 και 5 του Ν. 2472/1997, αναφορικά με τις ανακοινώσεις σχετικά με την επίτευξη εξώδικου συμβιβασμού μεταξύ της εν λόγω εταιρείας και των αντιδίκων της σε υποθέσεις αστικής φύσεως • πρόστιμο δέκα χιλιάδων (10.000) Ευρώ για τις ως άνω κατά πλειοψηφία διαπιστωθείσες παραβιάσεις των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 1 και 5 του Ν. 2472/1997, αναφορικά με τις ανακοινώσεις σχετικά με δικαστικές αποφάσεις, που εξεδόθησαν επί των υποθέσεων αυτών.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Η Αρχή,
1) Επιβάλλει στην εταιρεία Microsoft Hellas AE, ως υπεύθυνο επεξεργασίας, για τις κατά τα ανωτέρω διαπιστωθείσες παραβιάσεις των προαναφερομένων διατάξεων για την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα, συνολικό πρόστιμο ποσού εκατόν δέκα χιλιάδων (110.000) Ευρώ.
2) Καλεί την εταιρεία Microsoft Hellas AE, ως υπεύθυνο επεξεργασίας, να προβεί στη γνωστοποίηση στην Αρχή της σύστασης και λειτουργίας του προαναφερομένου αρχείου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 6 του Ν. 2472/1997 για την Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα .

Ο Πρόεδρος

Χρήστος Παληοκώστας

Η Γραμματέας

Μελπομένη Γιαννάκη

Δημοσίευση απολογητικών υπομνημάτων κατηγορουμένων από τον Τύπο

Ευρεία διάσταση έχει προσλάβει το γεγονός της δημοσίευσης του απολογητικού υπομνήματος του ειδικού φρουρού. Διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις με αφορμή το υπόμνημα, πειθαρχικές διώξεις κατά του δικηγόρου που συνέταξε το εν λόγω υπόμνημα, γεννούν το ερώτημα, δεν έχει δικαίωμα ο κατηγορούμενος να υποστήριξει το ο,τιδήποτε, με το απολογητικό υπόμνημα; Ή μήπως πρέπει προηγουμένως να έχει τη συναίνεση της κοινής γνώμης; Επίσης, το δικαίωμα του δικηγόρου να υπερασπισθεί τον πελάτη του υπόκειται σε λογοκρισία; (βλ. elawyer)

Είναι προφανές ότι με τη δημοσιοποίηση ενός τέτοιου εγγράφου παραβιάζεται όχι μόνο η μυστικότητα της ανάκρισης, αλλά και η προσωπικότητα του κατηγορούμενου. Την οποία αποσκοπεί να προστατεύσει ο νομοθέτης, τόσο ο συνταγματικός όσο και ο κοινός νομοθέτης με τα επιμέρους νομοθετήματα, όπως είναι ιδίως το άρθρο 9 Α Συντ. και ο ν.2472/1997.

Το πρόβλημα, κατά την άποψή μας, έχει τη ρίζα του στην ελλιπή προστασία που παρέχεται στο πλαίσιο της ποινικής δίκης, ζήτημα που οφείλεται στην έλλειψη διατάξεων για την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Συγκεκριμένα, με την τελευταία αναθεώρηση του ν. 2472/1997 εξαιρέθηκε από το πεδίο προστασίας του νόμου η επεξεργασία δεδομένων από από τις δικαστικές – εισαγγελικές αρχές και τις υπηρεσίες που ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία τους στο πλαίσιο της απονομής της δικαιοσύνης ή για την εξυπηρέτηση των αναγκών της λειτουργίας τους με σκοπό τη βεβαίωση εγκλημάτων, που τιμωρούνται ως κακουργήματα ή πλημμελήματα με δόλο και ιδίως εγκλημάτων κατά της ζωής, κατά της γενετήσιας ελευθερίας, της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, κατά της προσωπικής ελευθερίας, κατά της ιδιοκτησίας, κατά των περιουσιακών δικαιωμάτων, παραβάσεων της νομοθεσίας περί ναρκωτικών, επιβουλής της δημόσιας τάξης, ως και τελουμένων σε βάρος ανηλίκων θυμάτων (άρθρο 3 § 2 β).

Η εξαίρεση αυτή, είναι σαφώς αδικαιολόγητη και έχει ως συνέπεια να μένει δίχως κυρώσεις η παραβίαση της προσωπικότητας και των προσωπικών δεδομένων των κατηγορουμένων σε περίπτωση όπως η προαναφερόμενη, όπου δημοσιοποιούνται κρίσιμα έγγραφα, όπως είναι το απολογητικό υπόμνημα και οι μαρτυρικές καταθέσεις. Και είναι σαφές ποιες διαστάσεις μπορεί να λάβει η παραβίαση αυτή, όπως εν προκειμένω, όπου το περιεχόμενο του υπομνήματος αποτελεί αντίκειμενο πολιτικών διαξιφισμών, εντάσεων και εκμετάλλευσης.

Η νομιμότητα της καταγραφής εικόνας και ήχου με κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης και με μαγνητοφώνηση και η χρήση των σχετικών αρχείων ως αποδεικτικών μέσων

Με αφορμή τα όσα διαδραματίζονται στο πλαίσιο της εξέτασης μαρτύρων στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής που ερευνά το σκάνδαλο του Βατοπεδίου ανακύπτουν εύλογα ερωτήματα σε σχέση με τη νομιμότητα της καταγραφής συνομιλιών με κλειστά κυκλώματα τηλεόρασης ή με μαγνητοφώνηση. Συγκεκριμένα, βλέπουμε να προσκομίζονται στην παραπάνω Επιτροπή βιντεοσκοπημένες συνομιλίες προς αντίκρουση των ισχυρισμών μαρτύρων, οι οποίες προβλήθηκαν προηγουμένως από τηλεοπτικό σταθμό, ενώ ακούγεται ότι υπάρχουν και μαγνητοφωνήσεις ιδιωτικών συνομιλιών.
Πέρα από τις πολιτικές διαστάσεις του ζητήματος αυτού, στις οποίες δεν θα υπεισέλθουμε εδώ, καθίσταται αναγκαίο να προβούμε σε ορισμένες διαπιστώσεις σε σχέση με τη νομιμότητα της βιντεοσκόπησης και μαγνητοσκόπησης ιδιωτικών συνομιλιών.
Καταρχήν, θα πρέπει να γίνει σαφές ότι η καταγραφή δεδομένων ήχου και εικόνας, εφόσον αναφέρονται σε πρόσωπα, συνιστούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και συνεπώς, σχετικά βρίσκει εφαρμογή ο ν. 2472/1997, όπως επανειλημμένα έχει κρίνει η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (βλ. την υπ’ αριθ. 1122/2000 οδηγία της Αρχής). Ως εκ τούτου, η λήψη εικόνας από κάμερα κλειστού κυκλώματος μπορεί να γίνεται μόνο κατ’ εξαίρεση, εφόσον συντρέχουν συγκεκριμένοι λόγοι, όπως είναι η ρύθμιση της κυκλοφορίας, η πρόληψη της κλοπής αγαθών ή αποτροπής ληστείας, ή ακόμη, όταν σκοπός επεξεργασίας είναι η πρόληψη ή καταστολή του εγκλήματος, οπότε τα δεδομένα πρέπει να διαβιβάζονται στις αρμόδιες δικαστικές ή αστυνομικές αρχές. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η βιντεοσκόπηση δεν θα είναι, ασφαλώς, νόμιμη.
Παράλληλα, σε περιπτώσεις όπου λειτουργεί μόνιμα ή συνεχώς τέτοιο κλειστό κύκλωμα, ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να γνωστοποιήσει στην Αρχή τη λειτουργία του, καθώς και να ενημερώνει τα πρόσωπα που κινούνται σε χώρο που βιντεοσκοπείται για το γεγονός αυτό.
Με βάση τα παραπάνω, γίνεται σαφές ότι το εν λόγω οπτικοακουστικό υλικό είναι προϊόν παράνομης επεξεργασίας δεδομένων, αφού δεν συντρέχει εν προκειμένω κανείς από τους παραπάνω λόγους, ενώ αντίστοιχα παράνομη είναι και η μαγνητοφώνηση ιδιωτικών συνομιλιών, αλλά και η προβολή όλων αυτών από τηλεοπτικούς σταθμούς. Τέλος, το υλικό αυτό δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσο τόσο ενώπιον της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής όσο και ενώπιον των Δικαστηρίων, σύμφωνα με το άρθρο 19 § 3 του Συντάγματος.
Το νομοθετικό πλαίσιο που αφορά την αθέμιτη καταγραφή συνομιλιών συμπληρώνει ο ν. 3674/2008, με τον οποίο τροποποιήθηκε το άρθρο 370Α ΠΚ. Αυτό προβλέπει στη δεύτερη παράγραφο ότι όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνικά μέσα ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα μη δημόσια πράξη άλλου, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Με την ίδια ποινή τιμωρείται η πράξη του προηγούμενου εδαφίου και όταν ο δράστης αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο της συνομιλίας του με άλλον χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου. Τέλος τιμωρείται και η χρήση (με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών) της πληροφορίας ή του υλικού φορέα επί του οποίου αυτή έχει αποτυπωθεί με τους παραπάνω τρόπους.

Βλ. Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, Κλειστά κυκλώματα τηλεόρασης

Ιωάννης Δ. Ιγγλεζάκης
Ειδικός Επιστήμονας Τμήματος Νομικής ΑΠΘ, Δικηγόρος

Δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων στο πλαίσιο της άσκησης κοινοβουλευτικού ελέγχου

Με την υπ’ αριθ. 48/2008 της, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα έκρινε ότι η χορήγηση εγγράφων που περιέχουν προσωπικά δεδομένα σε βουλευτές, στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου, είναι απαραίτητη για το σκοπό αυτό και η χορήγηση αυτών δεν “κωλύεται από το ν. 2472/1997”.

Ειδικότερα, ορισμένοι βουλευτές ζήτησαν από το ΙΚΑ να κατατεθούν στη Βουλή, στο πλαίσιο της άσκησης κοινοβουλευτικού ελέγχου αιτήσεις για τη σύναψη σύμβασης μίσθωσης έργου με το Ίδρυμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 Ν. 2527/97, οι ατομικές αποφάσεις του Διοικητή του Ιδρύματος με αντικείμενο τη σύναψη της σύμβασης μίσθωσης έργου με το ΙΚΑ και οι αιτήσεις για τη σύναψη σύμβασης μίσθωσης έργου με το Ίδρυμα, τις οποίες υπέβαλαν τα πρόσωπα, τα οποία τελικά επελέγησαν, με τα δικαιολογητικά τους.

Η Αρχή δέχθηκε ότι τα παραπάνω δεδομένα αποτελούν προσωπικά δεδομένα και ότι ο κοινοβουλευτικές έλεγχος αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο του πολιτεύματος, ενώ η κατάθεση των στοιχείων των οποίων ζητείται η χορήγηση, εντάσσεται στα πλαίσια του ελέγχου αυτού. Συνακόλουθα, δέχθηκε ότι μετά από στάθμιση της ανάγκης άσκησης αποτελεσματικού κοινοβουλευτικού ελέγχου για για τη διαπίστωση τήρησης των αρχών της διαφάνειας και της αξιοκρατίας κατά την ανάθεση από δημόσιο ασφαλιστικό οργανισμό έργου σε πολίτες και αφετέρου το μέγεθος προσβολής, δια της αναπόφευκτης δημοσιότητας, της προσωπικότητας των πολιτών που ζήτησαν με υποβολή βιογραφικού σημειώματος την ανάθεση του έργου, πρέπει να ικανοποιηθεί το αίτημα των ερωτώντων βουλευτών για πρόσβαση στα τηρούμενα στο ΙΚΑ έγγραφα για την επιλογή των υποψηφίων της συμβατικής ανάθεσης του επίμαχου έργου.

Στη συγκεκριμένα περίπτωση, ο σκοπός του κοινοβουλευτικού ελέγχου συνίσταται στον έλεγχο της αξιοκρατικής επιλογής των προσώπων που συνήψαν σύμβαση έργου με το ΙΚΑ κατόπιν συγκρίσεως των ουσιαστικών προσόντων των επιλεγέντων και των αποκλεισθέντων υποψηφίων.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το σκεπτικό της Αρχής ότι “δεν κωλύεται από το Ν. 2472/1997 η χορήγηση από το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων στους ενδιαφερόμενους βουλευτές, του συνόλου των πιο πάνω εγγράφων στο πλαίσιο άσκησης κοινοβουλευτικού ελέγχου”.

Από τα παραπάνω διαπιστώνεται ότι η Αρχή δεν προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας με βάση τους κανόνες του ν. 2472/1997 και συγκεκριμένα, δεν εφαρμόζει το άρθρο 5 του νόμου αυτού, αλλά αορίστως επικαλείται την ανάγκη άσκησης κοινοβουλευτικού ελέγχου. Βεβαίως, η διάταξη του άρθρου 5 § 2 δ΄ καθιστά νόμιμη την επεξεργασία δεδομένων για το σκοπό της άσκησης κοινοβουλευτικού ελέγχου (βλ. Ιγγλεζάκη, Δίκαιο της πληροφορικής, 2008, σελ. 236 επ.) και συνεπώς, ενώ η απόφαση στην οποία κατέληξε η Αρχή είναι κατ’ αποτέλεσμα ορθή, το σκεπτικό της δεν είναι εμπεριστατωμένο και αρκούντος σαφές.

Εκσυγχρονισμός του νομικού πλαισίου για την προστασία των προσωπικών δεδομένων ή συρρίκνωση της προστασίας;

Η νέα τροποποίηση του ν. 2472/1997

Mε τροπολογία που περιλήφθηκε στο ν. 3635/2007 με τον οποίο κυρώθηκε το Προαιρετικό Πρωτόκολλο στη Σύμβαση για τα δικαιώματα του Παιδιού σχετικά με την εμπορία παιδιών, την παιδική πορνεία και παιδική πορνογραφία
, τροποποιήθηκαν διατάξεις του ν. 2472/1997 “προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”. Οι νέες ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στην τροπολογία “αντιμετωπίζουν” κρίσιμα θέματα που αφορούν την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων από εισαγγελικές και δικαστικές αρχές, ωστόσο, οι επιλογές στις οποίες προέβη ο νομοθέτης επιδέχονται κριτική.

Ειδικότερα, κατά πρώτον εισάγονται εξαιρέσεις που δεν είναι δικαιολογημένες, όπως είναι ιδίως η εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής του νόμου της επεξεργασίας δεδομένων, η οποία πραγματοποιείται από τις δικαστικές – εισαγγελικές αρχές και τις υπηρεσίες που ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία τους στο πλαίσιο της απονομής της δικαιοσύνης ή για την εξυπηρέτηση των αναγκών της λειτουργίας τους με σκοπό τη βεβαίωση εγκλημάτων, που τιμωρούνται ως κακουργήματα ή πλημμελήματα με δόλο (άρθρο 3 § 2 εδ. β΄ ν. 2472/1997). Βεβαίως, στην εισαγωγική έκθεση επί του νομοσχεδίου αναφέρεται ότι σχετική εξαίρεση προβλέπεται στην κοινοτική οδηγία 95/46/ΕΟΚ, ωστόσο, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η οδηγία αυτή είναι οδηγία του πρώτου πυλώνα (πράγμα το οποίο δεν γνωρίζει ο νομοθέτης;).

Επιπλέον, η εξαίρεση αυτή προσκρούει σε διατάξεις διεθνών συνθήκων που έχει υπογράψει η χώρα μας, όπως είναι η Σύμβαση αρ. 108/1981 του Συμβουλίου της Ευρώπης και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Το κυριότερο όμως είναι ότι είναι αντισυνταγματική η πρόβλεψη εξαιρέσεως του νόμου για την προστασία των προσωπικών δεδομένων στην παραπάνω περίπτωση.

Το ερώτημα που τίθεται είναι αν επαρκούν οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την προστασία των προσωπικών δεδομένων των εμπλεκόμενων σε ποινικές διαδικασίες και οι άλλες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, στις οποίες γενικόλογα παραπέμπει ο νόμος. Κατά την άποψή μας, τόσο ο ΚΠοινΔ όσο και οι λοιποί (πλην του ν. 2472/1997) νόμοι δεν προσφέρουν επαρκή προστασία, ιδίως διότι αν προσέφεραν τέτοια προστασία δεν θα υπήρχε λόγος θέσπισης του ν. 2472/1997 εξαρχής.

Παραπέρα, στο άρθρο 2 εδ. β. ν. 2472/1997 αναφέρεται ότι “Ειδικά για τα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες δύναται να επιτραπεί η δημοσιοποίηση μόνον από την εισαγγελική αρχή για τα αδικήματα κατά της ζωής, κατά της γενετήσιας ελευθερίας, της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, κατά της προσωπικής ελευθερίας, κατά της ιδιοκτησίας, κατά των περιουσιακών δικαιωμάτων, παραβάσεων της νομοθεσίας περί ναρκωτικών, επιβουλής της δημόσιας τάξης, ως και τελουμένων σε βάρος ανηλίκων θυμάτων, με διάταξη του αρμόδιου Εισαγγελέα Πρωτοδικών ή του Εισαγγελέα Εφετών, εάν η υπόθεση εκκρεμεί στο Εφετείο. Η δημοσιοποίηση αυτή αποσκοπεί στην προστασία του κοινωνικού συνόλου, των ανηλίκων, των ευάλωτων ή ανίσχυρων πληθυσμιακών ομάδων και προς ευχερέστερη πραγμάτωση της αξίωσης της Πολιτείας για τον κολασμό των παραπάνω αδικημάτων.”

Πέρα από τις νομικές αντιρρήσεις που μπορεί κανείς να διατυπώσει ως προς τη δημοσιοποίηση των προσωπικών δεδομένων των προσώπων που διαπράττουν αδικήματα, αποτελεί απορίας άξιο ποια αντίληψη δικαιοσύνης, από την οποία καθοδηγείται ο έλληνας νομοθέτης, είναι αυτή που επιβάλλει ως τιμωρία σε ένα πρόσωπο για τη διάπραξη μίας πράξης τη διαπόμπευσή του!

Τέλος, προβληματική είναι και η ρύθμιση που αφορά τη βιντεοσκόπηση διαδηλωτών (άρθρο 3 § 2 εδ. β΄ ν. 2472/1997). Επισημαίνουμε ότι ο νομοθέτης θα μπορούσε να προβλέψει ειδική διάταξη που να ρυθμίζει ειδικά το ζήτημα της επιτήρησης μέσω καμερών, ακόμα και εισάγοντας ρυθμίσεις που να αποκλίνουν από την υπ’ αριθ. 1122/2000 απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και τις λοιπές αποφάσεις της Αρχής, σε ειδικά θέματα. Αντί αυτού, επελέχθη η λύση της συγκεκριμένης διάταξης με την οποία επιτρέπεται η απλή λειτουργία συσκευών καταγραφής και η καταγραφή σε περίπτωση τέλεσης εγκλημάτων.

Ως έχει, η εν λόγω διάταξη – όσον αφορά τη λειτουργία συσκευών καταγραφής – αντιβαίνει καταρχήν στο συνταγματικό δικαίωμα της ελευθερίας του συνέρχεσθαι, καθώς, περιορίζει ανεπίτρεπτα το δικαίωμα αυτό, διότι οι πολίτες όταν γνωρίζουν ότι παρακολουθούνται θα αισθάνονται φόβο και δικαιολογημένη ανησυχία που μπορεί να τους οδηγήσει σε μη συμμετοχή ακόμη και σε ειρηνικές διαδηλώσεις. Παραπέρα, περιορίζεται και το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή και στα προσωπικά δεδομένα, διότι η διαδικασία βιντεοσκόπησης πραγματοποιείται μεν υπό την εποπτεία των εισαγγελικών και δικαστικών αρχών, ωστόσο, δεν υπάρχει κανείς έλεγχος από ανεξάρτητη αρχή ούτε και βρίσκει εφαρμογή ο ν. 2472/1997!
Όσον αφορά, όμως, την καταγραφή εικόνας και ήχου με σκοπό τη βεβαίωση τέλεσης παράνομων πράξεων, οι εγγυήσεις από τις οποίες περιβάλλεται αυτή είναι σημαντικές, με συνέπεια να μην εκφράζονται ιδιαίτερες ανησυχίες. Εν πάση όμως περιπτώσει, θεωρούμε ότι η ρύθμιση αυτή, αλλά και γενικότερα, το ζήτημα της βιντεοεπιτήρησης, θα έπρεπε να τύχει αρτιότερης νομοτεχνικής επεξεργασίας και να αποτελέσει αντικείμενο ιδιαίτερου άρθρου του νόμου ή ειδικού νόμου.

Διατήρηση δεδομένων που αφορούν ανταλλαγή αρχείων Ρ2Ρ και διαβίβασή τους στο πλαίσιο αστικής δίκης – Σημαντική απόφαση ΔΕΚ

Απόφαση του ΔΕΚ σχετικά με την αποκάλυψη των προσωπικών δεδομένων των χρηστών συστημάτων Peer-to-Peer

Με την απόφασή του της 29-1-2008, στην υπόθεση C-275/06 το ΔΕΚ έκρινε ότι τα δεδομένα χρηστών που ανταλλάσσουν αρχεία μέσω συστημάτων Ρ2Ρ δεν δύνανται να γνωστοποιηθούν προκειμένου να καταστεί δυνατή η άσκηση διώξεων εναντίον τους από τους δημιουργούς (μουσικών, οπτικοακουστικών κ.ά. έργων), σε περίπτωση παράνομης ανταλλαγής έργων.

(Η αρχιτεκτονική ενός δικτύου peer-to-peer. Πηγή: Wikipedia).

Ειδικότερα, το ιστορικό της υπόθεσης έχει ως εξής: Η ισπανική ένωση Promusicae υπέβαλε αίτηση κατά της Telefonica, η οποία είναι εταιρία παροχής πρόσβασης στο Διαδίκτυο, προκειμένου να υποχρεωθεί αυτή να αποκαλύψει την ταυτότητα και τη φυσική διεύθυνση ορισμένων προσώπων στα οποία παρέχει υπηρεσίες πρόσβασης, τα οποία χρησιμοποίησαν το πρόγραμμα KaZaA για την παράνομη αναπαραγωγή έργων. Η αίτηση αυτή έγινε δεκτή και η Telefonica άσκησε ανακοπή ενώπιον ισπανικού δικαστηρίου, το οποίο ακολούθως απηύθυνε προδικαστικό ερώτημα προς το ΔΕΚ. Το περιεχόμενο του ερώτηματος είχε ως εξής:

«Επιτρέπεται, κατά το κοινοτικό δίκαιο και, συγκεκριμένα, κατά τα άρθρα 15, παράγραφος 2, και 18 της οδηγίας [2000/31], κατά το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας [2001/29], κατά το άρθρο 8 της οδηγίας [2004/48] και κατά τα άρθρα 17, παράγραφος 2, και 47 του Χάρτη […], στα κράτη μέλη να περιορίζουν μόνο στις περιπτώσεις ποινικής έρευνας ή για λόγους προστασίας της δημόσιας ασφάλειας και της εθνικής άμυνας και, ως εκ τούτου, να αποκλείουν, σε περίπτωση πολιτικών δικών, την υποχρέωση των φορέων εκμεταλλεύσεως δικτύων και παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, των φορέων παροχής προσβάσεως σε δίκτυα τηλεπικοινωνιών και των φορέων παροχής υπηρεσιών αποθηκεύσεως δεδομένων να διατηρούν και να διαθέτουν δεδομένα συνδέσεως και κινήσεως τα οποία δημιουργούνται από τις επικοινωνίες που πραγματοποιούνται κατά την παροχή υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας;»

Το Δικαστήριο, ερμηνεύοντας την οδηγία 2002/58, δέχθηκε ότι οι εξαιρέσεις από την υποχρέωση διασφάλισης του απορρήτου των δεδομένων κίνησης δεν αναφέρονται σε ζητήματα που αφορούν αστικές διαφορές, όπως η επίδικη, καθώς αφορούν την εθνική ασφάλεια, εθνική άμυνα και δημόσια ασφάλεια, αλλά και τη δίωξη ποινικών παραβάσεων.

Επίσης, η προστασία του δικαιώματος του δημιουργού, όπως προβλέπεται από τις οδηγίες 2000/31 (άρθρ. 1 § 5β΄), 2001/29 (άρθρ. 9) και 2004/48 (άρθρ. 8 § 3 ε΄), δεν συνεπάγεται τη συρρίκνωση της προστασίας των προσωπικών δεδομένων.

Εν κατακλείδι, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι παραπάνω αναφερθείσες οδηγίες δεν επιβάλλουν στα κράτη μέλη, σε περιπτώσεις όπως αυτή που αφορά την παράνομη αναπαραγωγή έργων στο Διαδίκτυο, την υποχρέωση γνωστοποίησης προσωπικών δεδομένων και τούτο, προκειμένου να διασφαλίσουν την αποτελεσματική προστασία του δικαιώματος του δημιουργού στο πλαίσιο αστικής δίκης. Βεβαίως, το κοινοτικό δίκαιο επιτάσσει όπως τα εν λόγω κράτη, κατά τη μεταφορά των οδηγιών αυτών στο εσωτερικό δίκαιο, μεριμνούν ώστε να βασίζονται σε ερμηνεία που να καθιστά δυνατή τη διασφάλιση της ορθής ισορροπίας μεταξύ των διαφόρων θεμελιωδών δικαιωμάτων που προστατεύει η κοινοτική έννομη τάξη. Και ακόμα, κατά την εφαρμογή των μέτρων μεταφοράς των εν λόγω οδηγιών στο εσωτερικό δίκαιο, οι αρχές και τα δικαστήρια των κρατών μελών οφείλουν όχι μόνο να ερμηνεύουν το εθνικό τους δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς τις ίδιες αυτές οδηγίες, αλλά και να μη βασίζονται σε ερμηνεία αυτών που θα μπορούσε να έλθει σε σύγκρουση με τα εν λόγω θεμελιώδη δικαιώματα ή με τις λοιπές γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, όπως η αρχή της αναλογικότητας.

Η συνέπεια αυτής της απόφασης είναι ότι καθίστανται αδύνατη η αναζήτηση των στοιχείων των χρηστών η/υ με βάση τον αριθμό IP, τον τρέχοντα δηλ. αριθμό σύνδεσης στο Διαδίκτυο και πιο συγκεκριμένα, γίνεται σαφές ότι δεν υποχρεούνται οι πάροχοι υπηρεσιών πρόσβασης στο Διαδίκτυο να κοινοποιούν τα στοιχεία των συνδρομητών τους, οι οποίοι εμπλέκονται σε παράνομη διακίνηση προστατευόμενων έργων (μουσικών, οπτικοακουστικών κλπ.), στους δημιουργούς ή τους οργανισμούς συλλογικής εκμετάλλευσης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Αυτό δεν αποκλείει, βεβαίως, τη θέσπιση ειδικής νομοθεσίας από τα κράτη μέλη που να προβλέπουν τη γνωστοποίηση των προσωπικών δεδομένων των χρηστών του Διαδικτύου σε περιπτώσεις παραβιάσεων πνευματικών δικαιωμάτων. Ωστόσο, και πάλι θα ήταν διακινδυνευμένο για ένα κράτος να θεσπίσει παρόμοια νομοθεσία, η οποία θα ήταν ενδεχομένως αντίθετη με το κοινοτικό δίκαιο ή και αντισυνταγματική.

Ιωάννης Ιγγλεζάκης

Τα RFID-Tags και η προστασία της ιδιωτικότητας

Η ανίχνευση ραδιοσυχνοτήτων είναι μια αυτόματη μέθοδος ταυτοποίησης που βασίζεται στην αποθήκευση και αυτόματη ανάκτηση δεδομένων μέσω συστημάτων αναγνώρισης με ραδιοσυχνότητες (RFID tag) ή ανεπαφικών πλινθίων (RFID chips) ή πομποδεκτών. Ένα τέτοιο σύστημα αποτελείται από ένα ηλεκτρονικό κύκλωμα που τοποθετείται σε ένα αντικείμενο, το οποίο αποθηκεύει τον σειριακό αριθμό αναγνώρισης και άλλες πληροφορίες, και έναν δέκτη που εντοπίζει το κύκλωμα και “διαβάζει” τα στοιχεία που το κύκλωμα αποθηκεύει.

Η ανάγνωση δεδομένων από το RFID tag γίνεται από απόσταση 10 εκατοστών έως και μερικών μέτρων, με τη βοήθεια ενός αναγνώστη. Επίσης, διακρίνονται σε παθητικά και ενεργητικά, από τα οποία τα πρώρα τροφοδοτούνται με ενέργεια από τον πομποδέκτη, ενώ τα δεύτερα, έχουν αυτόνομη τροφοδοσία.

Οι εφαρμογές των RFID tags διευρύνονται συνεχώς, τελευταία δε χρησιμοποιούνται στα βιομετρικά διαβατήρια της ΕΕ, ενώ αναμένεται να διευρυνθεί περαιτέρω η χρήση τους.

Παρά τα θετικά στοιχεία που προσφέρει η τεχνολογία αυτή, συνεπάγεται μια σειρά από προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπισθούν. Πέρα από τα προβλήματα ασφάλειας δεδομένων που μπορούν να προκύψουν από την υποκλοπή δεδομένων (skimming), η οποία συνιστά σημαντικό κίνδυνο, ανακύπτουν ζητήματα προστασίας προσωπικών δεδομένων

Το δίκαιο προστασίας προσωπικών δεδομένων, δηλ. ο ν. 2472/1997 στη χώρα μας, ο οποίος
αποτελεί την πράξη εφαρμογής της οδηγίας 95/46/ΕΟΚ, βρίσκει εφαρμογή όταν τα εν λόγω κυκλώματα έχουν αποθηκευμένα προσωπικά δεδομένα ή όταν δεν έχουν αποθηκευμένα τέτοια δεδομένα, αλλά χρησιμεύουν στην ταυτοτοποίηση φυσικών προσώπων.

Σε αυτή την περίπτωση, η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων πρέπει να λαμβάνει χώρα με σεβασμό των κανόνων του δικαίου προστασίας των εν λόγω δεδομένων (βλ. σχετικά Article 29 Working Group, Working Document on data protection issues related to RFID technology). Ειδικότερα, πρέπει να εξασφαλίζεται ότι τα δεδομένα είναι πρόσφορα, αναγκαία και όχι περισσότερα από όσα χρειάζεται για την επίτευξη του σκοπού της επεξεργασίας, να είναι ακριβή και να μη διατηρούνται για περισσότερο από όσο απαιτείται (βλ. άρθρο 4 ν. 2472/1997). Επίσης, θα πρέπει να διασφαλίζεται η ασφάλεια δεδομένων, κατά τρόπο ώστε να είναι αδύνατη η υποκλοπή δεδομένων, πράγμα που γίνεται με τη χρησιμοποίηση κρυπτογράφησης.

Επιπλέον, η επεξεργασία θα πρέπει να είναι νόμιμη, δηλ. σύμφωνη με το άρθρο 5 του ν. 2472/1997, που σημαίνει ότι θα πρέπει να στηρίζεται στη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων, ή σε κάποια άλλη προϋπόθεση, όπως το έννομο συμφέρον του υπεύθυνου της επεξεργασίας. Επίσης, θα πρέπει να ενημερώνονται τα υποκείμενα των δεδομένων για την επεξεργασία και τις επιμέρους συνθήκες αυτής.

Σε ειδικές περιπτώσεις, θα πρέπει να γίνει στάθμιση των εκάστοτε δεδομένων. Έτσι, λ.χ., η παρακολούθηση των εργαζομένων με παρόμοια συστήματα δεν μπορεί να θεωρηθεί θεμιτή μέθοδος, ενώ η χρήση της για την παρακολούθηση της μετακίνησης προσώπων θα είναι οριακά νόμιμη, εφόσον και μόνο εξυπηρετεί έναν θεμιτό και νόμιμο σκοπό. Γίνεται μνεία της υπ΄αριθ. 52/2003 απόφασης της Αρχής, με την οποία σε συναφή περίπτωση, κρίθηκε μη νόμιμη η επεξεργασία βιομετρικών στοιχείων με σκοπό την ασφάλεια των πτήσεων (βλ. ΠοινΔικ 2004, 37).

Σημαντική είναι η δράση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία δεν έχει μείνει απαθής μπροστά στα ζητήματα που ανακύπτουν από τις εφαρμογές της νέας αυτής τεχνολογίας, αλλά κινητοποιεί τους ενδιαφερόμενους φορείς μέσα από τον δικτυακό τόπο Information Society. Ειδικότερα, η Επιτροπή διοργάνωσε ημερίδες και ειδικές δράσεις για το ζήτημα, αλλά και διαβούλευση μέσω του δικτυακού τόπου www.rfidconsultation.eu, ενώ οργανώνει δημόσια διαβούλευση στην οποία μπορεί κάθε ενδιαφερόμενος να συμμετέχει (κάνε κλικ εδώ).

Ιωάννης Ιγγλεζάκης

ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΣΕ DVD

Ευρεία δημοσιότητα έχει λάβει η άσκηση ποινικής δίωξης κατά των προσώπων που διακινούσαν ή εμπλέκονταν στη διακίνηση του DVD με απόσπασμα από οπτικοακουστικό υλικό, στην υπόθεση που έχει γνωστή ως “υπόθεση Ζαχόπουλου”.

Από όσα διαρρέουν στον Τύπο, διαφαίνεται ότι ο ν. 2472/1997 χρησιμοποιείται – “εργαλειακά”, θα λέγαμε – για την απόδοση κατηγοριών σε βαθμό, μάλιστα, κακουργήματος. Εδώ θα πρέπει να γίνουν ορισμένες διευκρινίσεις.

Ειδικότερα, δεν ερευνήθηκε και δεν τεκμηριώνεται, εάν εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη υπόθεση ο ν. 2472/1997 και αν, συνεπώς, δύνανται να ασκηθούν ποινικές διώξεις με βάση το νόμο αυτό. Για να εφαρμόζεται ο παραπάνω νόμος, θα πρέπει να υφίσταται αυτοματοποιημένη επεξεργασία ή μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία, αλλά τα προσωπικά δεδομένα να περιλαμβάνονται σε αρχείο (άρθρο 3 § 1 ν. 2472/1997).

Έτσι, τίθεται το ερώτημα εάν η καταγραφή σε βίντεο συνιστά αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων. Πράγματι, σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, η εγγραφή και η αναπαραγωγή βιντεολήψεων, δεν συνιστά αυτοματοποιημένη επεξεργασία, παρά μόνο εάν χρησιμοποιείται αυτοματοποιημένο σύστημα επεξεργασίας (βλ. Dammann, σε: Dammann/Simitis, EG-Datenschutzkommentar, Baden-Baden 1997, Artikel 3, αριθ. 3), γεγονός που δεν έχει συμβεί στη συγκεκριμένη. Περαιτέρω, δεν πληρούται ούτε η δεύτερη προϋπόθεση για την εφαρμογή του ν. 2472/1997, δηλ. να περιλαμβάνεται το οπτικοακουστικό αυτό υλικό σε αρχείο, εφόσον δεν υφίσταται αρχείο, στο οποίο να περιλαμβάνεται η βιντεοκασσέτα.

Συνεπώς, η άσκηση ποινικών διώξεων με βάση το νόμο 2472/1997 είναι αστήρικτη, όσον αφορά τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά.

Ιωάνης Ιγγλεζάκης