Μεταπώληση εφεδρικού αντιγράφου προγράμματος η/υ


Με την απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2016 στην υπόθεση C-166/15 (Aleksandrs Ranks, Jurijs Vasiļevičs), το ΔΕΕ ασχολήθηκε με το ζήτημα της μεταπώλησης μεταχειρισμένων αντιγράφων προγραμμάτων η/υ και πιο συγκεκριμένα, με τη μεταπώληση των εφεδρικών αντιγράφων των προγραμμάτων. Βεβαίως, το Δικαστήριο είχε κρίνει με προηγούμενη απόφασή του, ήτοι την απόφαση της 3ης Ιουλίου 2012 (υπόθεση C-128/11, UsedSoft GmbH κατά Oracle), ότι είναι νόμιμη η μεταπώληση άδειας χρήσεως προγράμματος η/υ, το οποίο μεταφορτώνει ένας χρήστης από το Διαδίκτυο [βλ. https://iglezakis.gr/2012/07/16/%ce%b4%ce%b5%ce%b5-%ce%bd%cf%8c%ce%bc%ce%b9%ce%bc%ce%b7-%ce%b7-%ce%bc%ce%b5%cf%84%ce%b1%cf%80%cf%8e%ce%bb%ce%b7%cf%83%ce%b7-%ce%ac%ce%b4%ce%b5%ce%b9%ce%b1%cf%82-%cf%87%cf%81%ce%ae%cf%83%ce%b5%cf%89/]. Με τη νέα ως άνω απόφασή του, τώρα το ΔΕΕ κρίνει αν είναι νόμιμη η μεταπώληση του εφεδρικού – και όχι του πρωτότυπου – αντιγράφου του προγράμματος.

Στην απόφαση UsedSoft το ΔΕΕ δέχθηκε ότι σε περίπτωση που μεταπωλείται άδεια χρήσεως προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή και η ως άνω άδεια είχε παραχωρηθεί στον πρώτο αγοραστή από τον δικαιούχο για χρονικώς απεριόριστη χρήση και έναντι της καταβολής τιμήματος που συμφωνήθηκε προκειμένου να εξασφαλιστεί στον δικαιούχο αμοιβή αντίστοιχη προς την οικονομική αξία του εν λόγω αντιγράφου του έργου του, ο δεύτερος αγοραστής της άδειας αυτής, όπως και κάθε μεταγενέστερος αγοραστής της, μπορούν να επικαλεστούν την προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/24 ανάλωση του δικαιώματος διανομής και, ως εκ τούτου, να θεωρηθούν πρόσωπα που νομίμως απέκτησαν αντίγραφο προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή κατά την έννοια του άρθρου 5 παρ. 1 της ίδιας οδηγίας.

Στην ίδια αυτή απόφαση τέθηκαν και κάποια όρια, όπως είναι ότι ο αρχικός αγοραστής που μεταπωλεί είτε υλικό είτε άυλο αντίγραφο προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, σε σχέση με το οποίο το δικαίωμα διανομής που είχε ο δικαιούχος αναλώθηκε δυνάμει του άρθρου 4 παρ. 2 της οδηγίας 2009/24, οφείλει, προς αποτροπή του ενδεχομένου προσβολής του προβλεπόμενου στο άρθρο 4, παρ. 1 στοιχ. α΄ της οδηγίας 2009/24 αποκλειστικού δικαιώματος του εν λόγω δικαιούχου για αναπαραγωγή του προγράμματός του, να διασφαλίσει ότι το αντίγραφο το οποίο είχε μεταφορτώσει στον υπολογιστή του δεν είναι πλέον κατά τη στιγμή της μεταπωλήσεώς του δυνατό να χρησιμοποιηθεί (UsedSoft, σκ. 70, 78).

Αυτό επιβεβαιώνεται και με τη νέα αυτή απόφαση, στην οποία γίνεται δεκτό ότι ο αρχικός αγοραστής του αντιγράφου του προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, ο οποίος προβαίνει στη μεταπώληση αυτού ως μεταχειρισμένου, οφείλει, προς αποφυγή προσβολής του αποκλειστικού δικαιώματος του δικαιούχου για αναπαραγωγή του προγράμματός του ηλεκτρονικού υπολογιστή, να αχρηστεύσει οιοδήποτε αντίγραφο έχει στην κατοχή του κατά τον χρόνο μεταπωλήσεως του εν λόγω αντιγράφου (Aleksandrs Ranks, Jurijs Vasiļevičs, σκ. 55). Ως εκ τούτου, στην περίπτωση κατά την οποία ο πρωτότυπος υλικός φορέας του αντιγράφου που του είχε αρχικώς παραδοθεί έχει υποστεί φθορά, έχει καταστραφεί ή έχει απολεσθεί, ο αρχικός αγοραστής αντιγράφου προγράμματος η/υ δεν δύναται να παραδώσει στον νέο αγοραστή το εφεδρικό αντίγραφό του του εν λόγω προγράμματος άνευ αδείας του δικαιούχου (ό.π., σκ. 57) και, συνεπώς, η μόνη δυνατότητα που έχει ο αγοραστής είναι να μεταπωλήσει το γνήσιο αντίγραφο (και όχι το εφεδρικό) σε τρίτους.

Τα πραγματικά περιστατικά της δίκης έχουν ως εξής: Οι Λετονοί Aleksandrs Ranks και Jurijs Vasiļevičs πωλούσαν – παρανόμως – μέσω πλατφόρμας διαδικτυακών πωλήσεων διάφορα προγράμματα η/υ της Microsoft Corp. που προστατεύονταν με δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και για το λόγο αυτό ασκήθηκε εναντίον τους ποινική δίωξη. Με απόφαση του 2012 τα εν λόγω πρόσωπα κρίθηκαν ένοχοι και καταδικάσθηκαν σε αποκατάσταση της ζημίας της ως άνω εταιρείας, ωστόσο άσκησαν έφεση που έγινε εν μέρει δεκτή και στη συνέχεια, αίτηση αναίρεσης που έγινε επίσης δεκτή και παρέπεμψε την υπόθεση για νέα συζήτηση στο εφετείο, το οποίο υπέβαλε τα εξής προδικαστικά ερωτήματα προς το ΔΕΕ:

«1) Μπορεί πρόσωπο που απέκτησε πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή με άδεια “μεταχειρισμένου” [εγγεγραμμένο] σε δίσκο που δεν είναι πρωτότυπος, το οποίο λειτουργεί και δεν χρησιμοποιείται από κανέναν άλλο χρήστη, να επικαλεστεί, βάσει των άρθρων 5, παράγραφος 1, και 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/24, την ανάλωση του δικαιώματος διανομής αντιτύπου (αντιγράφου) του εν λόγω προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, το οποίο ο πρώτος αγοραστής απέκτησε από τον δικαιούχο των δικαιωμάτων με τον πρωτότυπο δίσκο, [στην περίπτωση κατά την οποία ο πρωτότυπος] δίσκος [έχει υποστεί] φθορά και ο πρώτος αγοραστής έχει διαγράψει το αντίγραφό του ή δεν το χρησιμοποιεί πλέον;

2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, δικαιούται πρόσωπο που μπορεί να επικαλεστεί την ανάλωση του δικαιώματος διανομής αντιτύπου (αντιγράφου) του προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή να μεταπωλήσει σε τρίτον το εν λόγω πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή σε δίσκο ο οποίος δεν είναι ο πρωτότυπος, κατά τα άρθρα 4, παράγραφος 2, και 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/24;»


Το ΔΕΕ, αφού έκρινε παραδεκτά τα ερωτήματα, ανέφερε ότι “το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινισθεί εάν, κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 4, στοιχεία αʹ και γʹ, καθώς και του άρθρου 5, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 91/250, ο αγοραστής του αντιγράφου μεταχειρισμένου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, αντιγράφου το οποίο είναι ενσωματωμένο σε μη πρωτότυπο υλικό φορέα, δύναται κατ’ εφαρμογήν του κανόνα της αναλώσεως του δικαιώματος διανομής του δικαιούχου να μεταπωλήσει το αντίγραφο αυτό οσάκις, αφενός, ο πρωτότυπος υλικός φορέας του εν λόγω προγράμματος, ο οποίος παραδόθηκε στον αρχικό αγοραστή, έχει υποστεί φθορά και, αφετέρου, ο εν λόγω αρχικός αγοραστής έχει αχρηστεύσει το αντίτυπο του αντιγράφου αυτού που είχε στην κατοχή του ή έχει παύσει να το χρησιμοποιεί.”

Το Δικαστήριο, επαναλαμβάνοντας τη νομολογία του στην υπόθεση UsedSoft, δέχθηκε – και ορθώς – ότι o φορέας του δικαιώματος του δημιουργού επί προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή ο οποίος πώλησε εντός της Ένωσης αντίγραφο του εν λόγω προγράμματος επί υλικού φορέα (CD-ROM ή DVD-ROM) συνοδευόμενο από άδειας απεριόριστης χρήσεως του εν λόγω προγράμματος, δεν δύναται πλέον να εναντιωθεί στις περαιτέρω μεταπωλήσεις του εν λόγω αντιγράφου από τον αρχικό αγοραστή ή τους διαδοχικούς αγοραστές, ανεξαρτήτως της υπάρξεως ή μη συμβατικών ρητρών που απαγορεύουν περαιτέρω μεταβίβαση (σκ. 30). Διευκρίνισε, ωστόσο, ότι τα κρινόμενα ζητήματα δεν αφορούν την περίπτωση της μεταπωλήσεως του αντιγράφου μεταχειρισμένου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, ενσωματωμένου επί πρωτότυπου υλικού φορέα, από τον αρχικό αγοραστή του, αλλά την περίπτωση μεταπωλήσεως του αντιγράφου μεταχειρισμένου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, ενσωματωμένου επί μη πρωτοτύπου υλικού φορέα, από πρόσωπο το οποίο το απέκτησε από τον αρχικό αγοραστή ή από διαδοχικό αγοραστή (σκ. 31).

Εν προκειμένω, οι A. Ranks και J. Vasiļevičs, καθώς και η Επιτροπή υποστήριξαν ενώπιον του ΔΕΕ ότι ο κανόνας της αναλώσεως του δικαιώματος διανομής επιτρέπει τη μεταπώληση αντιγράφουπρογράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, αντιγράφου το οποίο είναι ενσωματωμένο σε μη πρωτότυπο υλικό φορέα, στην περίπτωση κατά την οποία ο πρωτότυπος υλικός φορέας έχει υποστεί φθορά, υπό τον όρο ότι ο αρχικός αγοραστής διαθέτει άδεια απεριόριστης χρήσης του προγράμματος και έχει αχρηστεύσει οιοδήποτε αντίγραφο του εν λόγω προγράμματος διαθέτει κατά το χρόνο της μεταπώλησης (σκ. 39).

Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν δέχθηκε αυτό το επιχείρημα καθώς αυτό δεν στηρίζεται στο νόμο. Συγκεκριμένα, το δικαίωμα δημιουργίας εφεδρικού αντιγράφου υπόκειται σε δύο όρους, αφενός να δημιουργείται από τον νόμιμο χρήστη και αφετέρου να είναι απαραίτητο για τη χρήση αυτή. Συνεπώς, το εφεδρικό αντίγραφο προγράμματος δεν δύναται να χρησιμοποιηθεί με σκοπό τη μεταπώληση του μεταχειρισμένου προγράμματος σε τρίτο πρόσωπο, ακόμα και αν ο πρωτότυπος υλικός φορέας του προγράμματος έχει φθαρεί, καταστραφεί ή απολεσθεί, διότι η χρήση αυτή εκφεύγει του δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο νόμο (σκ. 43).

Με βάση αυτές τις σκέψεις, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι:


Κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 4, στοιχεία α´ και γʹ, και του άρθρου 5, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 91/250/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 1991, για τη νομική προστασία των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, ο αρχικός αγοραστής του αντιγράφου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή συνοδευόμενου από άδεια απεριόριστης χρήσεως δικαιούται μεν να μεταπωλήσει το εν λόγω αντίγραφο και την άδειά του ως μεταχειρισμένα σε νέο αγοραστή, πλην όμως δεν δύναται, στην περίπτωση κατά την οποία ο πρωτότυπος υλικός φορέας του αντιγράφου που του είχε αρχικώς παραδοθεί έχει υποστεί φθορά, έχει καταστραφεί ή έχει απολεσθεί, να παραδώσει στον νέο αυτόν αγοραστή το εφεδρικό αντίγραφό του του εν λόγω προγράμματος άνευ αδείας του δικαιούχου.












ΔΕΕ: Νόμιμη η μεταπώληση άδειας χρήσεως προγράμματος η/υ

Το Δικαστήριο της ΕΕ στην απόφαση της 3ης Ιουλίου 2012 (υπόθεση C-128/11, UsedSoft GmbH κατά Oracle) έκρινε ότι είναι νόμιμη η μεταπώληση άδειας χρήσεως προγράμματος η/υ, το οποίο μεταφορτώνει ένας χρήστης από το Διαδίκτυο. Με τη νομολογία αυτή του ΔΕΕ καθίσταται πλέον σαφές ότι είναι δυνατή μεταπώληση τυποποιημένου λογισμικού, ακόμα και αν στην άδεια χρήσης αναφέρεται ότι το δικαίωμα χρήσεως του λογισμικού που παραχωρείται είναι μη εκχωρήσιμο, όπως συμβαίνει κατά κανόνα στις συμβάσεις τυποποιημένου λογισμικού (βλ. Ιγγλεζάκη, Δίκαιο της πληροφορικής, β΄εκδ. (2008), εκδ. Σάκκουλα, σελ 124 επ.).

Το ζήτημα αυτό ήταν ασαφές και ιδίως ήταν ασαφές αν μπορούσε να παραχωρηθεί σε άλλο χρήστη λογισμικό από το Διαδίκτυο. Η απόφαση αυτή αναμένεται να απασχολήσει την επιστήμη του δικαίου και κυρίως τους νομικούς που ασχολούνται με το δίκαιο της πληροφορικής, καθώς ανατρέπει τη συνήθη πρακτική των ρητρών που διατυπώνουν οι εταιρίες πληροφορικής, στην προσπάθειά τους να εμποδίσουν τη μεταπώληση ή δωρεάν διάθεση του λογισμικού από τον έναν χρήστη στον άλλο.

Στη θεωρία επιχειρήθηκε να αντιμετωπισθεί η ρήτρα αυτή με τον έλεγχο καταχρηστικότητας ΓΟΣ, ωστόσο, στην προκειμένη υπόθεση βρίσκει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 της οδηγίας 2009/24 για τη νομική προστασία των προγραμμάτων η/υ, η οποία προβλέπει ότι η “η πρώτη πώληση στην Κοινότητα αντιγράφου ενός προγράμ­ματος ηλεκτρονικού υπολογιστή από τον δικαιούχο του ή με τη συγκατάθεσή του, εξαντλεί το δικαίωμα διανομής του αντιγράφου αυτού εντός της Κοινότητας, εξαιρουμένου του δικαιώματος ελέγ­χου της περαιτέρω εκμίσθωσης του προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή ή αντιγράφου του” (βλ. και άρθρο 3 παρ. 1 περ. δ΄, εδ. β΄ν. 2121/1993).

Τα πραγματικά περιστατικά της δίκης έχουν, εν συντομία, ως εξής: Η εταιρία Oracle αναπτύσσει και πωλεί προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών. Έχει τα αποκλειστικά δικαιώματα χρήσεως των προγραμμάτων αυτών ως δημιουργός τους βάσει των διατάξεων περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Ε Η Oracle πωλεί, στο 85 % των περιπτώσεων, τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών, ήτοι λογισμικό για βάσεις δεδομένων, χρησιμοποιώντας τη δυνατότητα μεταφορτώσεως μέσω του Διαδικτύου. Οι συμβάσεις που συνάπτει η Oracle σε σχέση με τα επίμαχα προγράμματα περιλαμβάνουν, υπό τον τίτλο «Παραχώρηση δικαιώματος χρήσεως», την ακόλουθη ρήτρα: «Η καταβολή του τιμήματος για τις υπηρεσίες εξασφαλίζει, αποκλειστικά προς εξυπηρέτηση της εσωτερικής λειτουργίας της επιχειρήσεώς σας, ένα χρονικώς απεριόριστο, μη αποκλειστικό, μη εκχωρήσιμο, δωρεάν δικαίωμα χρήσεως όλων των προϊόντων που η Oracle αναπτύσσει και θέτει στη διάθεσή σας βάσει της παρούσας συμβάσεως».

Από την άλλη πλευρά, η UsedSoft εμπορεύεται μεταχειρισμένες άδειες για προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών, μεταξύ των οποίων και άδειες χρήσεως των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης προγραμμάτων της Oracle. Προς τον σκοπό αυτό, η UsedSoft αγοράζει από πελάτες της Oracle τέτοιες άδειες χρήσεως. Τον Οκτώβριο του 2005, η UsedSoft ανακοίνωσε «ειδική προσφορά για προϊόντα Oracle», στο πλαίσιο της οποίας πρότεινε προς πώληση «ήδη χρησιμοποιημένες» άδειες για τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης προγράμματα της Oracle.

Η Oracle άσκησε ενώπιον του Landgericht München I αγωγή με αίτημα να παύσει η UsedSoft να εφαρμόζει τις εμπορικές πρακτικές που προαναφέρθηκαν. Το δικαστήριο αυτό έκανε δεκτό το αίτημα της Oracle. Η έφεση της UsedSoft κατά της σχετικής αποφάσεως απορρίφθηκε. Κατόπιν τούτου, η UsedSoft άσκησε αναίρεση ενώπιον του γερμανικού Ακυρωτικού (Bundesgerichtshof.), το οποίο υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα προς το ΔΕΕ. Κατά το αιτούν δικαστήριο, οι ενέργειες τόσο της UsedSoft όσο και των πελατών της θίγουν το αποκλειστικό δικαίωμα της Oracle να πραγματοποιεί ή να επιτρέπει είτε τη μόνιμη είτε την προσωρινή αναπαραγωγή των προγραμμάτων της, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2009/24. Κατά το ίδιο πάντοτε δικαστήριο, οι πελάτες της UsedSoft δεν μπορούν να στηριχθούν, για την αναπαραγωγή των επίμαχων προγραμμάτων, σε δικαίωμα το οποίο τους έχει μεταβιβαστεί εγκύρως από την Oracle. Συγκεκριμένα, από τις συμβάσεις που συνάπτει η Oracle για την παραχώρηση άδειας χρήσεως προκύπτει ότι το δικαίωμα χρήσεως των προγραμμάτων είναι «μη εκχωρήσιμο». Κατά συνέπεια, δεν επιτρέπεται στους πελάτες της Oracle να μεταβιβάσουν σε τρίτους το δικαίωμα αναπαραγωγής των προγραμμάτων αυτών. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η έκβαση της διαφοράς της κύριας δίκης εξαρτάται από το ζήτημα αν οι πελάτες της UsedSoft μπορούν να επικαλεστούν επιτυχώς το άρθρο 69d, παράγραφος 1, του UrhG, το οποίο μεταφέρει στο γερμανικό δίκαιο το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/24 (αφορά την ανάλωση του δικαιώματος διανομής).

Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα ήταν αν, και υπό ποιες προϋποθέσεις, η μεταφόρτωση από το Διαδίκτυο, με την άδεια του δικαιούχου, ενός αντιγράφου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή συνεπάγεται ανάλωση του δικαιώματος διανομής του αντιγράφου αυτού εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/24.

Το Δικαστήριο κάνει τη διαπίστωση ότι, σε μια περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, η μεταβίβαση από τον δικαιούχο ενός αντιγράφου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή στον πελάτη, σε συνδυασμό με τη σύναψη, μεταξύ των ίδιων μερών, συμβάσεως για την παραχώρηση άδειας χρήσεώς του, συνιστά «πρώτη πώληση ενός αντιγράφου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή» κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/24.

Το ΔΕΕ επίσης σημειώνει ότι από οικονομικής απόψεως, η πώληση προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή με τη μορφή CD-ROM ή DVD και η πώλησή του μέσω μεταφορτώσεως από το Διαδίκτυο είναι παρεμφερείς. Πράγματι, η διαδικτυακή μετάδοση είναι το λειτουργικό ισοδύναμο της παραδόσεως ενός υλικού φορέα δεδομένων. Η ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/24 υπό το πρίσμα της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως επιβεβαιώνει ότι ο προβλεπόμενος στην εν λόγω διάταξη κανόνας της αναλώσεως του δικαιώματος διανομής παράγει αποτελέσματα μετά την πρώτη πώληση ενός αντιγράφου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή εντός της Ένωσης από τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν το αντικείμενο της πωλήσεως είναι υλικό ή άυλο αντίγραφο του οικείου προγράμματος.

Η απάντηση που δίδει στο εν λόγω ερώτημα είναι ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/24 έχει την έννοια ότι το δικαίωμα διανομής του αντιγράφου ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή αναλώνεται εφόσον ο δικαιούχος του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, ο οποίος επέτρεψε, έστω και δωρεάν, τη μεταφόρτωση του αντιγράφου αυτού από το Διαδίκτυο σε μέσο αποθηκεύσεως δεδομένων, παρέσχε επίσης, έναντι της καταβολής τιμήματος που συμφωνήθηκε προκειμένου να του εξασφαλιστεί αμοιβή αντίστοιχη προς την οικονομική αξία του αντιγράφου του έργου του οποίου είναι κύριος, και χρονικώς απεριόριστο δικαίωμα χρήσεως του εν λόγω αντιγράφου.

Παραπέρα, με το πρώτο και το τρίτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσία να διευκρινιστεί αν, και υπό ποιες προϋποθέσεις, ο αγοραστής μεταχειρισμένων αδειών, όπως αυτών που πωλεί η UsedSoft για τη χρήση προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, μπορεί, λόγω της επελεύσεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/24 αναλώσεως του δικαιώματος διανομής, να θεωρηθεί «πρόσωπο που απέκτησε νομίμως» κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/24, με συνέπεια να απολαύει του δικαιώματος αναπαραγωγής του οικείου προγράμματος στο πλαίσιο μιας σύμφωνης προς τον προορισμό του προγράμματος χρησιμοποιήσεώς του.

Η απάντηση που δίδεται είναι ότι τα άρθρα 4, παράγραφος 2, και 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/24 έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση που μεταπωλείται άδεια χρήσεως προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, με συνέπεια τη μεταπώληση ενός αντιγράφου του το οποίο είχε μεταφορτωθεί από τον ιστότοπο του δικαιούχου του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας στο Διαδίκτυο, και η ως άνω άδεια είχε παραχωρηθεί στον πρώτο αγοραστή από τον δικαιούχο για χρονικώς απεριόριστη χρήση και έναντι της καταβολής τιμήματος που συμφωνήθηκε προκειμένου να εξασφαλιστεί στον δικαιούχο αμοιβή αντίστοιχη προς την οικονομική αξία του εν λόγω αντιγράφου του έργου του, ο δεύτερος αγοραστής της άδειας αυτής, όπως και κάθε μεταγενέστερος αγοραστής της, μπορούν να επικαλεστούν την προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/24 ανάλωση του δικαιώματος διανομής και, ως εκ τούτου, να θεωρηθούν πρόσωπα που νομίμως απέκτησαν αντίγραφο προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας, οπότε απολαύουν του δικαιώματος αναπαραγωγής όπως κατοχυρώνεται με την τελευταία αυτή διάταξη.

Βλ. σχετικά: Was das EuGH-Urteil zu Gebrauchtsoftware bedeutet