Καλή νομοθέτηση

Όπως σημειώσαμε και σε προηγούμενη ανάρτηση, η Καλή Νομοθέτηση (Better Regulation) αποτελεί διακυρηγμένο στόχο της ΕΕ. Ήδη από το 1985 αρχίζει να διαμορφώνεται ως τάση μέσα στην Κοινότητα, αλλά και σε μεμονωμένα κράτη μέλη. Για πρώτη φορά διατυπώνεται ως στόχος στις Συνθήκες και συγκεκριμένα, στη Συνθήκη του Άμστερνταμ του 1997, όπου παρατίθεται ως παράρτημα η Δήλωση υπ’ αριθ. 39 (Δήλωση για την ποιότητα της διατύπωσης της κοινοτικής νομοθεσίας):

“Η Διάσκεψη σημειώνει ότι η ποιότητα της διατύπωσης της κοινοτικής νομοθεσίας αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την ορθή εφαρμογή της από τις αρμόδιες εθνικές αρχές και για την καλύτερη κατανόησή της από το κοινό και τους επιχειρηματικούς κύκλους. Υπενθυμίζει τα σχετικά συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η Προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Εδιμβούργο στις 11 και 12 Δεκεμβρίου 1992, επί του θέματος, καθώς και το ψήφισμα του Συμβουλίου όσον αφορά την ποιότητα της διατύπωσης της κοινοτικής νομοθεσίας, το οποίο εκδόθηκε στις 8 Ιουνίου 1993 (Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων C 166 της 17. 6. 1993, σ. 1).

Η Διάσκεψη κρίνει ότι τα τρία όργανα που συμμετέχουν στη διαδικασία θέσπισης της κοινοτικής νομοθεσίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή, θα πρέπει να καθορίσουν κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά την ποιότητα της διατύπωσης της εν λόγω νομοθεσίας. Τονίζει επίσης ότι η κοινοτική νομοθεσία θα πρέπει να γίνει περισσότερο προσιτή, και εκφράζει εν προκειμένω την ικανοποίησή της για την έγκριση και την πρώτη εφαρμογή μιας ταχείας μεθόδου εργασίας για την επίσημη κωδικοποίηση νομοθετικών κειμένων, η οποία θεσπίστηκε με τη διοργανική συμφωνία της 20ής Δεκεμβρίου 1994 (Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων C 102 της 4. 4. 1996, σ. 2).

Επομένως, η Διάσκεψη δηλώνει ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή οφείλουν να:

– καθορίσουν, κατόπιν κοινής συμφωνίας, κατευθυντήριες γραμμές για τη βελτίωση της ποιότητας της διατύπωσης της κοινοτικής νομοθεσίας και να ακολουθούν αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές οσάκις εξετάζουν προτάσεις ή σχέδια κοινοτικών νομοθετημάτων, λαμβάνοντας τα εσωτερικά οργανωτικά μέτρα που κρίνουν αναγκαία για την εξασφάλιση της ορθής εφαρμογής αυτών των κατευθυντήριων γραμμών,

– πράξουν το κατά δύναμη για να επιταχύνουν την κωδικοποίηση νομοθετικών κειμένων.”

Έκτοτε, η ΕΕ έκανε μεγάλα βήματα για να επιτύχει τη θεσμοθέτηση της καλής νομοθέτησης όσον αφορά τις πράξεις που εκδίδει.

Στην ανακοίνωση του Μαρτίου 2005 με τον τίτλο «Βελτίωση της νομοθεσίας για την ανάπτυξη και την απασχόληση στην Ευρωπαϊκή Ένωση» αναγνωρίστηκε ότι η απλούστευση αποτελεί προτεραιότητα για την ΕΕ. Παραπέρα, στην Ανακοίνωση της 25.10.2005, η Επιτροπή έθεσε σε εφαρμογή τη στρατηγική αυτή, παραθέτοντας τις εξής μεθόδους που θα ακολουθήσει:
α. Κατάργηση παρωχημένων ή ακατάλληλων νομοθετικών πράξεων
β. Κωδικοποίηση της νομοθεσίας (για τον περιορισμό του μεγάλου όγκου της)
γ. Αναδιατύπωση (με συγχώνευση, ενδεχομένως, νομοθετικών πράξεων)
δ. Τροποποίηση του ρυθμιστικού περιβάλλοντος
ε. Ενίσχυση της χρήσης της τεχνολογίας των πληροφοριών

Αξίζει να αναφερθεί ότι όπως αναφέρει η ίδια η η Επιτροπή, έχει θέσει σε εφαρμογή την αναμφιβόλως πιο φιλόδοξη και αποφασιστική πρωτοβουλία που έχει αναληφθεί ποτέ για την επικαιροποίηση, τον εκσυγχρονισμό και την απλούστευση του σώματος κοινοτικής νομοθεσίας (που είναι γνωστό ως «κοινοτικό κεκτημένο»). Ένα πλήθος δραστηριοτήτων – το «Κυλιόμενο πρόγραμμα απλούστευσης», η ενδελεχής μελέτη του κοινοτικού κεκτημένου για να εντοπισθούν οι δυνατότητες απλούστευσης, οι εργασίες κωδικοποίησης, η συστηματική παροχή ενοποιημένων αποδόσεων νομικών πράξεων και το πρόγραμμα για τη μείωση του διοικητικού φόρτου – ήδη αποφέρει απτά οφέλη για τις επιχειρήσεις, τους πολίτες και τις δημόσιες αρχές.
Ήδη πολλά μέτρα της ΕΕ υπόκεινται σε αναδιατύπωση, κατ’ εφαρμογή των παραπάνω αρχών.

Αλλά και ο ΟΟΣΑ εργάζεται στην κατεύθυνση αυτή. Εδώ πρέπει να γίνει αναφορά στο πρόγραμμα SIGMA. Χρήσιμη είναι και η αναφορά στην checklist του Οργανισμού, την οποία πρέπει να συμβουλεύεται ο νομοθέτης:

Question No. 1 – Is the problem correctly defined?
The problem to be solved should be precisely stated, giving clear evidence of its nature and magnitude, and explaining why it has arisen (identifying the incentives of affected entities).

Question No. 2 – Is government action justified?
Government intervention should be based on clear evidence that government action is justified, given the nature of the problem, the likely benefits and costs of action (based on a realistic assessment of government effectiveness), and alternative mechanisms for addressing the problem.

Question No. 3 – Is regulation the best form of government action?
Regulators should carry out, early in the regulatory process, an informed comparison of a variety of regulatory and non-regulatory policy instruments, considering relevant issues such as costs, benefits, distributional effects, and administrative requirements.

Question No. 4 – Is there a legal basis for regulation?
Regulatory processes should be structured so that all regulatory decisions rigorously respect the “rule of law”; that is, responsibility should be explicit for ensuring that all regulations are authorised by higher- level regulations and consistent with treaty obligations, and comply with relevant legal principles such as certainty, proportionality, and applicable procedural requirements.

Question No. 5 – What is the appropriate level (or levels) of government for
this action?
Regulators should choose the most appropriate level of government to take action, or, if multiple levels are involved, should design effective systems of coordination between levels of government.

Question No. 6 – Do the benefits of regulation justify the costs?
Regulators should estimate the total expected costs and benefits of each regulatory proposal and of feasible alternatives, and should make the estimates available in accessible format to decision-makers. The costs of government action should be justified by its benefits before action is taken.

Question No. 7 – Is the distribution of effects across society transparent?
To the extent that distributive and equity values are affected by government intervention, regulators should make transparent the distribution of regulatory costs and benefits across social groups.

Question No. 8 – Is the regulation clear, consistent, comprehensible, and
accessible to users?
Regulators should assess whether rules will be understood by likely users, and to that end should take steps to ensure that the text and structure of rules are as clear as possible.

Question No. 9 – Have all interested parties had the opportunity to present
their views?
Regulations should be developed in an open and transparent fashion, with appropriate procedures for effective and timely input from interested parties such as affected businesses and trade unions, other interest groups, or other levels of government.

Question No. 10 – How will compliance be achieved?
Regulators should assess the incentives and institutions through which the regulation will take effect, and should design responsive implementation strategies that make the best use of them.