ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ΄
(..)
7. Επειδή, η παρεμβαίνουσα, προκειμένου να υποστηρίξει την νομιμότητα της προσβαλλόμενης αποφάσεως, επικαλείται με το από 1.6.2002 υπόμνημά της, ότι στη συγκεκριμένη υπόθεση και τα πολιτικά δικαστήρια (Πρωτοδικείο, Εφετείο, ʼρειος Πάγος) έκριναν, ότι οι αιτούσες εταιρείες παρεβίασαν τον ν. 2472/1997 και δέχθηκαν αγωγές της για την χρηματική ικανοποίηση της λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη, εξαιτίας της επεξεργασίας του ανωτέρω επίμαχου ευαίσθητου προσωπικού δεδομένου (υπερηχογραφήματος).
8. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η παρεμβαίνουσα στις 31.7.2002 συνέταξε και υπέβαλε στην αιτούσα ασφαλιστική εταιρεία ING την υπ αριθμ. 3148143 αίτηση ασφαλίσεως ζωής. Στο σχετικό έντυπο αιτήσεως ασφαλίσεως περιλαμβανόταν πίνακας ερωτήσεων προς συμπλήρωση με τίτλο «Ιατρικό ιστορικό και συμπληρωματικές δηλώσεις του συμβαλλόμενου, ασφαλισμένου και εξαρτώμενων μελών». Οι σχετικές ερωτήσεις στις οποίες έπρεπε να απαντήσει αρνητικά η θετικά ο αιτών την ασφάλιση, αφορούσαν λεπτομέρειες για το ιστορικό της καταστάσεως της υγείας του. Μεταξύ άλλων στον σχετικό πίνακα περιλαμβανόταν και η ερώτηση: «Έχετε κάνει ποτέ ακτινογραφία
ή υπερηχογραφήματα ή άλλες ειδικές εξετάσεις που ήταν παθολογικές;». Η παρεμβαίνουσα είχε απαντήσει αρνητικά στην σχετική ερώτηση. Περαιτέρω, στην εν λόγω αίτηση, αμέσως μετά τον ανωτέρω πίνακα, η παρεμβαίνουσα δήλωσε τα εξής: «Βεβαιώνω ότι οι ανωτέρω απαντήσεις μου είναι αληθείς και πλήρεις, αποδέχομαι δε βάσει αυτών να ασφαλισθώ στην Εταιρεία σας και η παρούσα αίτησή μου να αποτελέσει τη βάση του σχετικού ασφαλιστηρίου. Η ισχύς του ασφαλιστηρίου θα αρχίζει από της εκδόσεως και παραδόσεως αυτού
η δε κατάσταση της υγείας καθώς και οι λοιπές συνθήκες οι οποίες επηρεάζουν το ασφαλίσιμο του προτεινόμενου για ασφάλιση προσώπου, παραμένουν όπως δηλώθηκε στην παρούσα αίτηση.
1. Παρέχω προς την παραπάνω ασφαλιστική εταιρεία τη ρητή συγκατάθεσή μου για τη συλλογή, επεξεργασία, τήρηση και λειτουργία αρχείου προσωπικών δεδομένων και ευαίσθητων προσωπικών μου δεδομένων, που αφορούν δηλαδή εκτός των άλλων και την υγεία μου (φυσική μου κατάσταση, τυχόν ανικανότητες και αναπηρίες, ιατρικό μου ιστορικό, χορήγηση φαρμάκων κλπ. στοιχεία της υγείας μου), καθώς επίσης και για την άντληση και διαβίβαση δεδομένων της κατηγορίας αυτής από και προς κάθε τρίτο παρέχοντα υπηρεσίες υγείας, ασφαλιστικό μου ταμείο, νοσηλευτικά ιδρύματα, διαγνωστικά κέντρα
Αναγνωρίζω ότι η συλλογή και επεξεργασία των ως άνω δεδομένων είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση του σκοπού και την εν γένει λειτουργία της ασφαλιστικής μου σύμβασης, η τυχόν δε άρση της παρούσας συγκατάθεσής μου στο μέλλον θα παρέχει στην ασφαλιστική εταιρεία το δικαίωμα άμεσης καταγγελίας της ασφαλιστικής μου σύμβασης.
». Στη συνέχεια, στις 1.8.2002, υπεγράφη μεταξύ της παρεμβαίνουσας και της ασφαλιστικής εταιρείας ING, η σχετική σύμβαση ασφαλίσεως ( αρ. ασφαλιστηρίου συμβολαίου 1050336). Στο προοίμιο της εν λόγω συμβάσεως ορίζεται ότι: « Η παρούσα ασφαλιστική σύμβαση συνάπτεται με βάση την υποβληθείσα αίτηση για ασφάλιση, διέπεται από τους έντυπους γενικούς όρους που ακολουθούν
και που μαζί με την αίτηση για ασφάλιση
αποτελούν το ενιαίο σύνολο της ασφαλιστικής σύμβασης. Κατά τα λοιπά η παρούσα ασφαλιστική σύμβαση διέπεται από τις διατάξεις του Ν. 2496/1997 «περί ασφαλιστικής σύμβασης» και την εν γένει ισχύουσα νομοθεσία.». Εξάλλου, στο άρθρο 1 του ν. 2496/1997 (Α΄87), ορίζεται ότι: «1. Με την ασφαλιστική σύμβαση η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στον συμβαλλόμενό της (λήπτη της ασφάλισης) ή σε τρίτον, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή του (ασφαλιστική περίπτωση). 2.
». Περαιτέρω, στο άρθρο 3 του ν.2496/1997 ορίζεται ότι:«1. Κατά τη σύναψη της σύμβασης ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να δηλώσει στον ασφαλιστή κάθε στοιχείο ή περιστατικό που γνωρίζει, το οποίο είναι αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του κινδύνου, καθώς επίσης και να απαντήσει σε κάθε σχετική ερώτηση του ασφαλιστή. Στοιχεία και περιστατικά, για τα οποία ο ασφαλιστής έθεσε σαφείς γραπτές ερωτήσεις, τεκμαίρεται ότι είναι τα μόνα τα οποία επηρεάζουν την από μέρους του εκτίμηση και αποδοχή του κινδύνου.
3. Αν για οποιονδήποτε λόγο, που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του ασφαλιστή ή του λήπτη της ασφάλισης, δεν έχουν περιέλθει σε γνώση του ασφαλιστή στοιχεία ή περιστατικά που είναι αντικειμενικά ουσιώδη για την εκτίμηση του κινδύνου, ο ασφαλιστής δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση ή να ζητήσει τροποποίησή της
5. Σε περίπτωση παράβασης από αμέλεια της υποχρέωσης που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου αυτού, ο ασφαλιστής έχει τα δικαιώματα της παρ. 3 του άρθρου αυτού
6. Σε περίπτωση παράβασης από δόλο της υποχρέωσης που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου αυτού, ο ασφαλιστής έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση μέσα σε προθεσμία ενός (1) μηνός από τότε που έλαβε γνώση της παράβασης.
», ενώ στο άρθρο 32 του ιδίου νόμου, ορίζεται ότι: « 1. Αν δεν συμφωνήθηκε κάτι άλλο, η ασφάλιση ασθενειών περιλαμβάνει τις ασθένειες που προέρχονται από αιτίες οι οποίες δεν υπήρχαν ή υπήρχαν, αλλά ο ασφαλισμένος δικαιολογημένα αγνοούσε την ύπαρξή τους κατά τη σύναψη της σύμβασης. 2.
».
9. Επειδή, αναγκαία προϋπόθεση της ομαλής εκπληρώσεως των ενοχικών αξιώσεων που απορρέουν από ασφαλιστική σύμβαση, είναι η αδιατάρακτη λειτουργία σχέσης αμοιβαίας εμπιστοσύνης των συμβαλλόμενων μερών. Η σχέση αυτή εμπιστοσύνης, ιδρύεται (βλ. ανωτέρω άρθρα 3 και 32 του ν. 2496/1997) ήδη κατά το στάδιο συνάψεως της ασφαλιστικής συμβάσεως. Ο ενδιαφερόμενος λήπτης της ασφαλίσεως (ασφαλιζόμενος), υποχρεούται να δηλώσει στον ασφαλιστή κάθε στοιχείο ή περιστατικό που γνωρίζει, το οποίο είναι αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του ασφαλιστικού κινδύνου, ο δε ασφαλιστής, με βάση τις δηλώσεις αυτές, υποχρεούται να ικανοποιήσει τον ασφαλιζόμενο, σε χρήμα ή με παροχή σε είδος, όταν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση που συμφωνείται. Συνεπώς, η επίμαχη συγκατάθεση της παρεμβαίνουσας στην από 31.7.2002 αίτηση ασφαλίσεως πρέπει να ερμηνευθεί με βάση την υποκείμενη σχέση για την εξυπηρέτηση της οποίας και παρασχέθηκε. Εν προκειμένω, η συγκατάθεση που περιέχεται στην ανωτέρω αίτηση ασφαλίσεως της παρεμβαίνουσας δεν ήταν γενική και αόριστη καθ΄ όσον δεν αφορούσε οποιαδήποτε επεξεργασία προσωπικών της δεδομένων και δη ευαίσθητων δεδομένων της υγείας της, αλλά παρεσχέθη για όσα μόνο ήσαν απαραίτητα για την εκπλήρωση του σκοπού και τη λειτουργία της ασφαλιστικής συμβάσεως. Τέτοια, ήσαν σε κάθε περίπτωση τα δεδομένα υγείας που προϋπήρχαν της ασφαλίσεως, τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο συγκεκριμένων ερωτήσεων εκ μέρους της ασφαλιστικής εταιρείας στο έντυπο για ασφάλιση και αντίστοιχα, συγκεκριμένων απαντήσεων εκ μέρους της παρεμβαίνουσας (εν προκειμένω δε και το επίμαχο υπερηχογράφημα). Και τούτο, διότι, ήδη κατά το στάδιο της αιτήσεως ασφαλίσεως, η παρεμβαίνουσα ρητώς αποδέχθηκε να ασφαλισθεί βάσει των απαντήσεων που έδωσε στον πίνακα του ιατρικού ιστορικού της και η αίτησή της να αποτελέσει τη βάση για τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης ( βλ. άρθρο 2ο συμβάσεως ).
10. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, η συγκατάθεση προς επεξεργασία προσωπικών δεδομένων που παρασχέθηκε από την παρεμβαίνουσα στην αιτούσα ασφαλιστική εταιρεία, ήταν ειδική, όσον αφορά το επίμαχο ευαίσθητο δεδομένο υγείας, και εκπληρούσε τους όρους του άρθρου 2 περ. ια΄του ν. 2472/1997, αφού από το περιεχόμενό της προέκυπτε το είδος και ο σκοπός της επεξεργασίας, ο κύκλος των αποδεκτών και το είδος των δεδομένων. Ως εκ τούτου, συνέτρεχε η περ. α΄της παρ. 2 του άρθρου 7 του ν.2472/1997 (παροχή γραπτής συγκαταθέσεως από το υποκείμενο), για την κατ εξαίρεση επεξεργασία του επίμαχου υπερηχογραφήματος από την αιτούσα ασφαλιστική εταιρεία «ING» [στην οποία άλλωστε είχε χορηγηθεί με την υπ αριθμ. πρωτ. 988/8.9.2000 απόφαση της ΑΠΔΠΧ, η υπ αριθμ. 15/2000 «ʼδεια ιδρύσεως και λειτουργίας αρχείου με ευαίσθητα δεδομένα (άρθρο 7 ν. 2472/1997)», η οποία ανανεώθηκε με την υπ αριθμ. 2404/15.10.2003 απόφαση της ΑΠΔΠΧ ], χωρίς να απαιτείται, περαιτέρω, να επαναληφθεί η συγκατάθεση της παρεμβαίνουσας προς την αιτούσα εταιρεία παροχής ιατρικών υπηρεσιών «Euromedica», προκειμένου αυτή να το διαβιβάσει στην ανωτέρω ασφαλιστική εταιρεία. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία για την επιβολή των επίδικων προστίμων, στηρίχθηκε προεχόντως, στην κρίση ότι και οι δύο αιτούσες εταιρείες παραβίασαν το άρθρο 7 παρ. 2 του ν. 2472/1997, με βάση την απλώς συμπερασματική, αιτιολογία, ότι «τυχόν συγκατάθεση του υποκειμένου στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, υπό τη μορφή προσχώρησης στους γενικούς του όρους, δεν αποτελεί την κατά το άρθρο 2 περ. ια του ίδιου νόμου [ ν. 2472/1997] απαιτούμενη «ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως».», δεν είναι αιτιολογημένη νομίμως, διότι, όπως έγινε προηγουμένως δεκτό, υπήρχε συγκεκριμένη και ειδική συγκατάθεση της παρεμβάινουσας προς επεξεργασία του επίμαχου δεδομένου, διατυπωθείσα ρητώς στο έντυπο της αιτήσεως ασφαλίσεως, η οποία απετέλεσε μέρος της συναφθείσης συμβάσεως ασφαλίσεως. Για τον λόγο αυτό, νομίμως προσβαλλόμενο, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Συνεκδικάζει τις κρινόμενες αιτήσεις και τις δέχεται,
Ακυρώνει την υπ αριθ. 2/8.1.2004 απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, κατά το σκεπτικό, (…)