Καταγραφή συνομιλιών από εισπρακτικές εταιρείες όταν απαντά τρίτο πρόσωπο

Με την υπ’ αριθ. 53/2016 απόφασή της, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα έκρινε ένα ζήτημα που αφορά τη λειτουργία των εισπρακτικών εταιρειών (εταιρειών ενημέρωσης οφειλετών, ΕΕΟ). Ειδικότερα, το ζήτημα που τέθηκε, μετά από αίτηση θεραπείας μιας ΕΕΟ, ήταν εάν, στην περίπτωση που στην τηλεφωνική κλήση από ΕΕΟ προς τον οφειλέτη απαντά τρίτο πρόσωπο (π.χ. οικείος του οφειλέτη και όχι ο ίδιος), μπορεί και με ποια νομική βάση (βάση νομικής υποχρέωσης του υπευθύνου επεξεργασίας ή κατόπιν συγκατάθεσης του υποκειμένου των δεδομένων) να καταγράφεται το περιεχόμενο της συνομιλίας με το τρίτο πρόσωπο, και σε καταφατική περίπτωση, με ποιον τρόπο πρέπει να ενημερώνεται ο τρίτος για την καταγραφή της συνομιλίας αυτής (η οποία ουσιαστικά αφορά στην αναζήτηση του οφειλέτη), ώστε να μην θίγεται ο οφειλέτης με την έμμεση αποκάλυψη στο τρίτο πρόσωπο (π.χ. οικείο του, συγγενικό ή φιλικό του πρόσωπο) της ύπαρξης ληξιπρόθεσμης οφειλής του.

Η Αρχή έλαβε υπόψη τις διατάξεις του Ν. 3785/2009 για τις «Εταιρείες Ενημέρωσης οφειλετών για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις και άλλες διατάξεις», όπως ισχύουν, με τις οποίες οι Εταιρείες υποχρεώνονται να διαθέτουν εμφανή τον αριθμό προέλευσης κλήσης, να παρέχουν πλήρη και σαφή
Ενημέρωση στους οφειλέτες, τόσο για το ονοματεπώνυμο του καλούντος υπαλλήλου και την ιδιότητά του, όσο και για τον αριθμό Μητρώου της Εταιρείας, να τηρούν ηλεκτρονικό αρχείο στο οποίο καταγράφονται τα στοιχεία όλων των τηλεφωνικών επικοινωνιών προς τον οφειλέτη, να ενημερώνουν τον οφειλέτη για την καταγραφή των στοιχείων και να καταγράφουν το περιεχόμενο της τηλεφ. επικοινωνίας. Η καταγραφή συνδιαλέξεων και δεδομένων κίνησης, εξάλλου, επιτρέπεται και με βάση το άρθρο 4 παρ. 3 του ν. 3471/2006.

Συνακόλουθα, η Αρχή θεώρησε ότι το καταγραφής των στοιχείων της επικοινωνίας θα πρέπει να κριθεί με βάση το ν. 3758/2009 και όχι με το ν. 3471/2006 και ορθώς, αφού ο πρώτος νόμος είναι ειδικότερος. Ως εκ τούτου, έκανε δεκτό ότι η ανακοίνωση σε τρίτο – μη οφειλέτη του συνόλου των στοιχείων που επιβάλλει ο ν. 3758/2009 για την ενημέρωση του οφειλέτη δεν είναι νόμιμη. Ειδικότερα, έκρινε κατά πλειοψηφία κρίνει ότι δεν πρέπει να αξιώνεται κατ’ ουσία ίδια αντιμετώπιση και ενημέρωση, μέσω του τηλεφώνου, του οφειλέτη και του τρίτου – μη οφειλέτη. Πιο συγκεκριμένα, δέχθηκε ότι η τηλεφωνική επικοινωνία πρέπει να περιορίζεται αυστηρά στην αναζήτηση του οφειλέτη και μέχρι να επιτευχθεί συνομιλία με οφειλέτη να μην αποκαλύπτονται σε τρίτους περισσότερα στοιχεία που θίγουν τον οφειλέτη. Σχετικά, αναφέρεται και το ότι οι ΕΕΟ έχουν υποχρέωση να διαθέτουν εμφανή τον αριθμό προέλευσης της κλήσης (άρθρο 6 παρ. 2 ν. 3758/2009) και είναι καταχωρημένες στους δημόσιους καταλόγους συνδρομητών, οπότε ο καλούμενος σε κάθε περίπτωση μπορεί, και πρέπει να μπορεί, με δική του αναζήτηση να πληροφορεί ποιος τον κάλεσε.

Περαιτέρω, η Αρχή δέχθηκε ότι πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα για άδεια για ενημέρωση των τρίτων – μη οφειλετών δια του Τύπου. Σύμφωνα με την απόφαση της Αρχής, η αρχή της αναλογικότητας και η αρχή του σκοπού, που απορρέει από το άρθρο 4 του ν. 2472/1997 (δεδομένου ότι ο σκοπός στην επικοινωνία με τον τρίτο δεν είναι η ενημέρωση του οφειλέτη για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις, αλλά απλώς η τηλεφωνική ανεύρεση του οφειλέτη), επιτάσσει η ενημέρωση των τρίτων – μη οφειλετών για την καταγραφή των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων της εταιρείας με αυτούς στο πλαίσιο αναζήτησης των οφειλετών, να γίνεται, όχι κατά την έναρξη της τηλεφωνικής συνομιλίας αλλά δια του Τύπου.

Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις


Εισαγωγικό σημείωμα:


Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαβίβαση προσωπικών δεδομένων οφειλέτη από Τραπεζική Εταιρία προς Εισπρακτική Εταιρία ήταν παράνομη για το λόγο ότι δεν ενημερώθηκε αυτός, σύμφωνα με το άρθρο 11 ν. 2472/1997 και ως εκ τούτου, υπέστη ηθική βλάβη και δικαιούται αποζημίωσης, σύμφωνα με το άρθρο 23 του ίδιου νόμου. Το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό της εναγόμενης ότι δεν είχε δυνατότητα πρόβλεψης της βλάβης του ενάγοντος (άρθρο 23 παρ. 1 εδ. 3 Ν. 2472/1997) και σε κάθε περίπτωση ότι η ως άνω συμπεριφορά της οφείλεται σε αμέλεια (άρθρο 23 παρ. 2 Ν. 2472/1997), με το σκεπτικό ότι μόνη η νόμιμη συλλογή των προσωπικών δεδομένων από την εναγομένη-υπεύθυνο επεξεργασίας, κατά την κατάρτιση της ως άνω σύμβασης, δεν αίρει την υποχρέωση της προς τήρηση και των λοιπών διατάξεων του Ν. 2472/1997, ήτοι του άρθρου 11 και συνεπώς και την δυνατότητα πρόβλεψης της, εκ της παραβάσεως της, βλάβης του ενάγοντα η δε ευθύνη της είναι νόθος αντικειμενική και ουδόλως αποδείχθηκε από την ίδια, φέρουσα το σχετικό βάρος, ότι ανυπαίτια αγνοούσε τα ως άνω θεμελιωτικά   της   υπαιτιότητας της πραγματικά γεγονότα. Επίσης, απέρριψε τον επικουρικά προβαλλόμενο από την εναγόμενη ισχυρισμό ότι το δικαίωμα του ενάγοντα ασκείται καθ’ υπέρβαση των τιθέμενων από την διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ ορίων, καθόσον μόνον το γεγονός ότι ο τελευταίος (ενάγων) ρύθμισε επωφελώς και τελικώς εξόφλησε την οφειλή του, ουδόλως καθιστά την άσκηση του δικαιώματος του καταχρηστική.

[Βλ. σχετικά και την απόφαση: ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ  1437/2014.]





Αριθμός 96/2016
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ AΘΗΝΩΝ
(…) 
Με την κρινόμενη ο ενάγων εκθέτει ότι, στις 17.2.2015, η εναγόμενη διαβίβασε,- χωρίς προηγούμενη ενημέρωση του ως όφειλε, κατά την διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 και 3 του Ν. 2472/1997 και χωρίς την λήψη της ρητής και σαφούς συγκατάθεσης του, κατά την διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 2472/1997,- τα συλλεγέντα, στις 22.8.2008, κατά την κατάρτιση σύμβασης χορήγησης πιστωτικής κάρτας, αναφερόμενα προσωπικά του δεδομένα, στην Εταιρεία Ενημέρωσης Οφειλετών για ληξιπρόθεσμες Απαιτήσεις με την επωνυμία «PanoInform Α.Ε.», υπάλληλος της οποίας τον κάλεσε, στις 17.2.2015, για να τον ενημερώσει για την ληξιπρόθεσμη οφειλή του και να διαπραγματευθεί τον τρόπο και χρόνο αποπληρωμής της. Ότι από την ως άνω παράνομη πράξη και παράλειψη της εναγόμενης, που, δια των προστηθέντων της, διαβίβασε τα προσωπικά του δεδομένα σε απροσδιόριστο αριθμό τρίτων ατόμων, κατά παράβαση των διατάξεων του ως άνω Νόμου, υπέστη ηθική βλάβη και για τους λόγους αυτούς αιτείται να υποχρεωθεί (η εναγόμενη), με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλλει ως χρηματική ικανοποίηση το, κατ’ ελάχιστον οριζόμενο από την διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 του ως άνω Νόμου, ποσόν των 5.869, 40 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της κρινόμενης και να καταδικασθεί στην δικαστική του δαπάνη.
Η αγωγή αρμόδια και παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 14 παρ. 1α, 25, 37 ΚΠολΔ), κατά την διαδικασία των άρθρων 664επ. ΚΠολΔ(άρθρο 23 παρ. 3 Ν 2472/1997), είναι επαρκώς ορισμένη, απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγόμενης και παρεπόμενα νόμιμη στηριζόμενη στις κατωτέρω αναφερόμενες διατάξεις του Ν. 2472/1997 και σ’ αυτές των άρθρων 345, 346 ΑΚ, 907, 908, 176 ΚΠολΔ και θα πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα καθόσον καταβάλλεται το νόμιμο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις ανάλογες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (υπ’ αρ. 249409 και 254425 αγωγόσημα).
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα και της ανώμοτης εξέτασης του ενάγοντα (417 ΚΠολΔ), που περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με τη παρούσα Πρακτικά, του συνόλου (671 ΚΠολΔ) των προσκομιζόμενων με επίκληση εγγράφων σε συνδυασμό με τα διδάγματα της Κοινής πείρας και λογικής (336 παρ. 4 ΚΠολΔ) και τις ομολογίες, που συνάγονται από το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων (261 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, με την από 22.8.2008 αίτηση του, υποβληθείσα στην εναγόμενη, ζήτησε την χορήγηση πιστωτικής κάρτας και γνωστοποίησε στην τελευταία τα απλά προσωπικά δεδομένα του, που ήταν αναγκαία για την κατάρτιση της αντίστοιχης σύμβασης, ήτοι το όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο, ημερομηνία γέννησης, αριθμό δελτίου ταυτότητας, διεύθυνση κατοικίας, αριθμό τηλεφώνου και επάγγελμα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη, που είχε υπογράψει με την ανώνυμη εταιρεία του άρθρου 7 Ν. 3758/2009 με την επωνυμία «ΡΑΝΟ INFORM Α.Ε.», την από 2.11.2009 σύμβαση παροχής υπηρεσιών,- λόγω ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής από την ως άνω πιστωτική κάρτα, ήτοι υπερημερίας του ενάγοντα-, διαβίβασε, χωρίς την προηγούμενη οφειλόμενη, κατ’ άρθρο 11 Ν. 2472/1997 και της, κατ’ εξουσιοδότηση αυτού, εκδοθείσας υπ’ αρ. 1/1999 κανονιστικής πράξης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΦΕΚ 555 Β76.5.1999), ενημέρωση του, τα ως άνω (απλά) προσωπικά δεδομένα του ως και το ύψος της ληξιπρόθεσμης οφειλής του, στην ως άνω εταιρεία, η οποία προέβη σε χρήση αυτών, καλώντας τον τηλεφωνικά, δια προστηθέντος υπαλλήλου της, στις 17.2.2015. Όπως προκύπτει από τον όρο 23 της ως άνω σύμβασης, το περιεχόμενο του οποίου έχει ως εξής: «Καθυστέρηση ολοσχερούς εξόφλησης από τον κάτοχο των ελαχίστων καταβολών ή του ποσού που αναφέρεται ως άμεσα πληρωτέο…και να αναθέσει την είσπραξη των οφειλομένων σε τρίτα, προς την Τράπεζα, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, γνωστοποιώντας για τον σκοπό αυτό όσα προσωπικά στοιχεία του κατόχου ή/και του εγγυητή κρίνει απαραίτητο», ως και των υπ’ αρ. 19 και 21.1 «επικαιροποιημένων όρων χρήσης, που του απεστάλησαν μαζί με το αντίγραφο κίνησης του λογαριασμού της κάρτας του», η παράθεση του περιεχομένου των οποίων παρέλκει καθόσον προσιδιάζουν στο ανωτέρω ήδη εκτιθέμενο (περιεχόμενο), η υποχρέωση της εναγόμενης-υπεύθυνου επεξεργασίας, όπως διαγράφεται από την διάταξη του άρθρου 11 Ν. 2472/1997 και την κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου αυτού εκδοθείσα υπ’ αρ. 1/1999 κανονιστική πράξη της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΦΕΚ 555 Β76.5.1999), για ενημέρωση του υποκειμένου-ήδη ενάγοντα, ανεξαρτήτως συγκατάθεσης του, ουδόλως τηρήθηκε, προ της διαβίβασης, στις 17.2.2015, των προσωπικών του δεδομένων στην ως άνω μη διάδικο ανώνυμη εταιρεία. Τέλος αποδείχθηκε ότι, από την ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγόμενης, που όφειλε να γνωρίζει τον κίνδυνο επέλευσης ζημίας λόγω των παρανόμων παραλείψεων και πράξεων της, ο ενάγων  υπέστη αιτιωδώς συνυφασμένη ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας, δεδομένων των συνθηκών τέλεσης, της έντασης της προσβολής της έννομης τάξης, του βαθμού πταίσματος της, του κοινωνικού ρόλου, που οφείλει να επιτελεί, πέραν του οικονομικού/ κερδοσκοπικού, του οικονομικού μεγέθους της και της κοινωνικής και οικονομικής θέσης του ενάγοντα, η καταβλητέα εύλογη χρηματική ικανοποίηση πρέπει να οριστεί στο ποσό των 5.869, 40 ευρώ (ΑΠ 1740/2013, ΕφΑΘ 1437/2014, 3833/2003 ΤΝΠ Νόμος). Ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι δεν είχε δυνατότητα πρόβλεψης της βλάβης του ενάγοντος (άρθρο 23 παρ. 1 εδ. 3 Ν. 2472/1997) και σε κάθε περίπτωση ότι η ως άνω συμπεριφορά της οφείλεται σε αμέλεια (άρθρο 23 παρ. 2 Ν. 2472/1997) τυγχάνει απορριπτέος καθόσον μόνη η νόμιμη συλλογή των προσωπικών δεδομένων από την εναγομένη-υπεύθυνο επεξεργασίας, κατά την κατάρτιση της ως άνω σύμβασης, δεν αίρει την υποχρέωση της προς τήρηση και των λοιπών διατάξεων του Ν. 2472/1997, ήτοι του άρθρου 11 και συνεπώς και την δυνατότητα πρόβλεψης της, εκ της παραβάσεως της, βλάβης του ενάγοντα η δε ευθύνη της είναι νόθος αντικειμενική και ουδόλως αποδείχθηκε από την ίδια, φέρουσα το σχετικό βάρος, ότι ανυπαίτια αγνοούσε τα ως άνω θεμελιωτικά   της   υπαιτιότητας της πραγματικά γεγονότα. Ωσαύτως απορριπτέος τυγχάνει ο επικουρικά προβαλλόμενος από την εναγόμενη ισχυρισμός ότι το δικαίωμα του ενάγοντα ασκείται καθ’ υπέρβαση των τιθέμενων από την διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ ορίων, καθόσον μόνον το γεγονός ότι ο τελευταίος (ενάγων), όπως προκύπτει από την ΑΠ …/9.3.2015 αίτηση του προς την εναγόμενη, εξ’ αφορμής σχετικής πρότασης, που του έγινε από την ως άνω εταιρεία «ΡΑΝΟ INFORM Α.Ε.», ρύθμισε επωφελώς και τελικώς εξόφλησε την οφειλή του από την κατά τα ανωτέρω χορηγηθείσα πιστωτική κάρτα ουδόλως καθιστά την άσκηση του δικαιώματος του καταχρηστική.
Κατόπιν αυτών η κρινόμενη θα πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλλει στον ενάγοντα, κατά στρογγυλοποίηση, το ποσόν των 5.869 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της κρινόμενης.. Το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της παρούσας προσωρινά εκτελεστής θα πρέπει να απορριφθεί καθόσον, κατά την εκτίμηση του Δικαστηρίου, δεν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι προς τούτο (907, 908 ΚΠολΔ). Η εναγόμενη θα πρέπει, λόγω της ήττας της (176 ΚΠολΔ) να καταδικασθεί στην δικαστική δαπάνη του ενάγοντα, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσόν των πέντε χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα εννέα (5.869) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη στην δικαστική δαπάνη, την οποία ορίζει στο ποσόν των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία διαδίκων και πληρεξουσίων δικηγόρων. 26 ΙΑΝ.2016

Προσβολή προσωπικών δεδομένων από εισπρακτική εταιρία

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αριθμός Απόφασης 1437/2014
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ 
 (..)
Ο ενάγων (ήδη εφεσίβλητος) με την αγωγή του, την οποία απηύθυνε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εξέθετε ότι η εναγομένη (ήδη εκκαλούσα) τραπεζική εταιρία προέβη σε παράνομη επεξεργασία των συλλεγέντων από αυτήν -κατά την κατάρτιση δανειακής συμβάσεως – προσωπικών δεδομένων του, με τη διαβίβαση προς εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων στοιχείων τηλεφωνικών του συνδέσεων καθώς και της πληροφορίας περί του χρέους του, παραλείποντας να τον ενημερώσει, όπως όφειλε, αφ’ ενός κατ’ άρθρο 11 παρ. 1 Ν. 2472/1997 με τρόπο σαφή για τους σκοπούς της επεξεργασίας κατά το στάδιο συλλογής των δεδομένων αυτών κατά το χρόνο καταρτίσεως της επίδικης συμβάσεως δανείου, αφετέρου δε κατ’ άρθρο 1.1, παρ. 3 του ιδίου νόμου, κατά το χρόνο πριν από τη διαβίβαση τους στην επικαλούμενη από τον ίδιο εισπρακτική εταιρία (αποδέκτρια) για τη μέλλουσα ανακοίνωση των προσωπικών του δεδομένων προς αυτήν. Ότι η εισπρακτική εταιρία παρανόμως επεξεργάσθηκε ως αποδέκτρια τα ως άνω προσωπικά του δεδομένα, τα οποία μη νομίμως συνέλεξε από την εναγομένη και καταχώρησε αυτά στο αρχείο της (ηλεκτρονικό υπολογιστή), ακολούθως δε τα χρησιμοποίησε δια της αναφερομένης στην αγωγή προστηθείσας υπαλλήλου της, η οποία τον κάλεσε τηλεφωνικώς στις 26-11-2008 στο κινητό του τηλέφωνο και στο τηλέφωνο της οικίας του και, αιφνιδιάζοντας τον, του ζητούσε την επιβεβαίωση των γνωστών σε εκείνη προσωπικών του δεδομένων (στοιχεία ταυτότητας κλπ), καθώς και του χρεωστικού υπολοίπου της δανειακής του σύμβασης, χωρίς να τον ενημερώνει για την επωνυμία της εταιρίας εκ μέρους της οποίας τον καλούσε. Ότι με τις παραπάνω παράνομες πράξεις και παραλείψεις η εναγομένη τραπεζική εταιρία του προκάλεσε μεγάλη ψυχική αναστάτωση, θυμό και οργή. Ζήτησε δε, μετά νόμιμη μετατροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να του καταβάλει νομιμοτόκως το ποσό των 80.000 ευρώ για χρηματική του ικανοποίηση προς αποκατάσταση της προκληθείσης σ’ αυτόν εκ της άνω αιτίας ηθικής βλάβης. Η υπόθεση εκδικάσθηκε αντιμωλία των διαδίκων και εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία η αγωγή έγινε δεκτή εν μέρει. Την απόφαση αυτή προσβάλλει η εναγομένη με την έφεση της και παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας την εξαφάνιση της ώστε να απορριφθεί η αγωγή. 
 (..)
Από τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν προκύπτει ότι η ρύθμιση του Ν.2472/1997 συμπληρώνει το προϋπάρχον αυτού νομικό πλαίσιο (άρθρα 2 παρ.1, 5 παρ.1, 9 παρ. 1. εδ.2 και 19 του Συντάγματος, άρθρο 57 του ΑΚ κλπ.), συγκεκριμενοποιεί τον ευρύτερο κανόνα προστασίας της προσωπικότητας του άρθρου 57 του ΑΚ και διευρύνει την έννοια των παράνομων προσβολών της προσωπικότητας σε σχέση με το άρθρο 57 ΑΚ, ώστε να θεωρείται — κατ’ αρχήν – απαγορευμένη κάθε επέμβαση στα προσωπικά δεδομένα άλλου (ευμενή ή δυσμενή), χωρίς την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων που τάσσονται από τις διατάξεις του νόμου (βλ, μελέτη Μιχ. Σταθόπουλου σε ΝοΒ 48, σελ. 1-19). Έτσι, ο Ν. 2472/1997 απαγορεύει την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων φυσικού προσώπου, όταν γίνεται, πλην άλλων περιπτώσεων, και χωρίς την προηγούμενη ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων, δικαίωμα που προστατεύεται αυτοτελώς, αλλά αποτελεί και την προϋπόθεση για την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων πρόσβασης και αντίρρησης του υποκειμένου των δεδομένων (βλ. εισηγ. έκθεση ν. 2472/1997 στο ΝοΒ 1997. 505). Σύμφωνα δε με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει – μετά τη συλλογή των σχετικών δεδομένων και πριν από τη διαβίβαση τους σε τρίτους – να ενημερώνει για τη συλλογή και διαβίβαση τα υποκείμενα των δεδομένων, μεταξύ άλλων, και για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων του (είτε πρόκειται για αποδέκτες στους οποίους προβλέπεται η μεταβίβαση των δεδομένων ήδη από το στάδιο της συλλογής, είτε πρόκειται για αποδέκτες που προστέθηκαν αργότερα). Η σχετική ενημέρωση πρέπει να γίνεται το αργότερο πριν από τη μετάδοση των προσωπικών δεδομένων στους αποδέκτες – τρόπους, Εξάλλου, ο τρίτος – αποδέκτης, ο οποίος κατά το ν.2472/1997 (άρθρο 2 παρ.δ) ασκεί και αυτός επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, οφείλει μόλις έλθει σε πρώτη επαφή με το υποκείμενο των δεδομένων να το ενημερώσει εγγράφως για την πρόθεση του να κάνει χρήση των δεδομένων του, για το σκοπό της χρήσης και για τον υπεύθυνο επεξεργασίας αυτών, από το αρχείο του οποίου θα γίνει η άντληση των δεδομένων (σύμφωνα με τις με αρ. 050/20-1-2000 και 109/31-3-1999 Αποφάσεις της Αρχής). Τέλος, εάν στο υποκείμενο των δεδομένων έχει προκληθεί ηθική βλάβη από πράξεις του υπευθύνου επεξεργασίας και του αποδέκτη αυτών (ή των οργάνων τους) κατά παράβαση των διατάξεων του ν,2472/1997 (παράνομα) και όταν αυτοί όφειλαν να γνωρίζουν την πιθανότητα επέλευσης της βλάβης, τότε παρέχεται στον πρώτο η κατά το άρθρο 932 ΑΚ αξίωση χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική του βλάβη, η οποία ορίζεται κατ’ ελάχιστο όριο στο ποσό των 2,000,000 δρχ. (ή 5.869,61 ευρώ), εκτός αν ζητήθηκε μικρότερο ποσό ή η παράβαση που προκάλεσε την ηθική βλάβη οφείλεται σε αμέλεια (Εφ.Αθ. 3833/2003, ΤΝΙΊ ΝΟΜΟΣ). Η ευθύνη εξάλλου του προκαλούντος ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου είναι νόθος αντικειμενική και προϋποθέτει συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) που παραβιάζει τις διατάξεις του ν.2472/1997 ή (και) των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικών πράξεων της Αρχής, β) ηθική βλάβη, γ) αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης» και δ) υπαιτιότητα, ήτοι γνώση ή υπαίτια άγνοια, αφενός των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και αφετέρου της πιθανότητας να επέλθει η ηθική βλάβη, Η. ύπαρξη υπαιτιότητας τεκμαίρεται και ως εκ τούτου ο προκαλών την ηθική βλάβη, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη του, έχει το βάρος να αποδείξει ότι ανυπαι,τίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματος του πραγματικά γεγονότα (ΑΠ. 1923/2006, ΕφΑΘ 2887/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). 
Από τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, και από την νομοτύπως και μετ’ εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου, ενώπιον της συμβ/φου Νέας Ερυθραίας … ληφθείσης ενόρκου βεβαιώσεως του …, περί της οποίας η υπ’ αριθμ. …/2010 πράξη της άνω συμβ/φου, απεδείχθησαν τ’ ακόλουθα: Ο ενάγων είχε καταρτίσει με την εναγομένη στις 21-12-2004 την υπ’ αριθμ. … σύμβαση προσωπικού δανείου ποσού 25.000 ευρώ εξοφλητέου σε 48 μηνιαίες δόσεις. Κατά την κατάρτιση της εν λόγω συμβάσεως η εναγομένη τράπεζα συνέλεξε από τον ίδιο τον ενάγοντα τα αναγκαία προς τούτο απλά προσωπικά δεδομένα αυτού, όπως επώνυμο, όνομα, όνομα πατρός, ημερομηνία γέννησης, αριθμό ταυτότητας, διεύθυνση κατοικίας, αριθμό τηλεφώνου (σταθερού και κινητού), επάγγελμα (βλ. την από 16-12-2004 αίτηση για χορήγηση δανείου). Η αποπληρωμή του δανείου δεν εξελίχθηκε ομαλά, διότι ο ενάγων καθυστέρησε την καταβολή των τριών τελευταίων δόσεων συνολικού ύψους 1.865,83 ευρώ. Έχοντας αξίωση η εναγομένη τράπεζα από τις καθυστερούμενες δόσεις του δανείου, ανέθεσε την είσπραξη της οφειλής αυτής στην εταιρία με την επωνυμία «ΥΠΗΡΕΣΙΑ 800 – ΤΕΛΕΠΕΡΦΟΡΜΑΝΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ», διαβιβάζοντας σ’ αυτήν τα παραπάνω προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος, μεταξύ το)ν οποίων το τηλέφωνο κατοικίας του …, το κινητό …και το σταθερό …. που είχε ο ίδιος δηλώσει ως τηλέφωνο επικοινωνίας στην από 30-5-2007 αίτηση του στην εναγομένη για χορήγηση πιστωτικής κάρτας, καθώς επίσης και το δυσμενές οικονομικό δεδομένο της οφειλής, χωρίς προηγουμένως να έχει ενημερώσει τον ενάγοντα για τη διαβίβαση αυτή. Η εναγομένη με τις πρωτόδικες προτάσεις της ισχυρίσθηκε ότι κατά τη συλλογή των ως άνω προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος για τη σύμβαση του δανείου είχε προβεί σε σχετική ενημέρωση με την προαναφερθείσα υπ’ αριθμ. … σύμβαση, με τον όρο 13 της οποίας ο ενάγων παρείχε στην Τράπεζα «… την ρητή και ανεπιφύλακτη συγκατάθεση του και εξουσιοδότηση να τηρεί σε ηλεκτρονικό ή μη αρχείο και να επεξεργάζεται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία δηλώθηκαν στην Τράπεζα με την υποβολή της αίτησης για την χορήγηση του δανείου, τα οποία μπορούν να γνωστοποιούνται προς χρήση από συνεργαζόμενα με την Τράπεζα φυσικά και νομικά πρόσωπα, όπως και δεδομένα που προκύπτουν από τη λειτουργία της παρούσας σύμβασης». Το κείμενο όμως αυτό της προσκομιζόμενης ως άνω σύμβασης, της οποίας το περιεχόμενο είναι σαφές και αναμφίβολο, ουδόλως αποδεικνύεται από την εναγομένη – που έχει το βάρος απόδειξης της ενημέρωσης κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη – ότι αυτή κατά τον παραπάνω χρόνο της συλλογής των δεδομένων είχε ενημερώσει τον ενάγοντα κατά τρόπο σαφή για το σκοπό της επεξεργασίας (διαβίβασης) και για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες των αποδεκτών, όπως απαιτείτο κατ’ άρθρο 1.1 παρ. 1 β, γ. Η εναγομένη εξάλλου δεν επικαλέσθηκε, ούτε απέδειξε ότι είχε προβεί σε τέτοια ενημέρωση μεταγενέστερα, μετά τη συλλογή των δεδομένων και πριν από τη διαβίβαση τους στην ως άνω εισπρακτική εταιρία. Η τελευταία προέβη σε περαιτέρω επεξεργασία (χρήση) των ως άνω παρανόμως διαβιβασθέντων σ’ αυτήν από την εναγομένη προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος, καλώντας αυτόν τηλεφωνικώς στο κινητό του στις 26-11-2008 και περί ώρα 12.30′, αλλά και στο σταθερό …. (που είχε δηλωθεί από τον ίδιο και ανήκε στην επιχείρηση της συζύγου του) στις 26-11-2008 και περί ώρα 13.00 δια προστηθείσης υπαλλήλου της, η οποία αιφνιδιάζοντας τον υιό του ενάγοντος του ζητούσε – χωρίς μάλιστα να τον ενημερώνει για λογαριασμό ποιας εταιρίας τον καλούσε – να της επιβεβαιώσει τα σχετικά με τη ρύθμιση της επίδικης οφειλής του, προκαλώντας τόσο στον ίδιο όσο και στον ενάγοντα μεγάλη ψυχική αναστάτωση, θυμό και οργή από το γεγονός ότι τα απόρρητα κατά τον ως άνω νόμο προσωπικά του δεδομένα είχαν ανακοινωθεί και διαρρεύσει χωρίς καμμιά δική του ενημέρωση σε τρίτους. Οι προαναφερόμενες παρανομίες και υπαίτιες (από πρόθεση) πράξεις και παραλείψεις της εναγομένης (δια των προστιθέντων οργάνων της) προσέβαλαν την προσωπικότητα του ενάγοντος και προκάλεσαν σ’ αυτόν σημαντική ηθική βλάβη, ενώ τα όργανα της εναγομένης, κατά την επεξεργασία (διαβίβαση, λήψη, καταχώρηση, χρήση) των προσωπικών δεδομένων αυτού, χωρίς την προηγούμενη ενημέρωση του, όφειλαν να γνωρίζουν την πιθανότητα επέλευσης της προαναφερόμενης ηθικής βλάβης. Ενόψει δε του είδους του θιγομένου αγαθού, του μεγέθους της προσβολής, των συνθηκών τέλεσης αυτής, του βαθμού υπαιτιότητας των οργάνων της εναγομένης και της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως των διαδίχων μερών, η καταβλητέα εύλογη χρηματική ικανοποίηση πρέπει να ορισθεί στο ποσό των 6.000 ευρώ, Η εκκαλουμένη, άρα, η οποία έκρινε τα ίδια, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και καλώς τις αποδείξεις εκτίμησε, τα δε αντιθέτως υποστηριζόμενα με τους λόγους της εφέσεως της εναγομένης είναι αβάσιμα και απορριπτέα, καθώς και η υπό κρίση έφεση στο σύνολο της. Τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας βαρύνουν την εναγομένη, επειδή ηττάται (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ). 
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων,
Δέχεται τυπικά την έφεση και την απορρίπτει κατ’ ουσίαν.