Ψηφιακές βιβλιοθήκες: υπόθεση C-117/13 ΔΕΚ


Το Bundesgerichtshof (Γερμανία) υπέβαλε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στις 14 Μαρτίου 2013 – Technische Universität Darmstadt κατά Eugen Ulmer KG (Υπόθεση C-117/13).

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 3, στοιχείο ιδ΄, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και [των] συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας.

Η διαφορά της κύριας δίκης έχει ανακύψει μεταξύ του Technische Universität Darmstadt (στο εξής: TU Darmstadt) και ενός εκδοτικού οίκου, της εταιρίας Eugen Ulmer KG, με αντικείμενο τη διάθεση εκ μέρους του πρώτου στο κοινό, μέσω τερματικών εγκατεστημένων στους χώρους του αναγνωστηρίου βιβλιοθήκης, επιστημονικού συγγράμματος το οποίο ανήκει στη συλλογή της εν λόγω βιβλιοθήκης και του οποίου τα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως κατέχει η Eugen Ulmer KG.

Τα προδικαστικά ερωτήματα που έχει υποβάλει το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας) έχουν σχέση με βιβλιοθήκη ανοικτή στο κοινό και αφορούν, πρώτον, την ερμηνεία της έννοιας του «έργου που υπόκειται σε όρους αγοράς ή άδειας», δεύτερον, την ψηφιοποίηση έργων που ανήκουν σε βιβλιοθήκες και, τρίτον, το ζήτημα αν οι χρήστες μπορούν όχι μόνο να συμβουλεύονται (διαβάζουν) τα ψηφιοποιημένα έργα, αλλά επίσης να τα εκτυπώνουν σε χαρτί και να τα αποθηκεύουν σε φορητή μνήμη USB.

Ειδικότερα, πρόκειται για τα εξής ερωτήματα:

1) Ισχύουν όροι αγοράς ή άδειας, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, στοιχείο ιδ΄, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ , στην περίπτωση στην οποία ο δικαιούχος έχει προτείνει στα ιδρύματα που μνημονεύονται στη διάταξη αυτή τη σύναψη υπό εύλογους όρους συμβάσεων παραχωρήσεως άδειας για τη χρήση ορισμένου έργου;

2) Απονέμει το άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο ιδ΄, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ στα κράτη μέλη την εξουσία να παρέχουν στα προαναφερθέντα ιδρύματα το δικαίωμα να ψηφιοποιούν τα έργα που περιλαμβάνονται στις συλλογές τους, εφόσον η ψηφιοποίηση είναι αναγκαία προκειμένου να καταστεί δυνατή η διάθεση των έργων αυτών στο κοινό μέσω τερματικών;

3) Επιτρέπεται τα δικαιώματα τα οποία έχουν προβλέψει τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 3, στοιχείο ιδ΄, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ να έχουν τόσο ευρύ περιεχόμενο, ώστε να παρέχουν στους χρήστες των τερματικών τη δυνατότητα να εκτυπώνουν σε χαρτί ή να αποθηκεύουν σε φορητή μνήμη USB τα έργα που τίθενται στη διάθεση των εν λόγω χρηστών μέσω των τερματικών αυτών;


Η κύρια δίκη έχει τον χαρακτήρα δίκης-«πιλότου» και αυτό είναι ενδεικτικό της σημασίας που έχει η υπό κρίση υπόθεση για τις βιβλιοθήκες, τους δημιουργούς και τους εκδοτικούς οίκους, ιδίως τους εκδοτικούς οίκους στον χώρο των επιστημονικών συγγραμμάτων.

Ο Γεν.  Εισαγγελέας NIILO JÄÄSKINEN με τις προτάσεις της της 5ης Ιουνίου 2014 προτείνει στο Δικαστήριο την εξής απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα:

1)      Το άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο ιδ΄, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και [των] συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, έχει την έννοια ότι ένα έργο δεν υπόκειται σε όρους αγοράς ή άδειας, όταν ο δικαιούχος προτείνει στα διαλαμβανόμενα στη διάταξη αυτή ιδρύματα τη σύναψη υπό εύλογους όρους συμβάσεων παραχωρήσεως άδειας για τη χρήση του έργου αυτού.
2)      Το άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο ιδ΄, της οδηγίας 2001/29, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, της εν λόγω οδηγίας, δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να παρέχουν στα ιδρύματα που διαλαμβάνονται στην εν λόγω διάταξη το δικαίωμα να ψηφιοποιούν τα έργα που περιλαμβάνονται στις συλλογές τους, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο για τη διάθεση των ως άνω έργων στο κοινό μέσω εξειδικευμένων τερματικών.
3)      Τα δικαιώματα που μπορούν να προβλέπουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο ιδ΄, της οδηγίας 2001/29 δεν παρέχουν στους χρήστες των εξειδικευμένων τερματικών τη δυνατότητα να εκτυπώνουν σε χαρτί ή να αποθηκεύουν σε φορητή μνήμη USB τα έργα που τίθενται στη διάθεσή τους μέσω των εν λόγω τερματικών.

Ακολούθως, την 11.9.2014 εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία ουσιαστικά έκανε δεκτές τις προτάσεις του Γεν. Εισαγγελέα και ανοίγει το δρόμο για την ψηφιοποίηση βιβλίων από τις βιβλιοθήκες.


Το ΔΕΕ δέχθηκε, καταρχήν ότι η έννοια «όροι αγοράς ή άδειας», η οποία χρησιμοποιείται στο άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο ιδ΄, της οδηγίας 2001/29, πρέπει να ερμηνευθεί ως σημαίνουσα ότι ο δικαιούχος δικαιωμάτων του δημιουργού και ένα ίδρυμα αναφερόμενο στη διάταξη αυτή, όπως είναι μια βιβλιοθήκη ανοικτή στο κοινό, πρέπει να έχουν συνάψει σύμβαση παραχώρησης άδειας για την εκμετάλλευση ή τη χρήση του οικείου έργου, η οποία να προβλέπει τους όρους υπό τους οποίους το εν λόγω ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί το έργο αυτό.

Η απάντηση που έδωσε, στη συνέχεια, το Δικαστήριο στο δεύτερο ερώτημα αφορά το δικαίωμα των βιβλιοθηκών να ψηφιοποιούν τα έργα περιλαμβάνονται στις συλλογές τους. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι δεν αμφισβητείται ότι η ψηφιοποίηση ενός έργου αποτελεί πράξη αναπαραγωγής του έργου, αφού συνίσταται κυρίως στη μετατροπή του αναλογικού μορφοτύπου του έργου σε ψηφιακό μορφότυπο. Το ερώτημα που τέθηκε συναφώς ήταν αν το δικαίωμα αναπαραγωγής στις ανοικτές στο κοινό βιβλιοθήκες, μολονότι, κατά το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, οι δημιουργοί έχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την αναπαραγωγή των έργων τους.

Το ΔΕΕ δέχθηκε ότι η παροχή πρόσβασης σε έργα που ανήκουν στη συλλογή μιας βιβλιοθήκης, στο κοινό, δηλαδή στο σύνολο των ιδιωτών που χρησιμοποιούν εξειδικευμένα τερματικά, τα οποία είναι εγκατεστημένα στους χώρους του, με σκοπό την έρευνα ή την ιδιωτική μελέτη, πρέπει να χαρακτηριστεί «διάθεση» και, κατά συνέπεια, «πράξη παρουσίασης» υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29. Τα εν λόγω ιδρύματα δεν έχουν, κατά κανόνα, το δικαίωμα να ψηφιοποιούν όλα τα έργα που ανήκουν στις συλλογές τους. Αντίθετα, η προϋπόθεση αυτή πληρούται καταρχήν όταν η ψηφιοποίηση ορισμένων από τα έργα που ανήκουν σε μια συλλογή είναι αναγκαία για τη «χρήση, με παρουσίαση ή διάθεση, με σκοπό την έρευνα ή την ιδιωτική μελέτη, σε μέλη του κοινού μέσω εξειδικευμένων τερματικών».

 Ακολούθως, η απάντηση που έδωσε το Δικαστήριο στο δεύτερο ερώτημα ήταν ότι δεν απαγορεύεται στα κράτη μέλη να παρέχουν στις ανοικτές στο κοινό βιβλιοθήκες, τις οποίες αφορούν οι εν λόγω διατάξεις, το δικαίωμα να ψηφιοποιούν τα έργα που περιλαμβάνονται στις συλλογές τους, εφόσον αυτή η πράξη αναπαραγωγής είναι αναγκαία προκειμένου να καταστεί δυνατή η διάθεση των έργων αυτών στους χρήστες μέσω εξειδικευμένων τερματικών, τα οποία βρίσκονται στους χώρους των ιδρυμάτων αυτών.

Όσον αφορά τη δυνατότητα των βιβλιοθηκών να θέτουν έργα που περιλαμβάνονται στις συλλογές τους στη διάθεση των χρηστών μέσω εξειδικευμένων τερματικών που καθιστούν δυνατή την εκτύπωσή τους σε χαρτί ή την αποθήκευσή τους σε φορητή μνήμη USB, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι αυτές οι πράξεις αναπαραγωγής, αντίθετα από ό,τι ισχύει για ορισμένες πράξεις ψηφιοποίησης ενός έργου, δεν είναι δυνατόν να επιτρέπονται, αφού δεν είναι αναγκαίες για να μπορεί το έργο αυτό να τίθεται στη διάθεση των χρηστών, μέσω εξειδικευμένων τερματικών, ενώ δεν πραγματοποιούνται από τα ιδρύματα, αλλά από τους χρήστες των τερματικών.

Ως εκ τούτου, το ΔΕΕ έδωσε την απάντηση στο τρίτο ερώτημα ότι το άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο ιδ΄, της οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι δεν καλύπτει πράξεις όπως είναι η εκτύπωση έργων σε χαρτί ή η αποθήκευσή τους σε φορητή μνήμη USB, τις οποίες πραγματοποιούν οι χρήστες μέσω εξειδικευμένων τερματικών, τα οποία είναι εγκατεστημένα εντός βιβλιοθηκών που είναι ανοικτές στο κοινό και τις οποίες αφορά η εν λόγω διάταξη. Αντίθετα, οι πράξεις αυτές είναι δυνατόν να επιτρέπονται βάσει της εθνικής νομοθεσίας που μεταφέρει στην εθνική έννομη τάξη τις εξαιρέσεις ή τους περιορισμούς που προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄ ή β΄, της οδηγίας αυτής, εφόσον πληρούνται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις που θέτουν οι διατάξεις αυτές.

Το συμπέρασμα είναι ότι οι βιβλιοθήκες έχουν τη δυνατότητα να ψηφιοποιούν τα έργα τους και να τα θέτουν στη διάθεση του κοινού – εντός της βιβλιοθήκης – μέσω τερματικών, αλλά όχι και να καθιστούν δυνατή την εκτύπωσή τους ή την αποθήκευσή τους σε μνήμη USB, εκτός εάν το επιτρέψει αυτό η εθνική νομοθεσία. Ωστόσο, η απόφαση αυτή δεν καλύπτει καταρχήν την επιγραμμική διάθεση των έργων από online – ψηφιακές βιβλιοθήκες, αλλά κατά την άποψή μας, λόγω του ότι η απόφαση αναφέρεται στην παρουσίαση των έργων, θα μπορούσαν και οι επιγραμμικές ψηφιακές βιβλιοθήκες να επωφεληθούν από τη νομολογία αυτή.










Επεξεργασία προσωπικών δεδομένων σε βιομετρικά διαβατήρια. Η απόφαση ΔΕΕ στην υποθ. C-291/12

Το ΔΕΕ έκρινε ως νόμιμη τη χρήση ψηφιακών δακτυλικών αποτυπωμάτων στα βιομετρικά διαβατήρια, σύμφωνα με τον Καν. 2252/2004.

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 17ης Οκτωβρίου 2013
Στην υπόθεση C‑291/12, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Verwaltungsgericht Gelsenkirchen (Γερμανία) με απόφαση της 15ης Μαΐου 2012, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Ιουνίου 2012, στο πλαίσιο της δίκης Michael Schwarz κατά Stadt Bochum,

Το ΔΕΕ έκρινε την αίτηση προδικαστικής παραπομπής σχετικά με το κύρος του άρθρου 1 § 2 του κανονισμού 2252/2004 σχετικά με την καθιέρωση προτύπων για τα χαρακτηριστικά ασφαλείας και τη χρήση βιομετρικών στοιχείων στα διαβατήρια και τα ταξιδιωτικά έγγραφα των κρατών μελών (ΕΕ L 385, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 444/2009, η οποία υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του M. Schwarz και του Stadt Bochum (Δήμου Bochum), σχετικά με την άρνηση του εν λόγω δήμου να χορηγήσει διαβατήριο στον ενδιαφερόμενο χωρίς ταυτόχρονη λήψη των ψηφιακών δακτυλικών αποτυπωμάτων του τα οποία θα αποθηκεύονταν στο εν λόγω διαβατήριο.

Ιστορικό

Ο M. Schwarz ζήτησε από τον Stadt Bochum τη χορήγηση διαβατηρίου, αρνούμενος όμως να υποστεί την υποχρεωτική λήψη των ψηφιακών δακτυλικών του αποτυπωμάτων. Κατόπιν της απόρριψης του αιτήματός του από τον Stadt Bochum, ο M. Schwarz άσκησε προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ζητώντας του να διατάξει τον εν λόγω δήμο να του χορηγήσει διαβατήριο χωρίς λήψη των ψηφιακών δακτυλικών του αποτυπωμάτων. Ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, ο M. Schwarz αμφισβήτησε το κύρος του κανονισμού 2252/2004 με τον οποίο επιβάλλεται η υποχρέωση λήψης των ψηφιακών δακτυλικών αποτυπωμάτων των αιτούντων την έκδοση διαβατηρίου. Ο M. Schwarz υποστήριξε ότι ο κανονισμός αυτός δεν στηρίζεται σε κατάλληλη νομική βάση και πάσχει διαδικαστική πλημμέλεια. Επιπλέον, όπως ισχυρίσθηκε, το άρθρο 1, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού προσβάλλει το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα το οποίο κατοχυρώνεται, αφενός, σε γενικότερο πλαίσιο, στο άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) περί του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή και, αφετέρου, πιο συγκεκριμένα, στο άρθρο 8 του Χάρτη. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Verwaltungsgericht Gelsenkirchen αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα: «Είναι έγκυρο το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού [2252/2004];»
 Η κρίση του Δικαστηρίου
Επί της διαδικασίας εκδόσεως του κανονισμού 2252/2004
Ο αιτών ισχυρίσθηκε ότι αντιθέτως προς τα προβλεπόμενα στο άρθρο 67 § 1 ΕΚ, δεν πραγματοποιήθηκαν οι απαραίτητες διαβουλεύσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας.  Ωστόσο, με τον κανονισμό 444/2009 που τροποποίησε τον κανονισμό 2252/2004, οι διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2252/2004, για το οποίο δεν υπήρξε διαβούλευση με το Κοινοβούλιο, αντικαταστάθηκαν από νέες διατάξεις οι οποίες εμμένουν στην υποχρέωση αποθήκευσης της εικόνας των ψηφιακών δακτυλικών αποτυπωμάτων στα διαβατήρια.
Επί των θεμελιωδών δικαιωμάτων σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα
 Καταρχήν, το Δικαστήριο δέχετει ότι η εκ μέρους των εθνικών αρχών λήψη και αποθήκευση ψηφιακών δακτυλικών αποτυπωμάτων, όπως αυτές προβλέπονται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2252/2004, συνιστούν προσβολή των δικαιωμάτων σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί αν οι προσβολές αυτές είναι δικαιολογημένες.
Το ΔΕΕ διαπιστώνει ότι: 1)  το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2252/2004 επιδιώκει σκοπό γενικού συμφέροντος αναγνωριζόμενο από την Ένωση, ήτοι πρόληψη της πλαστογράφησης των διαβατηρίων και ο δεύτερος στην καταπολέμηση της δόλιας χρήσης τους, ήτοι της χρήσης από άλλα πρόσωπα πλην του νομίμου κατόχου τους.
 2) η προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή καταχώριση των ψηφιακών δακτυλικών αποτυπωμάτων σε μέσο αποθήκευσης υψηλής ασφάλειας προϋποθέτει υπερσύγχρονη τεχνολογία, οπόταν είναι ικανή να μειώσει τον κίνδυνο πλαστογράφησης των διαβατηρίων και να διευκολύνει τα καθήκοντα των αρχών που είναι επιφορτισμένες με τον έλεγχο της γνησιότητάς τους κατά τη διέλευση των συνόρων.
 3) η μέθοδος εξακρίβωσης της ταυτότητας μέσω των ψηφιακών δακτυλικών αποτυπωμάτων δεν αποκλείει εντελώς τις περιπτώσεις εσφαλμένης έγκρισης της διέλευσης των συνόρων από πρόσωπα στα οποία δεν επιτρέπεται η είσοδος στο έδαφος της Ένωσης, πλην όμως μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο τέτοιων εσφαλμένων εγκρίσεων εισόδου ο οποίος θα υφίστατο σε περίπτωση μη εφαρμογής της.
Περαιτέρω, όσον αφορά την εξέταση της αναγκαιότητας της εν λόγω επεξεργασίας δεδομένων, ο νομοθέτης οφείλει, μεταξύ άλλων, να εξακριβώσει αν μπορούν να προβλεφθούν μέτρα τα οποία θίγουν σε μικρότερο βαθμό τα προστατευόμενα στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη δικαιώματα συμβάλλοντας συγχρόνως αποτελεσματικά στην εκπλήρωση των επιδιωκόμενων με την επίμαχη ρύθμιση της Ένωσης σκοπών (βλ., συναφώς, απόφαση Volker und Markus Schecke και Eifert, προπαρατεθείσα, σκέψη 86).
 Εν προκειμένω, το ΔΕΕ θεωρεί ότι το άρθρο § § 2 του καν. 2252/2004 δεν συνεπάγεται επεξεργασία των ψηφιακών δακτυλικών αποτυπωμάτων κατά τρόπο βαίνοντα πέραν του αναγκαίου ορίου για την εκπλήρωση του σκοπού προστασίας των διαβατηρίων από δόλια χρήση.
 Η τελική κρίση του Δικαστηρίου είναι ότι από την εξέταση του προδικαστικού ερωτήματος δεν προέκυψαν στοιχεία δυνάμενα να θίξουν το κύρος του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 2252/2004 του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2004, σχετικά με την καθιέρωση προτύπων για τα χαρακτηριστικά ασφαλείας και τη χρήση βιομετρικών στοιχείων στα διαβατήρια και τα ταξιδιωτικά έγγραφα των κρατών μελών, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 444/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 2009.

ΔΕΕ: υπόθεση Football Dataco (C-604/10): η προστασία των βάσεων δεδομένων δεν εκτείνεται επί προγραμμάτων συναντήσεων των πρωταθλημάτων ποδοσφαίρου

Η απόφαση του Δικαστηρίου εκδόθηκε επί αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως από το Court of Appeal (Ηνωμένο Βασίλειο) και είχε ως αντικείμενο την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 1996, σχετικά με τη νομική προστασία των βάσεων δεδομένων (ΕΕ L 77, σ. 20). Κρίσιμο ζήτημα είναι η διερεύνηση της έννοιας των “βάσεων δεδομένων οι οποίες, λόγω της επιλογής ή της διευθέτησης του περιεχομένου τους, αποτελούν πνευματικά δημιουργήματα.

Όσον αφορά το ιστορικό της υπόθεσης πρέπει να αναφερθεί ότι Football Dataco κ.λπ. υποστήριξαν ότι είναι δικαιούχοι επί των προγραμμάτων συναντήσεων των πρωταθλημάτων ποδοσφαίρου της Αγγλίας και της Σκωτίας, του «ειδικού» δικαιώματος κατά το άρθρο 7 της οδηγίας 96/9, του δικαιώματος του δημιουργού κατά το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής, καθώς και του δικαιώματος του δημιουργού κατά τη βρετανική νομοθεσία για τη διανοητική ιδιοκτησία. Αμφισβητώντας τη νομική υπόσταση των δικαιωμάτων αυτών, οι Yahoo κ.λπ. υποστηρίζουν ότι δικαιούνται να χρησιμοποιούν τα εν λόγω προγράμματα στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων τους, χωρίς να υποχρεούνται σε καταβολή οικονομικού ανταλλάγματος. Ακολούθως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι τα εν λόγω προγράμματα είναι επιλέξιμα για προστασία βάσει του δικαιώματος του δημιουργού κατά το άρθρο 3 της οδηγίας 96/9, καθόσον η προετοιμασία τους απαιτεί κατά σημαντικό μέρος δημιουργική εργασία. Αντιθέτως, δεν δέχθηκε ότι είναι δικαιούχοι των δύο άλλων προβληθέντων δικαιωμάτων.

Στη συνέχεια, το αιτούν δικαστήριο επιβεβαίωσε την πρωτόδικη απόφαση όσον αφορά τη μη επιλεξιμότητα των επίμαχων στην κύρια δίκη προγραμμάτων για προστασία βάσει του ειδικού δικαιώματος του άρθρου 7 της οδηγίας 96/9. Αντιθέτως, διερωτάται ως προς την επιλεξιμότητα για προστασία βάσει του δικαιώματος του δημιουργού κατά το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής. Διατηρεί, επίσης, αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα προστασίας των προγραμμάτων αυτών βάσει του δικαιώματος του δημιουργού, σύμφωνα με την προγενέστερη της εν λόγω οδηγίας βρετανική νομοθεσία, υπό προϋποθέσεις διαφορετικές από τις προβλεπόμενες στο εν λόγω άρθρο 3.

Τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) ήταν τα εξής:

«1. Ποια είναι η έννοια των όρων “βάσεις δεδομένων οι οποίες, λόγω της επιλογής ή της διευθέτησης του περιεχομένου τους, αποτελούν πνευματικά δημιουργήματα” του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/9 […] και ειδικότερα:

α) πρέπει η διανοητική προσπάθεια και η ικανότητα δημιουργίας δεδομένων να αποκλείονται;

β) συνεπάγονται σημαντική προσθήκη σε προϋπάρχον δεδομένο η “επιλογή ή η διευθέτηση” (όπως στην περίπτωση του καθορισμού της ημερομηνίας ποδοσφαιρικού αγώνα);

γ) απαιτεί η έννοια “πνευματικό δημιούργημα” κάτι πέραν της σημαντικής εργασίας και της ικανότητας του δημιουργού, και εφόσον η απάντηση είναι καταφατική περί τίνος πρόκειται;

2. Αποκλείει η οδηγία εθνικά δικαιώματα του δημιουργού επί βάσεων δεδομένων διαφορετικά από εκείνα που προβλέπει η οδηγία [96/9];»

Το Δικαστήριο έκρινε ότι:

1) Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 1996, σχετικά με τη νομική προστασία των βάσεων δεδομένων, έχει την έννοια ότι «βάσεις δεδομένων», κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, προστατεύονται βάσει του προβλεπόμενου σε αυτήν δικαιώματος του δημιουργού υπό την προϋπόθεση ότι η επιλογή ή η διευθέτηση των περιλαμβανόμενων σε αυτές δεδομένων αποτελεί πρωτότυπη έκφραση της δημιουργικής ελευθερίας του δημιουργού τους, γεγονός που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

Κατά συνέπεια:

– οι διανοητικές προσπάθειες και η ικανότητα δημιουργίας των δεδομένων αυτών δεν λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί η επιλεξιμότητα της εν λόγω βάσεως για προστασία βάσει του δικαιώματος αυτού·

– είναι αδιάφορο, προς τον σκοπό αυτό, αν η επιλογή ή διευθέτηση των δεδομένων αυτών συνεπάγεται ή όχι «σημαντική προσθήκη» σε αυτά, και

– η σημαντική εργασία και η ικανότητα δημιουργίας που απαιτούνται για τη δημιουργία αυτής της βάσεως δεν μπορούν αυτές καθαυτές να δικαιολογήσουν τέτοιου είδους προστασία αν δεν εκφράζουν πρωτοτυπία κατά την επιλογή ή τη διευθέτηση των περιλαμβανόμενων σε αυτήν δεδομένων.

2) Η οδηγία 96/9 έχει την έννοια ότι, υπό την επιφύλαξη της μεταβατικής διατάξεως του άρθρου 14, παράγραφος 2, απαγορεύει εθνική νομοθεσία η οποία παρέχει στις βάσεις δεδομένων που εμπίπτουν στον ορισμό του άρθρου 1, παράγραφος 2, αυτής προστασία βάσει του δικαιώματος του δημιουργού υπό όρους διαφορετικούς των προβλεπομένων στο άρθρο 3, παράγραφος 1, αυτής.