Το ΔΕΕ δέχθηκε, καταρχήν ότι η έννοια «όροι αγοράς ή άδειας», η οποία χρησιμοποιείται στο άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο ιδ΄, της οδηγίας 2001/29, πρέπει να ερμηνευθεί ως σημαίνουσα ότι ο δικαιούχος δικαιωμάτων του δημιουργού και ένα ίδρυμα αναφερόμενο στη διάταξη αυτή, όπως είναι μια βιβλιοθήκη ανοικτή στο κοινό, πρέπει να έχουν συνάψει σύμβαση παραχώρησης άδειας για την εκμετάλλευση ή τη χρήση του οικείου έργου, η οποία να προβλέπει τους όρους υπό τους οποίους το εν λόγω ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί το έργο αυτό.
Η απάντηση που έδωσε, στη συνέχεια, το Δικαστήριο στο δεύτερο ερώτημα αφορά το δικαίωμα των βιβλιοθηκών να ψηφιοποιούν τα έργα περιλαμβάνονται στις συλλογές τους. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι δεν αμφισβητείται ότι η ψηφιοποίηση ενός έργου αποτελεί πράξη αναπαραγωγής του έργου, αφού συνίσταται κυρίως στη μετατροπή του αναλογικού μορφοτύπου του έργου σε ψηφιακό μορφότυπο. Το ερώτημα που τέθηκε συναφώς ήταν αν το δικαίωμα αναπαραγωγής στις ανοικτές στο κοινό βιβλιοθήκες, μολονότι, κατά το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, οι δημιουργοί έχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την αναπαραγωγή των έργων τους.
Το ΔΕΕ δέχθηκε ότι η παροχή πρόσβασης σε έργα που ανήκουν στη συλλογή μιας βιβλιοθήκης, στο κοινό, δηλαδή στο σύνολο των ιδιωτών που χρησιμοποιούν εξειδικευμένα τερματικά, τα οποία είναι εγκατεστημένα στους χώρους του, με σκοπό την έρευνα ή την ιδιωτική μελέτη, πρέπει να χαρακτηριστεί «διάθεση» και, κατά συνέπεια, «πράξη παρουσίασης» υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29. Τα εν λόγω ιδρύματα δεν έχουν, κατά κανόνα, το δικαίωμα να ψηφιοποιούν όλα τα έργα που ανήκουν στις συλλογές τους. Αντίθετα, η προϋπόθεση αυτή πληρούται καταρχήν όταν η ψηφιοποίηση ορισμένων από τα έργα που ανήκουν σε μια συλλογή είναι αναγκαία για τη «χρήση, με παρουσίαση ή διάθεση, με σκοπό την έρευνα ή την ιδιωτική μελέτη, σε μέλη του κοινού μέσω εξειδικευμένων τερματικών».
Ακολούθως, η απάντηση που έδωσε το Δικαστήριο στο δεύτερο ερώτημα ήταν ότι δεν απαγορεύεται στα κράτη μέλη να παρέχουν στις ανοικτές στο κοινό βιβλιοθήκες, τις οποίες αφορούν οι εν λόγω διατάξεις, το δικαίωμα να ψηφιοποιούν τα έργα που περιλαμβάνονται στις συλλογές τους, εφόσον αυτή η πράξη αναπαραγωγής είναι αναγκαία προκειμένου να καταστεί δυνατή η διάθεση των έργων αυτών στους χρήστες μέσω εξειδικευμένων τερματικών, τα οποία βρίσκονται στους χώρους των ιδρυμάτων αυτών.
Όσον αφορά τη δυνατότητα των βιβλιοθηκών να θέτουν έργα που περιλαμβάνονται στις συλλογές τους στη διάθεση των χρηστών μέσω εξειδικευμένων τερματικών που καθιστούν δυνατή την εκτύπωσή τους σε χαρτί ή την αποθήκευσή τους σε φορητή μνήμη USB, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι αυτές οι πράξεις αναπαραγωγής, αντίθετα από ό,τι ισχύει για ορισμένες πράξεις ψηφιοποίησης ενός έργου, δεν είναι δυνατόν να επιτρέπονται, αφού δεν είναι αναγκαίες για να μπορεί το έργο αυτό να τίθεται στη διάθεση των χρηστών, μέσω εξειδικευμένων τερματικών, ενώ δεν πραγματοποιούνται από τα ιδρύματα, αλλά από τους χρήστες των τερματικών.
Ως εκ τούτου, το ΔΕΕ έδωσε την απάντηση στο τρίτο ερώτημα ότι το άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο ιδ΄, της οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι δεν καλύπτει πράξεις όπως είναι η εκτύπωση έργων σε χαρτί ή η αποθήκευσή τους σε φορητή μνήμη USB, τις οποίες πραγματοποιούν οι χρήστες μέσω εξειδικευμένων τερματικών, τα οποία είναι εγκατεστημένα εντός βιβλιοθηκών που είναι ανοικτές στο κοινό και τις οποίες αφορά η εν λόγω διάταξη. Αντίθετα, οι πράξεις αυτές είναι δυνατόν να επιτρέπονται βάσει της εθνικής νομοθεσίας που μεταφέρει στην εθνική έννομη τάξη τις εξαιρέσεις ή τους περιορισμούς που προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο α΄ ή β΄, της οδηγίας αυτής, εφόσον πληρούνται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις που θέτουν οι διατάξεις αυτές.