Περίληψη:
Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης κατηγορουμένου ως αβάσιμη. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, διότι: 1. Η με τη βιντεοσκόπηση δια κινητού τηλεφώνου δημιουργία οπτικοακουστικού υλικού της ερωτικής πράξης του κατ/νου και της εγκαλούσας, δε χρειάζεται καμία ομαδοποίηση ή ταξινόμηση και είναι απλή η επεξεργασία και η ηλεκτρονική μετάδοση αυτού ανά πάσα στιγμή σε τρίτους μέσου του κινητού τηλεφώνου στο οποίο είχαν αποθηκευθεί, γι αυτό και συνιστά τούτο αρχείο με την έννοια του παραπάνω ν. 2472/1997. και 2. Η διατήρηση στο κινητό τηλέφωνο του δράστη, αρχείου, περιλαμβάνοντος ερωτική συνεύρεσή του με την εγκαλούσα, χωρίς σχετική άδεια της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα, δε θα μπορούσε να τύχει ποτέ άδειας της άνω Αρχής, ως εκ του αντικειμένου των ευαίσθητων προσωπικών αυτών δεδομένων, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δε θεμελιώνεται αντικειμενικά και αυτή η παράβαση, της διατήρησης αρχείου ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων της εγκαλούσας, με φανερό το πρόσωπο αυτής χωρίς άδεια, αφού δεν υπήρχε κατά τις παραδοχές συγκατάθεση ή συναίνεση του υποκειμένου των δεδομένων για διατήρηση του αρχείου αυτού στο κινητό τηλέφωνό του.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1238/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Κατά τα άρθρα 2 παρ. 1, 9 παρ. 1 εδ. β’ , 9Α, 19 παρ. 1 και 3 και 25 παρ. 1 εδ. δ’ του Συντάγματος, “ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας. Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη. Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει… Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”. Εξάλλου, κατά το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, “κάθε πρόσωπο δικαιούται στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του.
Κατά το άρθρο 1 του Ν. 2472/1997, “Προστασία ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”, όπως αυτός ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του με το άρθρο 8 του Ν. 2819/2000 και το άρθρο 34 του Ν. 2915/2001, αντικείμενο αυτού του νόμου είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 22 παρ. 4 του ίδιου νόμου, “όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις”…
Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 στοιχ. α’ , β’ , γ’ , δ’ , ε’ και ι’ του αυτού νόμου για τους σκοπούς αυτού νοούνται ως: α) “Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα”, κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων. Δεν λογίζονται ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα στατιστικής φύσεως συγκεντρωτικά στοιχεία, από τα οποία δεν μπορούν πλέον να προσδιορισθούν τα υποκείμενα των δεδομένων. β) “Ευαίσθητα δεδομένα”, τα δεδομένα που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε ένωση, σωματείο και συνδικαλιστική οργάνωση, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και την ερωτική ζωή, καθώς και τα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες (με την παρ. 1 άρθρου 18 του Ν. 3471/2006 και στη συνέχεια με την παρ. 3 άρθρ. 8 του Ν. 3625/2007, ρυθμίστηκαν οι περιπτώσεις, όπου, ειδικά για τα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, δύναται να επιτραπεί η δημοσιοποίηση μόνον από την εισαγγελική αρχή). γ) “Υποκείμενο των δεδομένων”, το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική. δ) “Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (“επεξεργασία”), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται, από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή. ε) “αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (“αρχείο”), είναι σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας, και τα οποία τηρούνται είτε από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο (κατά τη διατύπωση της παρ. 2 του άρθρου 18 του Ν. 3471/2006, με την οποία αντικαταστάθηκε το εδάφιο αυτό, κατά την έννοια του νόμου νοείται ως “αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (“αρχείο”), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια”… και ι) “αποδέκτης” είναι το φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ή δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται, για τρίτο ή όχι. Τέλος, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 2472/1997, οι διατάξεις αυτού “εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο”. Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι οι κυρώσεις που προβλέπονται στο Ν. 2472/1997, ενόψει της ιδιάζουσας βαρύτητάς τους, προβλέπονται όχι γενικώς και αορίστως για κάθε παράβαση των διατάξεών του, αλλά μόνο για συγκεκριμένες ειδικά περιγραφόμενες σοβαρές παραβάσεις. Με εξαίρεση δε των περιπτώσεων του άρθρου 22 παρ. 5, η οποία ποινικοποιεί τις παραβάσεις συγκεκριμένων αποφάσεων της Αρχής προσωπικών δεδομένων, το κοινό συνδετικό γνώρισμα των ειδικών ποινικών προβλέψεων του άρθρου 22 του Ν. 2472/1997 και εκείνο που προσδίδει βαρύτητα στις σχετικές πράξεις είναι η αναφορά τους στην σύσταση ή τήρηση “αρχείων προσωπικών δεδομένων”. Έτσι, κατά την παρ. 1 του άρθρου 22, γίνεται αξιόποινη η χωρίς γνωστοποίηση στην Αρχή σύσταση και λειτουργία αρχείου προσωπικών δεδομένων, κατά την παρ. 2 η διατήρηση “αρχείου”, χωρίς άδεια ή κατά παράβαση των όρων και προϋποθέσεων της άδειας της αρχής, κατά την παρ. 3 η χωρίς γνωστοποίηση στην Αρχή και άδεια απ’ αυτήν διασύνδεση αρχείων.
Συνεπώς, για την αντικειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος, απαιτείται: α) ύπαρξη δεδομένων που περιλαμβάνονται σε “αρχείο”, ως τέτοιο δε θεωρείται κατ’ άρθρο 2 περ. ε’ , το σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελούν αντικείμενο “επεξεργασίας” και τηρούνται κατά τα οριζόμενα στην πιο πάνω διάταξη, β) υποκείμενο των δεδομένων, δηλαδή το φυσικό πρόσωπο, στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, και γ) να πρόκειται για δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως αυτά ορίζονται με τις πιο πάνω διατάξεις. Έτσι, από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι δεν θεωρούνται δεδομένα οι πληροφορίες των οποίων κάνει κάποιος χρήση και οι οποίες περιήλθαν σε γνώση του, χωρίς να ανοίξει ή να ερευνήσει αυτός κάποιο αρχείο ή χωρίς να του τις έχει μεταδώσει τρίτος που επενέβη σε αρχείο, γιατί εκλείπει η προϋπόθεση του αρχείου ως στοιχείου της αντικειμενικής υποστάσεως. Τούτο συνάγεται επίσης ευθέως και από τη διατύπωση των διατάξεων του άρθρου 22 παρ. 4, 5 και 6 του ως άνω νόμου, με τις οποίες απειλούνται ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παράνομης επεμβάσεως σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή αυθαίρετης χρησιμοποιήσεως του προϊόντος τέτοιας επεμβάσεως, όχι όμως και στην περίπτωση που δεν έχει γίνει τέτοια επέμβαση και ο φερόμενος ως δράστης γνωρίζει τα διαδιδόμενα από μόνος του, αφού στην περίπτωση αυτή δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικώς το εν λόγω έγκλημα (ΑΠ 1564/2010,1381/2009). Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με τα διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολο τους και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα μόνον αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Ιδιαίτερη επίσης αιτιολόγηση απαιτείται για την απόρριψη των τυχόν προβαλλομένων από τους διαδίκους, κατά τα άρθρα 170 παρ.2 και 333 παρ.2 του ΚΠΔ, νομίμων και ορισμένων αυτοτελών ισχυρισμών.
Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που συνιστά λόγο αναίρεσης, κατ’ άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Ε ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού της απόφασης, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή εφαρμογή του νόμου.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τη με αρ. 2257, 2330/2012 προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της, το δικάσαν κατ’ έφεση Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, δέχθηκε στο αιτιολογικό του, ότι αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του , κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα: “Επειδή από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος πραγμάτωσε με την συμπεριφορά του την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της παραβάσεως του ν.2472/1997 περί “προστασίας του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” ο οποίος θεσπίστηκε σε εκπλήρωση υποχρέωσης του κοινού νομοθέτη, απορρέουσα από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1, 5 παρ.1, 9 και 19 του Συντάγματος, οι οποίες ανάγουν την προστασία της αξίας του ανθρώπου σε πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας, προστατεύουν την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του και διασφαλίζουν την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, καθώς και το απόρρητο των επικοινωνιών του. Παράλληλα όμως, η θέσπιση των ρυθμίσεων του νόμου αυτού ήταν επιβεβλημένη και ενόψει των προβλεπόμενων στην οδηγία 95/46/ΕΚ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών. Η οδηγία αυτή, όπως προκύπτει από το προοίμιο της, αποβλέπει στην εναρμόνιση των κρατών μελών, ώστε με την εγκαθίδρυση και λειτουργία της κοινοτικής εσωτερικής αγοράς να κατοχυρώνεται όχι μόνο η δυνατότητα κυκλοφορίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αλλά και η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου. Το κεφάλαιο (Α) του εν λόγω Ν. 2472/1997, όπως αυτός ισχύει, επιγράφεται “ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ”, τούτες δε αναφέρονται στο αντικείμενο του νόμου, τους σχετικούς ορισμούς και το πεδίο εφαρμογής του. Έτσι, κατά το άρθρο 1 του νόμου αυτού, αντικείμενο του είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στο άρθρο 2 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι: “Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως… ε) Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (“αρχείο”) κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια”. Κατά το άρθρο 3 παρ.1 του ιδίου νόμου, οι διατάξεις αυτού εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο. Ακολούθως, το άρθρο 22 προβλέπει ποινικές κυρώσεις για τις αναφερόμενες σε αυτό κατηγορίες συμπεριφορών, που κρίνονται αξιόποινες. Ειδικότερα, όποιος κατά παράβαση του άρθρου 7 του Ν.2472/1997 διατηρεί αρχείο χωρίς άδεια, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον 1.000.000 δραχμών (άρθρο 22 παρ.2), ενώ με την αυτή ποινή τιμωρείται όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο (άρθρο 22 παρ.4). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι για την αντικειμενική θεμελίωση των παραπάνω αξιόποινων πράξεων απαιτείται: α) ύπαρξη δεδομένων που περιλαμβάνονται σε “αρχείο”, ως τέτοιο δε θεωρείται κατά το προαναφερόμενο άρθρο 2 περ.ε’, το σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορούν να αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας και τηρούνται ή από το Δημόσιο ή από ενώσεις προσώπων ή φυσικά πρόσωπα, β) υποκείμενο των δεδομένων είναι το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ενώ ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θεωρούνται οι πληροφορίες που αναφέρονται στο υποκείμενο των δεδομένων και ευαίσθητα δεδομένα είναι αυτά που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε ένωση, σωματείο και συνδικαλιστική οργάνωση, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και την ερωτική ζωή (ΑΠ 2079/2007, ΠοινΛόγ 2007,1569). Η εγκαλούσα και ήδη πολιτικώς ενάγουσα Σ. Σ. του Ρ. στις αρχές Μαΐου του έτους 2005, συνήψε ερωτική σχέση με τον κατηγορούμενο Ν. Λ. του Σ., η οποία διήρκεσε έως το τέλος του καλοκαιριού του ιδίου έτους. Κατά το χρόνο της γνωριμίας τους, η πολιτικώς ενάγουσα ήταν 19 ετών (γεννήθηκε το έτος 1986) και ο κατηγορούμενος είχε ήδη συμπληρώσει το 21° έτος της ηλικίας του. Στο πλαίσιο της σχέσεως τους, και κατά τη διάρκεια τέλεσης μεταξύ τους ερωτικής πράξης, στις αρχές Αυγούστου του έτους 2005, ο κατηγορούμενος πρότεινε στην εγκαλούσα να καταγράψει-μαγνητοσκοπήσει δια της χρήσεως ψηφιακής κάμερας συσκευής κινητής τηλεφωνίας, την ερωτική τους δραστηριότητα, διαβεβαιώνοντας την ότι το σχετικώς καταγεγραμμένο οπτικοακουστικό υλικό θα έβλεπε μόνο ο ίδιος και ακολούθως θα προέβαινε σε καταστροφή του εν λόγω αρχείου. Η εγκαλούσα έχοντας εμπιστοσύνη στις διαβεβαιώσεις του κατηγορουμένου, δέχθηκε την παραπάνω πρότασή του, υπό τον όρο όμως να καταστρέψει τούτο, αμέσως μόλις το δει. Ωστόσο ο κατηγορούμενος, δεν υπήρξε συνεπής στην παραπάνω αναφερόμενη υπόσχεση του και έτσι, χωρίς να έχει τη συγκατάθεση της εγκαλούσης και ήδη πολιτικώς ενάγουσας (ως συγκατάθεση νοείται η ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως αυτής, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει και με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν – βλ. άρθρο 2 περ. ια Ν.2472/1997 και ΣτΕ 3545/2002, ΠοινΔνη 2003,132, ΑΠ2100/2009 ΕλλΔνη 51,477), προέβη στη διατήρηση, χωρίς να έχει δικαίωμα, του ανωτέρω καταγεγραμμένου οπτικοακουστικού υλικού, στο οποίο η πολιτικώς ενάγουσα εμφανιζόταν σε ερωτική πράξη με τον κατηγορούμενο, τούτο δε αποτελεί σύνολο ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, δεκτικό επεξεργασίας από τρίτους, την οποία εξάλλου υπέστη τελικώς, ήτοι συνιστά αρχείο κατά την έννοια του άρθρου 2 περ.δ’ του Ν.2472/1997. Εξάλλου, ο κατηγορούμενος δεν περιορίσθηκε μόνο στη διατήρηση των εν λόγω σκηνών στο κινητό του τηλέφωνο, αλλά ακολούθως, κατά ανεξακρίβωτη ημερομηνία, εντός του χρονικού διαστήματος από το πρώτο δεκαήμερο του μηνός Αυγούστου 2005 έως και το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2006, μετέδωσε, ανακοίνωσε και κατέστησε αυτές προσιτές σε απροσδιόριστο αριθμό τρίτων προσώπων, μη δικαιούμενων όπως λάβουν γνώση, αποστέλλοντας το ως άνω ψηφιακό αρχείο υπό τη μορφή μηνύματος (με Bluetooth, ώστε να μην είναι εφικτή διακρίβωση των στοιχείων του αποστολέα) σε απροσδιόριστο αριθμό τρίτων προσώπων, μέσω της συσκευής κινητής τηλεφωνίας του. Την εν λόγω μετάδοση αρχικά η εγκαλούσα-πολιτικώς ενάγουσα αγνοούσε, καθόσον μετά το τέλος του καλοκαιριού του έτους 2005 επέστρεψε στην …για τις ανάγκες των σπουδών της (κατά τον ως άνω χρόνο φοιτούσε στο …Πανεπιστήμιο, στο Τμήμα … Το Φθινόπωρο του έτους 2006, υπήρχε έντονη φημολογία στην πόλη των …, αλλά και σε φιλικό κύκλο της στην …, ότι υπήρχε σε ευρεία κυκλοφορία, στα κινητά τηλέφωνα ατόμων νεαρής ηλικίας, video, με όνομα αρχείου “…”, το οποίο εμφάνιζε την ίδια, κατά τη διάρκεια ερωτικής συνεύρεσης της με άλλο άτομο, το πρόσωπο του οποίου δεν αποκαλύπτεται, ενώ επιπλέον, γινόταν λόγος και για δημοσίευση του σχετικού υλικού στο διαδίκτυο. Τα Χριστούγεννα, μάλιστα του ιδίου έτους, όταν αυτή επισκέφθηκε την πατρίδα της, κατά τη διάρκεια των φοιτητικών διακοπών, η πραγματοποίηση εξόδων στην πόλη της, συντροφιά με την παρέα της, ήταν πλέον αφόρητη για την ίδια, καθόσον της είχε πλέον δημιουργηθεί η εντύπωση ότι οι πάντες έβλεπαν στο πρόσωπο της, τη γυναίκα που εμφανίζεται στο παραπάνω video). Εν τέλει, η ίδια, περί τα τέλη Δεκεμβρίου του έτους 2006, κατόρθωσε να λάβει γνώση του περιεχομένου του τελευταίου, αντιλαμβανόμενο πλέον, κατά τον προαναφερόμενο χρόνο, ότι τα όσα είχε ακούσει, δεν ήταν μόνο φήμες, αλλά μία δυσάρεστη πραγματικότητα για την ίδια, και ότι το οπτικοακουστικό υλικό που είχε περιέλθει σε γνώση πολλών τρίτων προσώπων (μεγάλος αριθμός εκ των οποίων ήταν άγνωστος και στην ίδια) ήταν αυτό που είχε καταγράψει ο κατηγορούμενος, κατά τη διάρκεια της ερωτικής τους συνεύρεσης, το μήνα Αύγουστο του έτους 2005. Μάλιστα, το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2007, το σχετικό video εστάλη και στη μητέρα της εγκαλούσας, Ζ. Σ. του Σ., ενώ γνώση περί τούτου έλαβαν φίλοι της πρώτης στην Κρήτη, οι οποίοι δεν είχαν κανένα δεσμό με την πόλη των …. Αναμφίβολα, η περαιτέρω διάδοση του επίμαχου video έγινε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, καθόσον αυτός ήταν ο μόνος που το κατείχε, τα δε από τον ίδιο υποστηριζόμενα περί εν αγνοία του αποστολής του, από άγνωστο πρόσωπο, κατά τη διάρκεια πιθανώς που αυτός εργαζόμενος σε καφετερία της πόλης του, άφηνε τούτο στο χώρο εργασίας του, κρίνονται αβάσιμα, καθόσον ουδείς τρίτος μπορούσε να γνωρίζει την ύπαρξη του ανωτέρω αρχείου ώστε να προβεί σε τέτοια ενέργεια. Πρέπει επομένως ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος κατά το διατακτικό”. Περαιτέρω το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο καταδίκασε τον κηρυχθέντα ένοχο αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, με το ελαφρυντικό του άρ. 84 παρ.2 ε του ΠΚ, σε ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών για κάθε μία πράξη και σε συνολική ποινή φυλακίσεως δεκαπέντε (15) μηνών την οποία ανέστειλε επί τριετία.
Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ’ αυτή με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω δύο εγκλημάτων σε βάρος του αναιρεσείοντος για τα οποία καταδικάσθηκε και δη: α) της δια χρήσεως ψηφιακής κάμερας συσκευής κινητής τηλεφωνίας δημιουργίας οπτικοακουστικού υλικού ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων της εγκαλούσας(βιντεοσκόπησης ερωτικής συνευρέσεώς του με αυτή), που διατήρησε σε αρχείο στο τηλέφωνό του, χωρίς τη συγκατάθεση της εγκαλούσας, υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων αυτών και β)της ανακοίνωσης χωρίς δικαίωμα και χωρίς τη συγκατάθεση της εγκαλούσας, των παραπάνω δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα περαιτέρω σε μη δικαιούμενα πρόσωπα, αποστέλλοντας το παραπάνω ψηφιακό υλικό – αρχείο, υπό μορφή μηνύματος, με το κινητό τηλέφωνό του, σε απροσδιόριστο αριθμό τρίτων προσώπων, τα οποία και έλαβαν πλήρη γνώση των προσωπικών αυτών δεδομένων. Αναφέρονται επίσης οι αποδείξεις από τις οποίες το Εφετείο συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που αναφέρθηκαν παραπάνω( 22 παρ.2,4 Ν. 2472/1997), τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία.
Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως, με επαρκή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και με ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του Ν. 2472/1997, απαντήθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση, οι προβληθέντες από τον αναιρεσείοντα αυτοτελείς ισχυρισμοί: α) μη συνδρομής για την αντικειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος ύπαρξης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που περιλαμβάνοντο σε αρχείο, αφού κατά τις παραδοχές, ο αναιρεσείων δεν ανακοίνωσε απλώς και προφορικά στους τρίτους ως πληροφορίες και προσωπικές γνώσεις του τα ανωτέρω ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα της εγκαλούσας από την προσωπική εμπειρία του, ερωτικής συνευρέσεώς του με την εγκαλούσα, οπότε και δεν θα στοιχειοθετείτο αντικειμενικά κατά το νόμο αξιόποινη πράξη, χωρίς επέμβαση, χωρίς επεξεργασία ή έρευνα κάποιου αρχείου, ελλείψει αρχείου, αλλά ο αναιρεσείων κατά τις παραδοχές δημιούργησε στο κινητό τηλέφωνό του, με βιντεοσκόπηση της ερωτικής συνευρέσεώς τους ένα αρχείο(βιντεοταινία τηλεφώνου), το οποίο μετά τη λήψη δεν διέγραψε, αλλά παράνομα αποθήκευσε και διατήρησε στο τηλέφωνό του, χωρίς τη συγκατάθεση της εγκαλούσας και χωρίς γνωστοποίηση στην Αρχή, χωρίς προηγουμένως να ζητήσει άδεια της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα για διατήρηση, έχοντας σκοπό τη διάδοση των ευαίσθητων προσωπικών αυτών δεδομένων σε τρίτους, όπως αργότερα και έπραξε αποστέλλοντας το παραπάνω ψηφιακό υλικό από το αρχείο πλέον που δημιούργησε, δυνάμενο να είναι αντικείμενο επεξεργασίας, υπό μορφή μηνύματος, με το κινητό τηλέφωνό του, με αυτόματο τρόπο, σε απροσδιόριστο αριθμό τρίτων προσώπων, τα οποία και έλαβαν γνώση των ευαίσθητων προσωπικών αυτών δεδομένων της εγκαλούσας, που είναι σαφώς προστατευόμενο από το νόμο υποκείμενο των δεδομένων αυτών. Επίσης η με τη βιντεοσκόπηση δια κινητού τηλεφώνου δημιουργία οπτικοακουστικού υλικού της ερωτικής πράξης αυτού και της εγκαλούσας, δε χρειάζεται καμία ομαδοποίηση ή ταξινόμηση και είναι τεχνικά απλή η επεξεργασία και η ηλεκτρονική μετάδοση αυτού ανά πάσα στιγμή σε τρίτους μέσου του κινητού τηλεφώνου στο οποίο είχεν αποθηκευθεί, γιαυτό και συνιστά τούτο αρχείο με την έννοια του παραπάνω νόμου. β) ότι δε συντρέχει στο πρόσωπό του το κατά την παρ. 2 αναγκαίο στοιχείο του υπευθύνου επεξεργασίας, που όφειλε να ζητήσει άδεια της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα για την επεξεργασία, όπως απαιτείται για την πραγμάτωση της πρώτης παράβασης της παρ. 2 του άρθρου 22 του Ν. 2472/1997 (διατήρησης αρχείου χωρίς άδεια της Αρχής), αφού ο αναφερόμενος στο αρ.7 υπεύθυνος επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, μπορεί να είναι και φυσικό πρόσωπο, δεν έγινε η δημιουργία του αρχείου αυτού για προσωπική του χρήση, αλλά για τη διάδοση των άνω ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων ερωτικής ζωής της εγκαλούσας σε τρίτους, με αποστολή ηλεκτρονικών- οπτικών μηνυμάτων. Υπεύθυνος δε επεξεργασίας νοείται κατά το νόμο(άρ. 2 ζ’, 7, 22 παρ.2 Ν. 2472/1997), μόνο στις περιπτώσεις που κάποιο πρόσωπο δικαιούται να δημιουργήσει νόμιμα και να διατηρήσει αρχείο προσωπικών δεδομένων τρίτων, οπότε και πάλι δικαιούται να ζητήσει και να λάβει σχετική άδεια της αρμοδίας Αρχής. Η διατήρηση δε στο κινητό τηλέφωνό του, αρχείου, περιλαμβάνοντος ερωτική συνεύρεσή του με την εγκαλούσα, χωρίς σχετική άδεια της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα, δε θα μπορούσε να τύχει ποτέ άδειας της άνω Αρχής , ως εκ του αντικειμένου των προσωπικών αυτών δεδομένων, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δε θεμελιώνεται αντικειμενικά και αυτή η παράβαση, της διατήρησης αρχείου ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων της εγκαλούσας με φανερό το πρόσωπο αυτής χωρίς άδεια, αφού δεν υπήρχε κατά τις παραδοχές συγκατάθεση ή συναίνεση του υποκειμένου των δεδομένων για διατήρηση του αρχείου αυτού στο κινητό τηλέφωνό του. Το γεγονός ότι, κατ’εξαίρεση, κατά το άρθρο 7 παρ.1,2 του Ν. 2472/1997, επιτρέπεται η συλλογή και επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων καθώς και η ίδρυση και λειτουργία αρχείου , ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα στοιχεία α’- ζ’, κατά τις οποίες ο επιθυμών την διατήρηση και υπεύθυνος της επεξεργασίας, ζητεί σχετική άδεια της Αρχής, δε σημαίνει ότι η παραπάνω περιγραφείσα συμπεριφορά του κατηγορουμένου, διατήρησης αρχείου ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων της εγκαλούσας με φανερό το πρόσωπο αυτής, χωρίς τη συγκατάθεσή της, δεν είναι αξιόποινη, αφού σε κάθε περίπτωση η διατήρηση αρχείου απαιτεί κατά νόμο άδεια της Αρχής, η οποία στην προκειμένη περίπτωση και δεν υπάρχει.Επομένως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι όλοι οι συναφείς από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη της επιβαλλομένης από το Σύνταγμα και το νόμο αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου. Μετά από αυτά ελλείψει ετέρου λόγου προς έρευνα η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣΑπορρίπτει την από 11-12-2012 αίτηση – δήλωση του Ν. Λ. του Σ., για αναίρεση της με αρ. 2257,2330/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ:
1ος αυτοτελής ισχυρισμός:
Έλλειψη στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης των αδικημάτων του αρ. 22 παρ. 2 και παρ. 4 του Ν. 2472/1997. Μη ύπαρξη της έννοιας «αρχείο προσωπικών δεδομένων»
ΝΟΜΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
Το κεφάλαιο Α’ του Νόμου 2472/1997, όπως αυτός ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του με το άρθρο 8 του Ν. 2819/2000 και το άρθρο 34 του Ν. 2915/2001, (άρθρα 1-3) επιγράφεται ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ, οι οποίες αναφέρονται στο αντικείμενο του νόμου, τους σχετικούς ορισμούς και το πεδίο εφαρμογής του. Έτσι, κατά το άρθρο 1 του νόμου τούτου, αντικείμενο αυτού είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στο άρθρο 2 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι: “Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: … ε) Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (“αρχείο”), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια”.
Ως “συγκεκριμένα κριτήρια” νοούνται οι πληροφορίες (λέξεις – “κλειδιά”) βάσει των οποίων έχουν διαρθρωθεί τα προσωπικά δεδομένα σε “σύνολο”, ώστε να καθίστανται ευχερώς προσβάσιμες. Σύμφωνα με αποφάσεις της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, “συγκεκριμένα κριτήρια” είναι – για τα αρχεία των εφημερίδων – το ονοματεπώνυμο του θιγόμενου προσώπου καθώς και ο αριθμός του φύλλου και η ημερομηνία κυκλοφορίας της εφημερίδας , διότι με την χρήση αυτών των στοιχείων καθίσταται ευχερής η πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα του ατόμου, τόσο στο “φυσικό” αρχείο της εφημερίδας, όσο και μέσω των “μηχανών αναζήτησης” στο Διαδίκτυο, όπως είναι η google.com και η yahoo.com (σχετική η απόφαση της Αρχής 17/2008) .
Το άρθρο 22, για τις αναφερόμενες σ’ αυτό κατηγορίες συμπεριφορών που κρίνονται αξιόποινες, προβλέπει και τυποποιεί συγκεκριμένες μόνον παραβιάσεις των προσωπικών δεδομένων ως ποινικά αδικήματα και δεν καθιστά ποινικό αδίκημα κάθε παράβαση του Ν.2472/1997, δυνάμει και της συνταγματικώς κατοχυρωμένης αρχής “ουδεμία ποινή άνευ σαφούς νόμου” (άρθρο 7 παρ. 1 Συντάγματος, nullum crimen nulla poena sine lege certa). Ειδικότερα, όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιοδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις. Οι ποινικές κυρώσεις, όπως άλλωστε είναι φυσικό, ενόψει της ιδιάζουσας βαρύτητάς τους, προβλέπονται όχι γενικώς και αορίστως για κάθε παράβαση των διατάξεών του, αλλά μόνο για συγκεκριμένες ειδικά περιγραφόμενες σοβαρές παραβάσεις.
Με εξαίρεση τις περιπτώσεις της διατάξεως του άρθρου 22 παρ. 5, η οποία ποινικοποιεί τις παραβάσεις συγκεκριμένων αποφάσεων της Αρχής προσωπικών δεδομένων, το κοινό συνδετικό γνώρισμα των ειδικών ποινικών προβλέψεων του άρθρου 22 του Ν. 2472/1997 και εκείνο που προσδίδει βαρύτητα στις σχετικές πράξεις είναι η αναφορά τους στην τήρηση “Αρχείων προσωπικών δεδομένων”. Έτσι, κατά την παρ. 1 του άρθρου 22 γίνεται αξιόποινη η χωρίς γνωστοποίηση στην Αρχή σύσταση και λειτουργία Αρχείου προσωπικών δεδομένων, κατά την παρ. 2 η διατήρηση “Αρχείου”, χωρίς άδεια ή κατά παράβαση των όρων και προϋποθέσεων της άδειας της αρχής, κατά την παρ. 3 η χωρίς γνωστοποίηση στην Αρχή και άδεια απ’ αυτήν διασύνδεση αρχείων. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι για την αντικειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται: α) ύπαρξη δεδομένων που περιλαμβάνονται σε “Αρχείο”, ως τέτοιο δε θεωρείται, κατ’ άρθρο 2 περ. ε΄, το σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελούν αντικείμενο “επεξεργασίας” και τηρούνται ή από το Δημόσιο ή από ενώσεις προσώπων ή φυσικά πρόσωπα, β) υποκείμενο των δεδομένων είναι το φυσικό πρόσωπο, στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ενώ ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θεωρούνται κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων και ευαίσθητα δεδομένα είναι αυτά που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε ένωση, σωματείο και συνδικαλιστική οργάνωση, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και την ερωτική ζωή. Έτσι, από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι δεν θεωρούνται δεδομένα οι πληροφορίες των οποίων κάνει κάποιος χρήση και οι οποίες περιήλθαν σε γνώση του, χωρίς να ερευνήσει αυτός σε κάποιο αρχείο ή χωρίς να του τις έχει μεταδώσει τρίτος που επενέβη σε αρχείο, γιατί εκλείπει η προϋπόθεση του αρχείου ως στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης. Τούτο συνάγεται, επίσης, ευθέως και από τη διατύπωση των διατάξεων του άρθρου 22 παρ. 4, 5 και 6 του ως άνω νόμου, με τις οποίες απειλούνται ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παράνομης επεμβάσεως σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή αυθαίρετης χρησιμοποίησης του προϊόντος τέτοιας επεμβάσεως, όχι, όμως, και στην περίπτωση που δεν έχει γίνει τέτοια επέμβαση και ο φερόμενος ως δράστης γνωρίζει τα διαδιδόμενα από μόνος του, αφού, στην περίπτωση αυτή, δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικώς το εν λόγω έγκλημα (βλ. και Α.Π. 2079/2007, Α.Π. 1187/2009, Α.Π. 2515/2009, Α.Π. 1370/2010, Α.Π. 2053/2010, Α.Π. 10/2011, ΔιατΕισΕφΑθ 546/2009, Α.Π. 1567/2010, Α.Π 1857/2010) .
Σύμφωνα λοιπόν με την πρόσφατη νομολογία του ανωτάτου ακυρωτικού , η έννοια του “αρχείου” προσδιορίζεται δεσμευτικά από τον νομοθετικό ορισμό του άρθρου 2 (ε) του Ν.2472/1997, κατά το οποίο νοείται ως: “ε) “Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (“αρχείο”), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια.” Μάλιστα το αρχείο πρέπει να είναι υπάρχον και όχι μελλοντικό , διότι το «αρχείο» περιγράφεται ως υπάρχουσα και όχι μελλοντική έννοια (Α.Π.1857/2010 δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου) Συνεπώς η αντικειμενική υπόσταση των αδικημάτων άρθρου 22 Ν.2472/1997 συμπροσδιορίζεται από το άρθρο 2 (ε) του Ν.2472/1997.
Ενδεικτικά αναφέρω ότι κατ’ εφαρμογή της πιο πάνω αναφερόμενης απόφασης 2079/2007 του Αρείου Πάγου, εκδόθηκε η υπ’ αρ. 3202/2007 απόφαση του Β’ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, κατά την οποία: “έτσι ο υπεύθυνος της εκπομπής δημοσιογράφος, ναι μεν μεταδίδει και επιτρέπει να λάβουν γνώση μη δικαιούμενα να τα γνωρίζουν τρίτα άτομα (τηλεθεατές) τα ευαίσθητα αυτά προσωπικά δεδομένα, πλην όμως τα εν λόγω δεδομένα δεν εντάσσονται στην κατά τους ορισμούς του νόμου έννοια του “Αρχείου” , όπως αυτή εκτέθηκε ανωτέρω, οπότε και δεν νοείται επέμβαση χωρίς δικαίωμα του δημοσιογράφου σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και δη ευαίσθητων, ούτε περαιτέρω οι πληροφορίες που παρέχονται κατά την διάρκεια της εκπομπής από τον προσκεκλημένο αποτελούν προϊόν τέτοιας επέμβασης σε αρχείο, η οποία επέμβαση και η περαιτέρω μετάδοση του προϊόντος αυτής αποτελεί αναγκαίο προαπαιτούμενο για την κατάφαση της ενοχής τελέσεως της κρίσιμης εν προκειμένω ως άνω αξιόποινης πράξης.”
Τέλος και σχετικά με τη νομολογία του Αρείου Πάγου , επικαλούμαι και την 1567/2010 απόφαση (δημ. στο ΔΙΜΕΕ) , σύμφωνα με την οποία: «Επιπλέον, τα προσωπικά δεδομένα (φωτογραφίες) που περιέχονται σε κάποιο αποθηκευτικό μέσο (βιντεοκασέτα , οπτικός δίσκος κλπ) κατ’ αρχάς δεν είναι ομαδοποιημένα και ταξινομημένα με συγκεκριμένα κριτήρια, τα οποία επιτρέπουν την εύρεση, προβολή, επεξεργασία και γενικότερα χρήση του περιεχομένου τους ανά πάσα στιγμή με συγκεκριμένα κριτήρια και διαδικασίες σαφώς οριοθετημένες και προσδιορισμένες , δεν συνιστούν αρχείο με την έννοια του Νόμου. Όταν όμως οι συγκεκριμένες φωτογραφίες δημοσιευθούν σε εφημερίδα και ως εκ τούτου αποτελέσουν αρχείο αυτής, τότε συνιστούν σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διαρθρωμένο με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια …»
ΥΠΑΓΩΓΗ
Σύμφωνα με τα εμπεριέχοντα έγγραφα της σχηματισθείσης εναντίον μου δικογραφία, στην περίπτωση μου, ασκήθηκε ποινική δίωξη για τα αδικήματα των παρ. 2 και 4 του Ν. 2472/1997, δηλαδή για διατήρηση αρχείου ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων άνευ άδειας της Αρχής και για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Πιο συγκεκριμένα τα αδικήματα , σύμφωνα με το κατηγορητήριο προέκυψαν από το γεγονός της βιντεοσκόπησης στο κινητό μου τηλέφωνο , ερωτικής μας συνεύρεσης με την μηνύτρια, στα πλαίσια της σχέσης που διατηρούσαμε και της περαιτέρω διάδοσης αυτής της βιντεοσκόπησης από το κινητό μου .
Όμως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη του παρόντος αυτοτελούς ισχυρισμού μου, τα προσωπικά δεδομένα (ουσιαστικά μία σειρά φωτογραφίες , που συνθέτουν το βίντεο ) που υπήρχαν στο κινητό μου τηλέφωνο και των οποίων φέρεται να έκανα χρήση , περιήλθαν σε γνώση μου με τη βιντεοσκόπηση της ερωτικής πράξης μας , και δεν θεωρούνται δεδομένα με την έννοια του νόμου , καθόσον η βιντεοσκόπηση αυτή , που περιείχε προσωπικά δεδομένα και των δύο μας , δεν έγινε με οποιαδήποτε πρόσβαση ή έρευνα δική μου σε “αρχείο” προσωπικών δεδομένων , ούτε μου τις μετέδωσε τρίτος που επενέβη σε αρχείο , γιατί εκλείπει η προϋπόθεση του “αρχείου” ως στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος αυτού .
Επιπλέον δεν θεωρείται αρχείο κατά την έννοια του Ν. 2472/1997 (όπως εξειδικεύτηκε και προσδιορίστηκε από τις τελευταίες αποφάσεις του Α.Π) , το μαγνητοσκοπημένο βίντεο στο κινητό μου, καθώς δεν υπήρχε η διάρθρωση αυτή καθώς και η προσβασιμότητα και η ειδική διάρθρωση, ώστε να είναι ευχερής η πρόσβαση και αναζήτηση από περισσότερα άτομα του συγκεκριμένου βίντεο με τα προσωπικά δεδομένα τόσο τα δικά μου όσο και της εγκαλούσας.
Επειδή συνεπώς το στοιχείο του «αρχείου» όπως προσδιορίζεται στο Ν. 2472/1997 και όπως ανωτέρω αναλύθηκε , δεν συντρέχει στην περίπτωσή μου και στα αδικήματα που φέρεται να τέλεσα, επομένως δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση των αδικημάτων του αρ. 22 του Νόμου και πρέπει να κηρυχθώ αθώος των πράξεων αυτών .
2ος αυτοτελής ισχυρισμός .
Έλλειψη στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος του αρ. 22 παρ. 2 του Ν. 2472/1997 . Μη ύπαρξη της έννοιας «υπεύθυνος επεξεργασίας» .
ΝΟΜΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
Το αδίκημα της διατήρησης αρχείου ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων χωρίς την άδεια της Αρχής εντάσσεται στην κατηγορία συμπεριφορών, για τις οποίες η Αρχή δεν έχει αποφανθεί. Η δεύτερη μορφή τέλεσης του αδικήματος , κατά την οποία ο υπεύθυνος επεξεργασίας διατηρεί αρχείο εφοδιασμένος μεν με την άδεια της Αρχής , χωρίς όμως να τηρεί τους όρους και τις προϋποθέσεις που έχει τάξει η απόφαση της Αρχής , με την εν λόγω άδεια , εντάσσεται στις συμπεριφορές , για τις οποίες η Αρχή έχει αποφανθεί .
Κατά την παρ. 2 του αρ. 22 Ν. 2472/1997 , για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης της πρώτης μορφής τέλεσης του αδικήματος απαιτείται : α) η ύπαρξη αρχείου που περιλαμβάνει αποκλειστικά ή και ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα , β) η διατήρηση του αρχείου , και γ) η χωρίς άδεια της Αρχής διατήρηση αυτού του Αρχείου .
Το αδίκημα είναι γνήσιο ιδιαίτερο, παρά την χρήση της αναφορικής αντωνυμίας «όποιος» , στη διατύπωση της διάταξης , καθόσον υποχρέωση λήψης άδειας της Αρχής για την σύσταση αρχείου ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων και η υποχρέωση τήρησης των όρων και των προϋποθέσεων που τίθενται από την άδεια , επιφυλάσσεται από το αρ. 7 του Ν. 2472/1997 μόνο στους υπευθύνους επεξεργασίας και μάλιστα , ως προς την υποχρέωση λήψης της άδειας , όχι σε εκείνους τους υπεύθυνους επεξεργασίας που συγκεντρώνουν τα προβλεπόμενα στο αρ. 7Α χαρακτηριστικά (βλ. και Αρμαμέντο – Σωτηρόπουλο , «ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ» , σελ. 530 επ. ) .
Το αρ. 7 λοιπόν του Ν. 2472/1997, στο οποίο πρέπει να καταφύγουμε προκειμένου να εξακριβώσουμε την έννοια του «υπεύθυνου επεξεργασίας», αρχικά με την παρ. 1 αυτού απαγορεύει κάθε επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων . Όμως με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου , επιτρέπεται κατ΄ εξαίρεση η συλλογή και επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων , καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου , ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα στοιχεία α΄ – ζ΄. Παρατηρείται ότι η συνδρομή μιας από τις εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται η επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων , δεν αρκεί για τη θεμελίωσή της νομιμότητας της , αλλά απαιτείται και η προηγούμενη άδεια της Αρχής . Δηλαδή η χορήγηση της άδειας πρέπει να προηγείται της επεξεργασίας , σαν να πρόκειται για συναίνεση της Αρχής (προηγούμενη συγκατάθεση) και σε καμία περίπτωση για έγκριση , δηλαδή μεταγενέστερη επικύρωση της νομιμότητας της επεξεργασίας (βλ. Α. Γέροντα , Η προστασία του πολίτη από την ηλεκτρονική επεξεργασία προσωπικών δεδομένων , Αθήνα – Κομοτηνή , 2002 , σελ 207 με περαιτέρω παραπομπές). Στην παρ. 2 λοιπόν του αρ. 7 , περιγράφονται ακριβώς οι περιπτώσεις που υπάρχει και περαιτέρω ευθύνεται ο υπεύθυνος επεξεργασίας . Σε όλες τις περιπτώσεις που αναλύονται στα εδάφια α΄ έως ζ΄ του αρ. 7 , ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να αναζητήσει και να λάβει άδεια για την διατήρηση αρχείου ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων από την Αρχή . Είναι χαρακτηριστικό ότι οι περισσότερες από τις περιγραφόμενες περιπτώσεις αφορούν ερευνητικούς ή ιατρικούς λόγους .Η δε άδεια της Αρχής χορηγείται , όπως περιγράφει η παρ. 4 του αρ. 7 , γενικά και αόριστα για την λειτουργία αρχείου ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων , το οποίο προφανώς περιλαμβάνει δεδομένα περισσότερων του ενός προσώπων .
Όμως, η έννοια του «υπεύθυνου επεξεργασίας» προσδιορίζεται και φωτίζεται περισσότερο στο αρ. 2 στοιχ. ζ΄ του Ν. 2472/1997 , όπου ο Νόμος ορίζει τον κύκλο προσώπων , οι οποίοι ασκούν τα «ανταγωνιστικά» προς την προστασία των προσωπικών δεδομένων δικαιώματα και γι’ αυτό είναι αποδέκτες των επιταγών και των υποχρεώσεων που ιδρύονται με το νομοθετικό πλέγμα της προστασίας . Ο Νόμος αναφέρει τις κατηγορίες αυτές των προσώπων με ιεραρχική σειρά , έχοντας ως κριτήριο το βαθμό ευθύνης τους από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων στην οποία εμπλέκονται . Γι’ αυτό και η σημαντικότερη από αυτές τις κατηγορίες των προσώπων είναι εκείνη , στα πρόσωπα της οποίας ο Νόμος αποδίδει τον χαρακτηρισμό του «υπεύθυνου επεξεργασίας» , προσδιορίζοντας με τον όρο αυτόν το πρόσωπο που βαρύνει η κύρια ευθύνη για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων . Ο Νόμος εντάσσει σε αυτήν την κατηγορία , όχι κατ’ ανάγκη τα πρόσωπα που πραγματοποιούν και εφαρμόζουν την επεξεργασία στα προσωπικά δεδομένα (για την κατηγορία των οποίων επιφυλάσσει τον ειδικότερο όρο «εκτελούντες την επεξεργασία») , αλλά εκείνα τα οποία καθορίζουν : α) τον σκοπό (στόχο κατά την Οδηγία) της επεξεργασίας και β) τον τρόπο της επεξεργασίας των δεδομένων .
Στο εδ. α΄ του στοιχείου ζ΄, περιέρχεται απαρίθμηση των προσώπων που είναι δυνατόν να εντάσσονται στην κατηγορία του υπεύθυνου επεξεργασίας , ο οποίος μπορεί να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο , δημόσια υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός (ή φορέας κατά την Οδηγία) . Ο κατάλογος αυτός , σε συνδυασμό με τον ορισμό της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα , αλλά και του αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (στοιχ. δ΄και ε΄ ) εξειδικεύεται και διευρύνεται , καθώς στο κύκλο των προσώπων εμπεριέχεται και το Δημόσιο τα ν.π.δ.δ. , τα ν.π.ι.δ. και οι ενώσεις προσώπων (βλ. και 124/2001 απόφαση της Αρχής για τις διαφημιστικές εταιρίες και 6/2004 απόφαση Αρχής για τα πολιτικά κόμματα) .
Είναι λοιπόν φανερό , ότι ο «υπεύθυνος επεξεργασίας» είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο , που έχει το δικαίωμα από το Νόμο και εκ της φύσεως της εργασίας του , να διατηρεί αρχείο προσωπικών δεδομένων και την ειδική υποχρέωση να λαμβάνει την προηγούμενη άδεια της ΑΠΔΠΧ. Μάλιστα στην παρ. 2 του αρ. 7 , ο ίδιος ο Νόμος εξαιρεί κάποιες από τις δραστηριότητες από την υποχρέωση να λάβουν την ειδική άδεια της Αρχής . Όλες οι άλλες δραστηριότητες , πλην των αναφερόμενων στην παρ. 2 του αρ. 7 , εφόσον διατηρούν αρχείο προσωπικών δεδομένων , οφείλουν να ορίζουν τον «υπεύθυνο επεξεργασίας» , ο οποίος είναι και ο υπόλογος στην Αρχή .
ΥΠΑΓΩΓΗ
Με βάση λοιπόν όλα τα παραπάνω και ξεκινώντας από τη βασική αρχή ότι το αδίκημα της παρ. 2 του αρ. 22 είναι γνήσιο ιδιαίτερα (αρ. 49 Π.Κ.) καταλήγουμε στο ασφαλές συμπέρασμα , ότι το συγκεκριμένο αδίκημα τελείται μόνο από φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει τη θέση του «υπευθύνου επεξεργασίας» . Σε αντιδιαστολή με το αδίκημα της παρ. 4 του αρ. 22 , δηλαδή του εκτελούντος την επεξεργασία , το οποίο μπορεί να τελέσει οποιοδήποτε πρόσωπο . Δεν είναι τυχαίο , ότι καμία από τις αποφάσεις που έχουν δημοσιευθεί μέχρι σήμερα σε ολόκληρο τον νομικό τύπο , δεν έχει ασχοληθεί με το συγκεκριμένο αδίκημα , καθώς ως φαίνεται , καμία ποινική δίωξη δεν έχει ασκηθεί ακόμη στη χώρα μας για το αδίκημα αυτό .
Κατά συνέπεια , στην περίπτωσή μου , δεν έπρεπε να ασκηθεί ποινική δίωξη για το αδίκημα της διατήρησης άνευ της άδειας της Αρχής αρχείου ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, διότι ακόμη και εάν υποτεθεί ότι επεξεργάσθηκα αυτού του είδους αρχείο , δεν συνέτρεχε στο πρόσωπό μου η ιδιότητα του «υπευθύνου επεξεργασίας» . Άλλωστε δεν θα μπορούσα να λάβω με κανένα τρόπο σχετική άδεια από την Αρχή , ούτε και προβλέπεται από το Νόμο η χορήγηση τέτοιας άδειας για την περίπτωση των κατόχων κινητών τηλεφώνων. Αντίθετα στο αρ. 3 του Ν. 2472/1997 , σαφέστατη υπάρχει εξαίρεση από την εφαρμογή του Νόμου στις περιπτώσεις επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα , που αφορούν οικιακές ή προσωπικές δραστηριότητες (βλ. υπ’ αριθμ. 94/2002 απόφαση της Αρχής , που θεωρεί την συγγραφή και κατοχή προσωπικού ημερολογίου , ότι δεν συνιστά αρχείο προσωπικών δεδομένων , αλλά και Αρμαμέντο – Σωτηρόπουλο «Προσωπικά Δεδομένα» , εκδ. 2005 , όπου αναφέρει ότι νόμιμα συλλέγονται τα προσωπικά δεδομένα του ερωτικού συντρόφου χωρίς άδεια της Αρχής , αφού η δραστηριότητα αυτή είναι αποκλειστικά προσωπική με τη σημείωση ότι , εάν δεν υπάρχει η συναίνεση του συντρόφου , δεν εφαρμόζεται ο Ν. 2472/1997 , αλλά οι γενικές διατάξεις για την προστασία της προσωπικότητας) .
Επομένως πρέπει σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο Σας , εφαρμόζοντας το Νόμο , να με απαλλάξει από την κατηγορία της «διατήρησης άνευ της άδειας της Αρχής αρχείου ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων» κατ’ αρ. 22 παρ. 2 Ν.2472/1997 .
Σχόλια:
1) Για την έννοια του αρχείου προσωπικών δεδομένων (άρθρο 2 Ν. 2472/1997)
Η παραπάνω απόφαση δέχθηκε ότι το οπτικοακουστικό υλικό που περιέχονταν στο κινητό του τηλέφωνο και στο οποίο εμφανίζονταν η πολιτικώς ενάγουσα σε ερωτική πράξη με τον κατηγορούμενο είναι αρχείο υπό την έννοια του άρθρου 2 περ. ε΄ Ν. 2472/1997. Το σκεπτικό της απόφασης ήταν ότι αυτό συμβαίνει διότι το σχετικό υλικό δεν χρειάζεται καμία ομαδοποίηση ή ταξινόμηση και είναι τεχνικά απλή η επεξεργασία και η ηλεκτρονική μετάδοση αυτού ανά πάσα στιγμή σε τρίτους μέσου του κινητού τηλεφώνου στο οποίο είχε αποθηκευθεί.
2) Για τη θεμελίωση του αδικήματος του άρθρου 22 παρ. 4 Ν. 2472/1997.
Η απόφαση δέχθηκε ότι θεμελιώνεται το εν λόγω αδίκημα, διότι ο κατηγορούμενος δημιούργησε ένα αρχείο στο κινητό του τηλέφωνο χωρίς τη συναίνεση της εγκαλούσας και στη συνέχεια το διέδοσε σε τρίτους.
3) Διατήρηση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων
Τέλος, ενδιαφέρουσα είναι η σκέψη της απόφασης, σύμφωνα με την οποία, αν και ποτέ η Αρχή προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν θα έδινε άδεια για το ως άνω αρχείο, θεμελιώνεται αντικειμενικά και αυτή η παράβαση, της διατήρησης αρχείου ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων της εγκαλούσας χωρίς άδεια (άρθρο 22 παρ. 2), αφού δεν υπήρχε συγκατάθεση ή συναίνεση του υποκειμένου των δεδομένων για διατήρηση του αρχείου αυτού στο κινητό τηλέφωνό του.
Ι. Ιγγλεζάκης