Βιντεοεπιτήρηση από ιδιώτες – η υπόθεση František Ryneš κατά Úřad pro ochranu osobních údajů στο ΔΕΕ

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
NIILO JÄÄSKINEN
της 10ης Ιουλίου 2014 (Υπόθεση C‑212/13)
František Ryneš
κατά
Úřad pro ochranu osobních údajů
[αίτηση του Nejvyšší správní soud (Τσεχική Δημοκρατία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
Προτάσεις 
1. Γενικά 
Το Nejvyšší správní soud (Ανώτατο διοικητικό δικαστήριο, Τσεχική Δημοκρατία) υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα προς το Δικαστήριο σε σχέση με την ερμηνεία της εξαιρέσεως στο άρθρο 3 παρ. 2 περ. β΄της οδηγίας 95/46, σύμφωνα με την οποία, η εν λόγω οδηγία δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα «η οποία πραγματοποιείται από φυσικό πρόσωπο στο πλαίσιο αποκλειστικά προσωπικών ή οικιακών δραστηριοτήτων». Το ζήτημα προέκυψε  στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του František Ryneš και του Úřad pro ochranu osobních údajů (Γραφείου για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, στο εξής: Γραφείο), που έχει ως αντικείμενο απόφαση με την οποία το εν λόγω Γραφείο διαπίστωσε ότι ο F. Ryneš, τοποθετώντας κάτω από το γείσο της στέγης της οικίας του κάμερα ασφαλείας η οποία κατέγραφε όχι μόνον την οικία του, αλλά και τη δημόσια οδό και την απέναντι οικία, παρέβη πλειστάκις τη νομοθεσία περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
2. Ιστορικό της υπόθεσης
Κατά την περίοδο από 5 Οκτωβρίου 2007 έως 11 Απριλίου 2008, ο F. Ryneš χρησιμοποιούσε κάμερα τοποθετηθείσα κάτω από το γείσο της στέγης της οικίας του. Η κάμερα αυτή ήταν στερεωμένη, χωρίς δυνατότητα περιστροφής, και μαγνητοσκοπούσε την είσοδο της οικίας του, τη δημόσια οδό καθώς και την είσοδο της απέναντι οικίας. Το σύστημα παρείχε μόνο τη δυνατότητα καταγραφής, η οποία αποθηκευόταν σε μηχανισμό μαγνητοσκοπήσεως συνεχούς ροής, ήτοι σε σκληρό δίσκο. Άπαξ η μέγιστη χωρητικότητά του εξαντλείτο, διέγραφε την υπάρχουσα καταγραφή προκειμένου να υπάρξει χώρος για νέες καταγραφές. Ο μηχανισμός καταγραφής δεν διέθετε οθόνη, οπότε δεν υπήρχε δυνατότητα άμεσης επισκοπήσεως σε πραγματικό χρόνο. Μόνον ο F. Ryneš είχε άμεση πρόσβαση στο σύστημα και στα καταγεγραμμένα δεδομένα.Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο μόνος λόγος για τη χρήση της κάμερας αυτής από τον F. Ryneš ήταν η προστασία των αγαθών, της υγείας και της ζωής του, καθώς και της οικογενείας του. Συγκεκριμένα, τόσο ο ίδιος όσο και η οικογένεια του υπήρξαν θύματα επιθέσεων επί σειρά ετών από άγνωστο πρόσωπο το οποίο δεν κατέστη δυνατό να ταυτοποιηθεί. Περαιτέρω, μεταξύ 2005 και 2007 σημειώθηκαν επανειλημμένως επιθέσεις με θραύση των υαλοπινάκων των παραθύρων της ανήκουσας στη σύζυγό του οικίας.
Τη νύχτα της 6ης προς 7η Οκτωβρίου 2007, βλήμα ριφθέν από σφενδόνη έθραυσε υαλοπίνακα της οικίας του F. Ryneš. Χάρις στο επίμαχο σύστημα παρακολουθήσεως με κάμερα ασφαλείας, κατέστη δυνατό να εντοπιστούν δύο ύποπτοι. Οι καταγραφές παρεδόθησαν στην αστυνομία και, εν συνεχεία, απετέλεσαν αποδεικτικό στοιχείο του οποίου έγινε επίκληση στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας.
Κατόπιν αιτήματος ενός εκ των υπόπτων να εξεταστεί το σύστημα παρακολουθήσεως του F. Ryneš, το Γραφείο διαπίστωσε, με απόφαση της 4ης Αυγούστου 2008, ότι ο F. Ryneš είχε παραβεί πλειστάκις τον νόμο 101/2000 εκ του λόγου ότι:
–        ως υπεύθυνος της επεξεργασίας, είχε συλλέξει, μέσω κάμερας, δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα χωρίς τη συγκατάθεση των προσώπων που διέρχονταν κατά μήκος της οδού ή εισέρχονταν στην κείμενη από την άλλη πλευρά της οδού οικία,
–        οι ενδιαφερόμενοι δεν είχαν ενημερωθεί για την επεξεργασία αυτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, για την έκταση και τους σκοπούς της επεξεργασίας αυτής, για το πρόσωπο που πραγματοποιεί την επεξεργασία και για τον τρόπο με τον οποίον γινόταν η εν λόγω επεξεργασία ούτε για τα πρόσωπα που θα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στα εν λόγω δεδομένα,
–        ως υπεύθυνος της επεξεργασίας, ο F. Ryneš δεν είχε τηρήσει την απαίτηση περί κοινοποιήσεως της εν λόγω επεξεργασίας στο Γραφείο.
Την ασκηθείσα κατά της αποφάσεως αυτής προσφυγή του F. Ryneš απέρριψε το Městský soud της Πράγας με απόφαση της 25ης Απριλίου 2012. Ο F. Ryneš άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Nejvyšší správní soud αποφάσισε, με απόφαση της 20ής Μαρτίου 2013, να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα: «Μπορεί η λειτουργία συστήματος παρακολούθησης με κάμερα σε κατοικία με σκοπό την προστασία της ιδιοκτησίας, της υγείας και της ζωής των ιδιοκτητών της κατοικίας να χαρακτηριστεί ως επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα “η οποία πραγματοποιείται από φυσικό πρόσωπο στο πλαίσιο αποκλειστικά προσωπικών ή οικιακών δραστηριοτήτων” κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 95/46 […], παρά το γεγονός ότι η κάμερα βιντεοσκοπεί και δημόσιο χώρο;»
3. Σκεπτικό
Η παρακολούθηση με κάμερα ασφαλείας χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι λειτουργεί σε μόνιμη και συστηματική βάση, ανεξαρτήτως της διαρκείας της ενδεχόμενης διατηρήσεως των καταγραφών η οποία μπορεί να ποικίλλει (20). Τονίζω ότι το παρόν προδικαστικό ερώτημα αφορά ένα είδος σταθερού συστήματος παρακολουθήσεως του δημόσιου χώρου, καθώς και της θύρας εισόδου της απέναντι οικίας και, με τον τρόπο αυτόν, παρέχει τη δυνατότητα ταυτοποιήσεως ενός απροσδιόριστου αριθμού προσώπων που βρίσκονται στα σημεία αυτά χωρίς προηγουμένως να έχουν ενημερωθεί σχετικά με την εν λόγω παρακολούθηση. Αντιθέτως, τα νομικά ζητήματα που συνδέονται με τις πραγματοποιούμενες μέσω κινητών τηλεφώνων, καμερών ή ψηφιακών φωτογραφικών μηχανών καταγραφές είναι διαφορετικής φύσεως, οπότε δεν προτίθεμαι να τα εξετάσω στο πλαίσιο των παρουσών προτάσεων. 
Πράγματι, το γεγονός ότι η παρακολούθηση με κάμερα ασφαλείας με καταγραφή εικόνων εμπίπτει στο πεδίο της οδηγίας 95/46, στον βαθμό που αυτή συνιστά καθ’ εαυτήν αυτόματη επεξεργασία (πράγμα το οποίο συμβαίνει στην περίπτωση των ψηφιακών καταγραφών) ή παρέχει τη δυνατότητα μιας τέτοιας επεξεργασίας, απορρέει ευθύς εξαρχής από την αιτιολογική σκέψη της 
  Η συνεκτίμηση του σκοπού της επεξεργασίας ως κριτηρίου για την εφαρμογή της οδηγίας 95/46
Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το ζήτημα εάν η εφαρμογή της εξαιρέσεως μπορεί να εξαρτάται από την πρόθεση του οικείου προσώπου εξετάστηκε σε μεγάλη έκταση. Πιο συγκεκριμένα, το ζήτημα που τίθεται είναι εάν μπορεί να διαπιστώνεται ο «αποκλειστικά προσωπικός ή οικιακός χαρακτήρας» της επεξεργασίας των δεδομένων υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου από τον υπεύθυνο της επεξεργασίας των δεδομένων σκοπού.Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να προσδιοριστεί εάν η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην οποία προέβη ο F. Ryneš εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, λαμβανομένης υπόψη της προθέσεώς του, στον βαθμό που η πρόθεση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι προσδίδει στην εν λόγω επεξεργασία δεδομένων αποκλειστικά προσωπικό ή οικιακό χαρακτήρα.
Φρονώ ότι το πεδίο εφαρμογής ενός νομοθετήματος της Ένωσης δεν μπορεί να εξαρτάται από την πρόθεση του ενδιαφερομένου, εν προκειμένω του υπευθύνου της επεξεργασίας, στον βαθμό που μια τέτοια πρόθεση δεν είναι ούτε αντικειμενικώς επαληθεύσιμη επί τη βάσει εξωτερικών παραγόντων ούτε είναι κρίσιμη σε σχέση με τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα των οποίων τα δικαιώματα και τα συμφέροντα πλήττονται από την εν λόγω δραστηριότητα.
Δραστηριότητα αποκλειστικώς οικιακή ή αποκλειστικώς προσωπική
Στο πλαίσιο της οδηγίας 95/46, προκειμένου η εν λόγω εξαίρεση να μπορεί να τύχει εφαρμογής, δεν αρκεί όπως οι περιγραφείσες δραστηριότητες συνδέονται με προσωπικές ή οικιακές δραστηριότητες, αλλά πρέπει, πέραν τούτου, ο σύνδεσμος αυτός να είναι αποκλειστικός. Προσθέτω συναφώς ότι, κατά την άποψή μου, ουδεμία αμφιβολία υφίσταται ως προς το γεγονός ότι η προϋπόθεση περί αποκλειστικότητας εφαρμόζεται τόσο στις προσωπικές όσο και στις οικιακές δραστηριότητες. Διαπιστώνω ότι η παρακολούθηση κάποιου τρίτου με κάμερα ασφαλείας, ήτοι η συστηματική παρακολούθηση χώρων μέσω συσκευής που παράγει σήμα βίντεο καταγραφόμενο για τους σκοπούς της ταυτοποιήσεως προσώπων, έστω και εντός μιας οικίας, δεν μπορεί να θεωρείται ως αποκλειστικώς προσωπική, πλην όμως τούτο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να εμπίπτει στην έννοια της οικιακής δραστηριότητας. Αντιθέτως, είναι αληθές, όπως υποστηρίζει η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, ότι η προστασία του απαραβίαστου μιας ιδιωτικής κατοικίας και η προστασία της από κλοπές και από κάθε παράνομη είσοδο συνιστούν δραστηριότητες που είναι βασικές για κάθε νοικοκυριό και, για τον λόγο αυτόν, μπορούν να θεωρηθούν ως οικιακές δραστηριότητες.
Εντούτοις, φρονώ ότι η παρακολούθηση με κάμερα ασφαλείας η οποία εκτείνεται στον δημόσιο χώρο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποκλειστικώς οικιακήδραστηριότητα, διότι εκτείνεται σε πρόσωπα τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με την εν λόγω οικογένεια και τα οποία επιθυμούν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους. Όπως επισήμανε το Δικαστήριο, «το γεγονός ότι η διατήρηση δεδομένων και η εν συνεχεία χρήση τους πραγματοποιούνται χωρίς ο συνδρομητής ή ο εγγεγραμμένος χρήστης να ενημερώνονται σχετικώς μπορεί να προκαλέσει στα οικεία πρόσωπα […] την αίσθηση ότι η ιδιωτική τους ζωή αποτελεί το αντικείμενο διαρκούς παρακολουθήσεως».
Έτσι, η συστηματική παρακολούθηση με κάμερα ασφαλείας ενός δημόσιου χώρου από φυσικό πρόσωπο δεν εξαιρείται από την τήρηση των απαιτήσεων οι οποίες απορρέουν από την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που εφαρμόζονται επί της παρακολουθήσεως με κάμερα ασφαλείας από τα νομικά πρόσωπα και τις δημόσιες αρχές. Κατά τα λοιπά, η ερμηνεία αυτή παρέχει τη δυνατότητα να μην τυγχάνουν προνομιακής μεταχειρίσεως τα πρόσωπα που παρακολουθούν με κάμερα ασφαλείας τον έμπροσθεν μιας μονοκατοικίας δημόσιο χώρο σε σχέση με την παρακολούθηση που πραγματοποιείται πέριξ άλλων κτιρίων με καθεστώς συνιδιοκτησίας, διότι όλοι οι υπεύθυνοι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, είτε φυσικά είτε νομικά πρόσωπα, υπόκεινται στην περίπτωση αυτή στις αυτές απαιτήσεις.
Ως εκ τούτου, καταλήγω ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως είναι αυτή στην οποία προέβη ο F. Ryneš δεν εμπίπτει στην έννοια των «αποκλειστικά προσωπικών ή οικιακών δραστηριοτήτων» και, ως εκ τούτου, η εν λόγω επεξεργασία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 95/46 και όχι στο ευνοϊκό καθεστώς της εν λόγω εξαιρέσεως. 
Εάν το Δικαστήριο αποφανθεί, όπως προτείνω, ότι η οδηγία 95/46 είναι εφαρμοστέα, η δραστηριότητα του F. Ryneš θα πρέπει να αναλυθεί στο πλαίσιο της εν λόγω οδηγίας η οποία σκοπεί να δημιουργήσει και να διασφαλίσει την ισορροπία μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των συμφερόντων των προσώπων. Πράγματι, το άρθρο 7, στοιχείο στ΄, της οδηγίας 95/46 προβλέπει δύο σωρευτικές προϋποθέσεις προκειμένου η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα να είναι σύννομη, ήτοι, αφενός, να είναι απαραίτητη για την ικανοποίηση εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος της επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα, και, αφετέρου, να μην προέχουν τα δικαιώματα και οι θεμελιώδεις ελευθερίες του ενδιαφερομένου προσώπου. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η δεύτερη από τις προϋποθέσεις αυτές επιβάλλει στάθμιση των εμπλεκομένων δικαιωμάτων και συμφερόντων η οποία εξαρτάται, κατ’ αρχήν, από τις συγκεκριμένες περιστάσεις κάθε περιπτώσεως, στο πλαίσιο δε της σταθμίσεως αυτής το πρόσωπο ή το όργανο που προβαίνει στη στάθμιση πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη σημασία των δικαιωμάτων του ενδιαφερομένου τα οποία απορρέουν από τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη.  Εν προκειμένω, φρονώ ότι η δραστηριότητα του F. Ryneš σκοπεί στην προστασία της ασκήσεως άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως είναι το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή.


















Κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης σε χώρο εργασίας


Ως παράνομη έκρινε η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, με την υπ’ αριθ. 4/2009 απόφαση, τη λειτουργία κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης σε μικροβιολογικό εργαστήριο που ως σκοπό είχε την ασφάλεια εργασίας μέσα στους εργαστηριακούς χώρους, η ασφάλεια δεδομένων εργαστηριακών δοκιμών, η διασφάλιση ποιότητας, η ασφάλεια εξοπλισμού – εγκαταστάσεων και φύλαξης χημικών ουσιών και παρασκευασμένων από τρίτους (κατά τη διάρκεια που το εργαστήριο είναι κλειστό). Το εν λόγω κλειστό κύκλωμα λειτουργούσε με 8 κάμερες, οι οποίες ήταν τοποθετημένες σε εργαστήρια και παρασκευαστήρια και στη Γραμματεία – Αρχείο, ενώ σημειώνεται ότι, εκτός από καταγραφή εικόνας, γίνεται και καταγραφή δεδομένων ήχου.

Στη γνωστοποίηση που κατατέθηκε στην Αρχή αναφέρεται ότι το κλειστό κύκλωμα που καλύπτει χώρους εργασίας είναι αναγκαίο για την προστασία των ίδιων των προσώπων που εργάζονται στα εργαστήρια, καθώς επίσης και για τον έλεγχο της τήρησης των υποχρεώσεων που προκύπτουν από τον κανονισμό εσωτερικού συστήματος διασφάλισης ποιότητας του εργαστηρίου (ISO 17025) (επιβάλλει τη χρήση του από αρμοδίως εξουσιοδοτημένα άτομα με τεχνική επάρκεια και αμεροληψία).

Η Αρχή έκρινε ως παράνομη τη λειτουργία του κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης με το εξής σκεπτικό:

“Στην υπό κρίση περίπτωση, ως σκοπός επεξεργασίας, εκτός από την ασφάλεια εργασίας μέσα στους εργαστηριακούς χώρους, την ασφάλεια δεδομένων εργαστηριακών δοκιμών, και την ασφάλεια εξοπλισμού – εγκαταστάσεων και φύλαξης χημικών ουσιών και παρασκευασμένων από τρίτους, έχει δηλωθεί η διασφάλιση ποιότητας. Ο σκοπός αυτός, της διασφάλισης ποιότητας, αντιβαίνει στην Οδηγία 1122/2000, που ορίζει ότι αποδεκτοί σκοποί επεξεργασίας χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου είναι η προστασία προσώπων ή αγαθών ή η ρύθμιση της κυκλοφορίας.

Επιπλέον, η επεξεργασία που λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια λειτουργίας της επιχείρησης μέσω των καμερών που λειτουργούν στους χώρους εργασίας, δεν δικαιολογείται για την επίτευξη των σκοπών, όπως αυτοί αναφέρονται στην ανωτέρω γνωστοποίηση κλειστού κυκλώματος, καθώς παραβιάζει τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας. Πιο συγκεκριμένα, ο υπεύθυνος επεξεργασίας – εργοδότης συλλέγει και επεξεργάζεται περισσότερα δεδομένα από εκείνα που απαιτούνται για την επίτευξη του σκοπού της επεξεργασίας, καθώς η χρήση των συγκεκριμένων μέσων οδηγεί στην παρακολούθηση των εργαζομένων κατά την ώρα της εργασίας τους. Η επίτευξη των αναφερομένων στη γνωστοποίηση σκοπών μπορεί, αντίθετα, να επιτευχθεί με ηπιότερα μέσα, όπως για παράδειγμα με την πρόσληψη κατάλληλα εκπαιδευμένου προσωπικού ή με την παρουσία ενός επόπτη στους χώρους εργασίας. Η καταγραφή δεδομένων ήχου, τέλος, αντιβαίνει και αυτήν την αρχή της αναλογικότητας.

Με βάση όλα τα παραπάνω η Αρχή κρίνει ότι η λειτουργία του εν λόγω κλειστού κυκλώματος στους χώρους εργασίας του υπεύθυνου επεξεργασίας είναι παράνομη.”

Κατά την άποψή μας, η απόφαση της Αρχής δεν είναι ορθά αιτιολογημένη. Ειδικότερα, ο συλλογισμός της Αρχής ότι σύμφωνα με την Οδηγία 1122/2000 αποδεκτοί σκοποί επεξεργασίας, χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου, είναι η προστασία προσώπων ή αγαθών ή η ρύθμιση της κυκλοφορίας και συνεπώς η διασφάλιση της ποιότητας δεν είναι σκοπός επεξεργασίας που κρίνεται νόμιμος, δεν είναι ορθός.

Η νομιμότητα της επεξεργασίας κρίνεται με βάση τις διατάξεις του ν. 2472/1997 και ειδικότερα, με το άρθρο 5, στο οποίο περιλαμβάνεται η διάταξη της περ. ε΄, όπου ορίζεται ότι: “Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών”.

Η ασφάλεια του εργαστηρίου και η διασφάλιση της ποιότητας εμπίπτουν ασφαλώς στην παραπάνω διάταξη, την οποία φαίνεται να αγνοεί η Αρχή. Κατά την άποψή μας, θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι στην υπό κρίση περίπτωση θεμελιώνεται το έννομο συμφέρον του εργοδότη στη λειτουργία του κλειστού κυκλώματος και στη συνέχεια να ερευνηθεί αν πληρούται η αρχή της αναλογικότητας και η προϋπόθεση να υπερέχει το έννομο συμφέρον του υπεύθυνου της επεξεργασίας των δικαιωμάτων και προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα.

Στην υπό κρίση περίπτωση δεν προκύπτει ότι παραβιάζεται το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής των εργαζομένων με τη χρήση των παραπάνω μέσων και συνεπώς, δεν δικαιολογείται η αρνητική στάση της Αρχής στη λειτουργία των καμερών.

Βιντεοεπιτήρηση: Με απόφαση γερμανικού δικαστηρίου επιτρέπεται η παρακολούθηση με κάμερες της πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης

Το Διοικητικό Εφετείο του Münster της Γερμανίας έκρινε με την απόφαση του της 8.5.2009 (16 A 3375/07) ότι είναι επιτρεπτή η βιντεοεπιτήρηση της βιβλιοθήκης Ινστιτούτου του Πανεπιστήμιου της πόλης.

Ειδικότερα, το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που απέρριψε αγωγή φοιτητών του παραπάνω πανεπιστημίου, οι οποίοι ζητούσαν την διακοπή της λειτουργίας των καμερών, επικαλούμενοι την προσβολή του δικαιώματος τους στην προστασία των προσωπικών τους δεδομένων. Το Δικαστήριο δέχθηκε, βεβαίως, ότι δεν επιτρέπεται η αποθήκευση εικόνων που δεν συνιστούν αποδεικτικά μέσα για παράνομες πράξεις.

Η λειτουργία τεσσάρων καμερών στην ως άνω βιβλιοθήκη ξεκίνησε με σκοπό να αποφευχθούν οι κλοπές και καταστροφές βιβλίων και οι σχετικές εγγραφές να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα κατά των ταραξιών. Οι εικόνες διατηρούνταν δε για ορισμένο χρονικό διάστημα.

Το Εφετείο δέχθηκε ότι η απλή βιντεοεπιτήρηση γίνεται για την εξυπηρέτηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας (Hausrecht) του Πανεπιστημίου και αποτελεί μεν επέμβαση στο δικαίωμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων, ωστόσο, δικαιολογείται από το γενικό (ή δημόσιο) συμφέρον, ενώ – κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας – δεν υπάρχει άλλο λιγότερο επαχθές μέσο για το σκοπό της αποφυγής καταστροφής βιβλίων. Βεβαίως, το Εφετείο δέχθηκε, όπως και το Πρωτοδικείο, ότι δεν είναι νόμιμη η αποθήκευση αποσπασμάτων βίντεο που δεν αποδεικνύουν παράνομες πράξεις.

Σημειώνεται ότι αν η ίδια υπόθεση είχε κριθεί από τις ελληνικές αρχές, πιθανόν να είχε άλλη έκβαση, με δεδομένη την περιοριστική (και αδικαιολόγητη) θέση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, όπου σύμφωνα με την οδηγία 1122/2000, η επεξεργασία είναι νόμιμη όταν γίνεται για προστασία προσώπων ή αγαθών ή ρύθμιση της κυκλοφορίας (βλ. γενικά για τα κλειστά κυκλώματα τηλεόρασης, εδώ). Πιθανότατα, λοιπόν, θα είχε κριθεί παράνομη η εν λόγω βιντεοσκόπηση.

Πηγή: MMR