Απόφαση του ΔΕΕ της 29.10.2015 στην υπόθεση C-490/14


Βάσεις δεδομένων

To Δικαστήριο της ΕΕ στην υπόθεση C-490/14, απόφαση της 29.10.2015 έκρινε ότι γεωγραφικά δεδομένα τα οποία αντλούνται εκ μέρους τρίτου από τοπογραφικό χάρτη με σκοπό την εκπόνηση και εμπορία άλλου χάρτη, διατηρούν, μετά την εξαγωγή τους, επαρκή πληροφοριακή αξία ώστε να μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «ανεξάρτητα στοιχεία» μιας «βάσεως δεδομένων» κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως.

Στη συγκεκριμένα υπόθεση το ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας εκδίδει, μέσω της Περιφερειακής Υπηρεσίας Τοπογραφήσεων και Γεωπληροφορικής χάρτες για το σύνολο της επιφάνειάς του. Η Verlag Esterbauer, η οποία  είναι αυστριακός εκδοτικός οίκος που εκδίδει, μεταξύ άλλων, άτλαντες, ταξιδιωτικούς οδηγούς και γεωγραφικούς χάρτες για ποδηλάτες, ποδηλάτες ανώμαλου εδάφους και πεδιλοδρομείς, άντλησε δεδομένα από τους χάρτες αυτούς για την εκπόνηση των δικών της χαρτών, όπως ισχυρίσθηκε το εν λόγω ομόσπονδο κράτος, το οποίο και προσέφυγε ενώπιον του Landgericht München (περιφερειακό δικαστήριο του Μονάχου) με αίτημα να παύσουν οι ανωτέρω πρακτικές και να υποχρεωθεί η Verlag Esterbauer να καταβάλει αποζημίωση. 

Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1 της οδηγίας 96/9, ως “βάση δεδομένων” νοείται η συλλογή έργων, δεδομένων ή άλλων ανεξάρτητων στοιχείων, διευθετημένων κατά συστηματικό ή μεθοδικό τρόπο και ατομικώς προσιτών με ηλεκτρονικά μέσα ή κατ’ άλλον τρόπο. Για να μπορέσει να τύχει προστασίας ο δικαιούχος, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι οι τοπογραφικοί χάρτες συνιστούν βάση δεδομένων, με βάση την έννοια αυτή που δίδεται στην οδηγία. Συγκεκριμένα, το ερώτημα που τέθηκε ήταν κατά πόσον οι τοπογραφικοί χάρτες που εκπονεί το ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας εμπίπτουν  στην έννοια της «βάσεως δεδομένων» του άρθρου 1, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον τα δεδομένα που δηλώνουν τις συντεταγμένες ορισμένων σημείων της επιφάνειας της γης μπορούν να χαρακτηριστούν ως «ανεξάρτητα στοιχεία» κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως.

Η απόφαση καταρχήν υπέμνησε ότι η αιτιολογική σκέψη 17 της οδηγίας 96/9 διευκρινίζει συναφώς ότι η έννοια της βάσεως δεδομένων πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως καλύπτουσα «παντοειδείς συλλογές έργων, λογοτεχνικών, καλλιτεχνικών, μουσικών ή άλλων, ή άλλο υλικό όπως κείμενα, ήχους, εικόνες, αριθμούς, πραγματικά στοιχεία και δεδομένα (βλ. απόφαση Fixtures Marketing, C‑444/02, EU:C:2004:697, σκέψη 23). Από την αιτιολογική σκέψη 14 της εν λόγω οδηγίας προκύπτει, εξάλλου, ότι η προστασία που αυτή παρέχει αφορά τόσο τις ηλεκτρονικές όσο και τις μη ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων. Έτσι, η αναλογική φύση των επίμαχων στην κύρια δίκη τοπογραφικών χαρτών, η οποία απαιτούσε την ψηφιοποίησή τους μέσω σαρωτή ενόψει μεμονωμένης εκμετάλλευσης με τη βοήθεια προγράμματος γραφικών, δεν αποκλείει τον χαρακτηρισμό τους ως «βάσεως δεδομένων» κατά την έννοια της ίδιας οδηγίας.

Το Δικαστήριο περαιτέρω, ανέφερε ότι ο χαρακτηρισμός ως «βάση δεδομένων» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 96/9 εξαρτάται από την ύπαρξη μιας συλλογής «ανεξάρτητων στοιχείων», ήτοι στοιχείων δυνάμενων να διαχωριστούν χωρίς να επηρεασθεί η αξία του πληροφοριακού, λογοτεχνικού, καλλιτεχνικού, μουσικού ή άλλου περιεχομένου τους (βλ. απόφαση Fixtures Marketing, C‑444/02, EU:C:2004:697, σκέψη 29). Σχετικά, η Verlag Esterbauer και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποστήριξαν ότι το διαχωριζόμενο στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη αποτελείται από δύο δεδομένα τα οποία αντιστοιχούν, αφενός, στο «σημείο των γεωγραφικών συντεταγμένων», δηλαδή τον αριθμημένο κωδικό που αντιστοιχεί σε ορισμένο σημείο των συντεταγμένων του δισδιάστατου τετραγωνισμένου δικτύου και, αφετέρου, στην «υπογραφή», δηλαδή τον αριθμημένο κωδικό που χρησιμοποιεί ο εκπονών τον χάρτη για να προσδιορίσει ένα μεμονωμένο στοιχείο, παραδείγματος χάρη μια εκκλησία. Αναφέρουν ότι η πληροφοριακή αξία των δεδομένων αυτών σχεδόν εκμηδενίζεται μετά την εξαγωγή τους από τον τοπογραφικό χάρτη στο μέτρο που, όσον αφορά το ανωτέρω παράδειγμα, η υπογραφή «εκκλησία» την οποία φέρει ορισμένο σημείο των γεωγραφικών συντεταγμένων δεν επιτρέπει τη διαπίστωση ότι η εκκλησία ευρίσκεται σε συγκεκριμένη πόλη ή σε συγκεκριμένο χωριό, ελλείψει ακριβέστερων στοιχείων για τη θέση της εκκλησίας.

Το ΔΕΕ παρέπεμψε στη νομολογία του, από την προκύπτει, αφενός, ότι όχι μόνον ένα μεμονωμένο δεδομένο, αλλά επίσης ένας συνδυασμός δεδομένων μπορούν να αποτελέσουν «ανεξάρτητο στοιχείο» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 96/9 (βλ. αποφάσεις Fixtures Marketing, C‑444/02, EU:C:2004:697, σκέψη 35, καθώς και Football Dataco κ.λπ., C‑604/10, EU:C:2012:115, σκέψη 26). Έτσι, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 96/9 δεν αντιτίθεται στο να μπορούν να εκλαμβάνονται ως ανεξάρτητο στοιχείο, υπό την έννοια της προμνησθείσας διατάξεως, τα δύο δεδομένα που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως ή ένας σημαντικότερος συνδυασμός δεδομένων, όπως τα γεωγραφικά δεδομένα σχετικά με διαδρομές κατάλληλες για ποδηλάτες, ποδηλάτες ανώμαλου εδάφους και πεδιλοδρομείς, εφόσον, ωστόσο, η άντληση των εν λόγω στοιχείων από τον οικείο τοπογραφικό χάρτη δεν επηρεάζει την αξία του πληροφοριακού τους περιεχομένου κατά την έννοια της νομολογίας που παρατέθηκε στη σκέψη 17 της παρούσας αποφάσεως. Και αφετέρου, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αξία του πληροφοριακού περιεχομένου ενός στοιχείου συλλογής δεν επηρεάζεται κατά την έννοια της προπαρατεθείσας νομολογίας εάν, μετά την εξαγωγή του εν λόγω στοιχείου από την οικεία συλλογή, το στοιχείο αυτό έχει αυτοτελή πληροφοριακή αξία (βλ. αποφάσεις Fixtures Marketing, C‑444/02, EU:C:2004:697, σκέψη 33, καθώς και Football Dataco κ.λπ., C‑604/10, EU:C:2012:115, σκέψη 26).

Σύμφωνα με τη νομολογία αυτή,  η αυτοτελής πληροφορική αξία ενός στοιχείου που έχει αντληθεί από συλλογή πρέπει να εκτιμάται βάσει της αξίας της πληροφορίας όχι για τον μέσο χρήστη της οικείας συλλογής, αλλά για κάθε τρίτο που ενδιαφέρεται για το αντληθέν στοιχείο. Ως εκ τούτου, δεδομένα συλλογής που αποτελούν αντικείμενο αυτοτελούς οικονομικής εκμετάλλευσης, όπως τα δεδομένα που άντλησε η Verlag Esterbauer από τους τοπογραφικούς χάρτες του ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας, συνιστούν «ανεξάρτητα στοιχεία» μιας «βάσεως δεδομένων» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 96/9, καθόσον, μετά την εξαγωγή τους, τα εν λόγω δεδομένα παρέχουν πρόσφορες πληροφορίες στους πελάτες της εταιρίας που τα εκμεταλλεύεται.

Βλ. την απόφαση εδώ






ΔΕΕ: υπόθεση Football Dataco (C-604/10): η προστασία των βάσεων δεδομένων δεν εκτείνεται επί προγραμμάτων συναντήσεων των πρωταθλημάτων ποδοσφαίρου

Η απόφαση του Δικαστηρίου εκδόθηκε επί αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως από το Court of Appeal (Ηνωμένο Βασίλειο) και είχε ως αντικείμενο την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 1996, σχετικά με τη νομική προστασία των βάσεων δεδομένων (ΕΕ L 77, σ. 20). Κρίσιμο ζήτημα είναι η διερεύνηση της έννοιας των “βάσεων δεδομένων οι οποίες, λόγω της επιλογής ή της διευθέτησης του περιεχομένου τους, αποτελούν πνευματικά δημιουργήματα.

Όσον αφορά το ιστορικό της υπόθεσης πρέπει να αναφερθεί ότι Football Dataco κ.λπ. υποστήριξαν ότι είναι δικαιούχοι επί των προγραμμάτων συναντήσεων των πρωταθλημάτων ποδοσφαίρου της Αγγλίας και της Σκωτίας, του «ειδικού» δικαιώματος κατά το άρθρο 7 της οδηγίας 96/9, του δικαιώματος του δημιουργού κατά το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής, καθώς και του δικαιώματος του δημιουργού κατά τη βρετανική νομοθεσία για τη διανοητική ιδιοκτησία. Αμφισβητώντας τη νομική υπόσταση των δικαιωμάτων αυτών, οι Yahoo κ.λπ. υποστηρίζουν ότι δικαιούνται να χρησιμοποιούν τα εν λόγω προγράμματα στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων τους, χωρίς να υποχρεούνται σε καταβολή οικονομικού ανταλλάγματος. Ακολούθως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι τα εν λόγω προγράμματα είναι επιλέξιμα για προστασία βάσει του δικαιώματος του δημιουργού κατά το άρθρο 3 της οδηγίας 96/9, καθόσον η προετοιμασία τους απαιτεί κατά σημαντικό μέρος δημιουργική εργασία. Αντιθέτως, δεν δέχθηκε ότι είναι δικαιούχοι των δύο άλλων προβληθέντων δικαιωμάτων.

Στη συνέχεια, το αιτούν δικαστήριο επιβεβαίωσε την πρωτόδικη απόφαση όσον αφορά τη μη επιλεξιμότητα των επίμαχων στην κύρια δίκη προγραμμάτων για προστασία βάσει του ειδικού δικαιώματος του άρθρου 7 της οδηγίας 96/9. Αντιθέτως, διερωτάται ως προς την επιλεξιμότητα για προστασία βάσει του δικαιώματος του δημιουργού κατά το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής. Διατηρεί, επίσης, αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα προστασίας των προγραμμάτων αυτών βάσει του δικαιώματος του δημιουργού, σύμφωνα με την προγενέστερη της εν λόγω οδηγίας βρετανική νομοθεσία, υπό προϋποθέσεις διαφορετικές από τις προβλεπόμενες στο εν λόγω άρθρο 3.

Τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) ήταν τα εξής:

«1. Ποια είναι η έννοια των όρων “βάσεις δεδομένων οι οποίες, λόγω της επιλογής ή της διευθέτησης του περιεχομένου τους, αποτελούν πνευματικά δημιουργήματα” του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/9 […] και ειδικότερα:

α) πρέπει η διανοητική προσπάθεια και η ικανότητα δημιουργίας δεδομένων να αποκλείονται;

β) συνεπάγονται σημαντική προσθήκη σε προϋπάρχον δεδομένο η “επιλογή ή η διευθέτηση” (όπως στην περίπτωση του καθορισμού της ημερομηνίας ποδοσφαιρικού αγώνα);

γ) απαιτεί η έννοια “πνευματικό δημιούργημα” κάτι πέραν της σημαντικής εργασίας και της ικανότητας του δημιουργού, και εφόσον η απάντηση είναι καταφατική περί τίνος πρόκειται;

2. Αποκλείει η οδηγία εθνικά δικαιώματα του δημιουργού επί βάσεων δεδομένων διαφορετικά από εκείνα που προβλέπει η οδηγία [96/9];»

Το Δικαστήριο έκρινε ότι:

1) Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 1996, σχετικά με τη νομική προστασία των βάσεων δεδομένων, έχει την έννοια ότι «βάσεις δεδομένων», κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, προστατεύονται βάσει του προβλεπόμενου σε αυτήν δικαιώματος του δημιουργού υπό την προϋπόθεση ότι η επιλογή ή η διευθέτηση των περιλαμβανόμενων σε αυτές δεδομένων αποτελεί πρωτότυπη έκφραση της δημιουργικής ελευθερίας του δημιουργού τους, γεγονός που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

Κατά συνέπεια:

– οι διανοητικές προσπάθειες και η ικανότητα δημιουργίας των δεδομένων αυτών δεν λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί η επιλεξιμότητα της εν λόγω βάσεως για προστασία βάσει του δικαιώματος αυτού·

– είναι αδιάφορο, προς τον σκοπό αυτό, αν η επιλογή ή διευθέτηση των δεδομένων αυτών συνεπάγεται ή όχι «σημαντική προσθήκη» σε αυτά, και

– η σημαντική εργασία και η ικανότητα δημιουργίας που απαιτούνται για τη δημιουργία αυτής της βάσεως δεν μπορούν αυτές καθαυτές να δικαιολογήσουν τέτοιου είδους προστασία αν δεν εκφράζουν πρωτοτυπία κατά την επιλογή ή τη διευθέτηση των περιλαμβανόμενων σε αυτήν δεδομένων.

2) Η οδηγία 96/9 έχει την έννοια ότι, υπό την επιφύλαξη της μεταβατικής διατάξεως του άρθρου 14, παράγραφος 2, απαγορεύει εθνική νομοθεσία η οποία παρέχει στις βάσεις δεδομένων που εμπίπτουν στον ορισμό του άρθρου 1, παράγραφος 2, αυτής προστασία βάσει του δικαιώματος του δημιουργού υπό όρους διαφορετικούς των προβλεπομένων στο άρθρο 3, παράγραφος 1, αυτής.