Ιωάννης Δ. Ιγγλεζάκης, Επικ. Καθηγητής Τμ. Νομικής ΑΠΘ, Ζητήματα εναρμόνισης της νομοθεσίας για την προστασία προσωπικών δεδομένων στην ΕΕ

Με την από 25 Ιανουαρίου 2012 Πρόταση Κανονισμού της ΕΕ για την προστασία των προσωπικών δεδομένων επιχειρείται μια ριζική αλλαγή του ευρωπαϊκού δικαίου στον εν λόγω τομέα . Η πρόταση κανονισμού αποσκοπεί στην πλήρη εναρμόνιση της προστασίας προσωπικών δεδομένων στην ΕΕ, ενώ παράλληλα, αναδιοργανώνει το σύστημα ελέγχου στα κράτη μέλη της ΕΕ και μεταφέρει σημαντικό εύρος αρμοδιοτήτων στην Επιτροπή της ΕΕ.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της Επιτροπής, η επιλογή του κανονισμού έγινε, διότι θεωρείται ως η πλέον κατάλληλη νομική πράξη για τον καθορισμό του πλαισίου για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην Ένωση, καθώς η άμεση εφαρμογή του κανονισμού θα μειώσει τον νομικό κατακερματισμό και θα παράσχει μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου θεσπίζοντας ένα εναρμονισμένο σύνολο βασικών κανόνων, βελτιώνοντας την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και συμβάλλοντας στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς .
Η επιλογή, ωστόσο, του κοινοτικού νομοθέτη να χρησιμοποιήσει έναν Κανονισμό για τη ρύθμιση των σχετικών θεμάτων και να αποστερήσει από τα κράτη μέλη το περιθώριο υλοποίησης των προβλεπόμενων μέτρων, το οποίο παρέχεται όταν χρησιμοποιείται η κοινοτική οδηγία, καθώς και η πλήρης εναρμόνιση του δικαίου προστασίας δεδομένων στην ΕΕ, αλλά και η θεμελίωση της πρότασης με βάση τη διάταξη του άρθρου 16 ΣΛΕΕ, έχουν εγείρει σημαντικές αντιρρήσεις.
Κατά την άποψή μας, στην πρόταση Κανονισμού τεκμηριώνεται πλήρως η αρμοδιότητα της Ένωσης για την έκδοσή του, διότι τα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει η Ένωση δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν από τα κράτη μέλη και εν προκειμένω, είναι σωστή η διαπίστωση ότι η οδηγία 95/46 δεν απέτρεψε τον κατακερματισμό στην προστασία δεδομένων στην ΕΕ. Ορθό είναι, βεβαίως, ότι η διάταξη του άρθρου 114 ΣΛΕΕ δεν μπορεί να θεμελιώσει αρμοδιότητα της Ένωσης για την ψήφιση του Κανονισμού, καθώς υπάρχει η lex specialis του άρθρου 16 ΣΛΕΕ. Για αυτό, σημειώνεται από τον κοινοτικό νομοθέτη ότι η παραπομπή στο άρθρο 114 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ είναι απαραίτητη μόνον για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/58/ΕΚ στον βαθμό που η εν λόγω οδηγία προβλέπει επίσης την προστασία των έννομων συμφερόντων συνδρομητών που είναι νομικά πρόσωπα.
Αντίστοιχη ήταν και η στοχοθεσία της οδηγίας 95/46/ΕΚ, στο προοίμιο της οποίας αναφέρεται ότι για την εξάλειψη των εμποδίων στην κυκλοφορία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, πρέπει να υπάρχει ίσος βαθμός προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών του ατόμου έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων αυτών σε όλα τα κράτη μέλη ότι η υλοποίηση αυτού του στόχου που είναι ζωτικός για την εσωτερική αγορά, δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνον μέσω των ενεργειών των κρατών μελών και είναι απαραίτητη η παρέμβαση της Κοινότητας ώστε να υπάρξει προσέγγιση των νομοθεσιών . Σύμφωνα με τον κοινοτικό νομοθέτη, λόγω της ισοδύναμης προστασίας που θα προκύψει από την προσέγγιση των εθνικών νομοθεσιών, τα κράτη μέλη δεν θα μπορούν πλέον να εμποδίζουν την μεταξύ τους ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για λόγους προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των φυσικών προσώπων, και κυρίως της ιδιωτικής ζωής .
Επισημαίνεται ότι αν γινόταν δεκτή η άποψη περί θεμελίωσης της αρμοδιότητας της Ένωσης για την έκδοση νομοθετικών μέτρων με βάση τη διάταξη του άρθρου 16, όπως και του άρθρου 114 ΣΛΕΕ, δεν θα ήταν δυνατή ούτε και η ψήφιση οδηγίας για την αναθεώρηση της κοινοτικής οδηγίας 95/46.
Επίσης δεν είναι πειστικές οι αντιρρήσεις αυτές που αφορούν την αρχή της επικουρικότητας και αναλογικότητας. Η αρχή της επικουρικότητας δεν παραβιάζεται, διότι ένα τόσο σύνθετο ζήτημα με διεθνή διάσταση, όπως είναι η προστασία και η ελεύθερη κυκλοφορία προσωπικών δεδομένων, δεν είναι δυνατό να αντιμετωπισθεί από τα κράτη μέλη και σαφώς, απαιτείται η ρυθμιστική παρέμβαση του κοινοτικού νομοθέτη. Ούτε και η αρχή της αναλογικότητας παραβλάπτεται, διότι οι ρυθμίσεις του Κανονισμού δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των στόχων που τίθενται.
Ωστόσο, η έκδοση ενός Κανονισμού θα επηρεάσει σαφώς τον τρόπο πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Συγκεκριμένα, δεν θα είναι δυνατός ο έλεγχος συνταγματικότητας των διατάξεών του από τα εθνικά δικαστήρια των κρατών μελών, με αποτέλεσμα τα συνταγματικά δικαιώματα, όπως είναι στη Χώρα μας το άρθρο 9 Α, να μην βρίσκουν εφαρμογή επί των διατάξεων αυτών και επί των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που θα εκδίδει η Επιτροπή της ΕΕ

Tags: No tags

Add a Comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *