By | 1 Μαρτίου 2015


Το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε στην απόφαση της 27.3.2014 σχετικά με την έννοια του διαμεσολαβητή κατά την οδηγία 2001/29 και εάν οι περιορισμοί στην πρόσβαση σε ιστοτόπους που παραβιάζουν δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας προσκρούουν στα θεμελιώδη δικαιώματα της Ένωσης.

Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης έχουν ως εξής: Η Constantin Film και η Wega, δύο εταιρίες παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών, αφού διαπίστωσαν ότι ιστότοπος πρότεινε, χωρίς τη συγκατάθεσή τους, είτε την τηλεφόρτωση είτε την παρακολούθηση μέσω «streaming» [υπηρεσίας ροής δεδομένων] ορισμένων ταινιών παραγωγής τους, ζήτησαν από τον δικαστή ασφαλιστικών μέτρων την έκδοση διατάξεως απαγορεύουσας στην UPC Telekabel, φορέα παροχής προσβάσεως στο διαδίκτυο, να επιτρέπει την πρόσβαση των πελατών της στον επίμαχο ιστότοπο, καθόσον ο ιστότοπος αυτός θέτει στη διάθεση του κοινού, χωρίς τη συγκατάθεσή τους, κινηματογραφικά έργα επί των οποίων έχουν συγγενικό του δικαιώματος του δημιουργού δικαίωμα. Με διάταξη της 13ης Μαΐου 2011, το Handelsgericht Wien (Αυστρία) απαγόρευσε στην UPC Telekabel να παράσχει στους πελάτες της την πρόσβαση στον επίμαχο ιστότοπο, η δε απαγόρευση αυτή έπρεπε, μεταξύ άλλων, να πραγματοποιηθεί με τον αποκλεισμό του ονόματος χώρου και τη φραγή της ενεργού διευθύνσεως IP («Internet Protocol») του ιστότοπου αυτού καθώς και κάθε άλλη διεύθυνση IP του εν λόγω ιστότοπου, την οποία μπορεί να εντοπίσει η UPC Telekabel. Τον Ιούνιο του 2011 ο επίμαχος ιστότοπος διέκοψε τη λειτουργία του κατόπιν παρεμβάσεως των γερμανικών αστυνομικών αρχών εις βάρος των διαχειριστών του. Με διάταξη της 27ης Οκτωβρίου 2011, το Oberlandesgericht Wien (Αυστρία), δικάζον σε δεύτερο βαθμό, μεταρρύθμισε εν μέρει τη διάταξη του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου καθόσον το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εσφαλμένως, προσδιόρισε τα μέτρα τα οποία πρέπει να εφαρμόσει η UPC Telekabel για να προβεί στον αποκλεισμό του επίμαχου ιστότοπου και, συνακολούθως, να εκτελέσει τη διάταξη. Στη συνέχεια, έκρινε ότι, παρέχοντας στους πελάτες της πρόσβαση σε περιεχόμενο που διατίθεται παρανόμως, η UPC Telekabel πρέπει να θεωρηθεί ως διαμεσολαβητής του οποίου οι υπηρεσίες χρησιμοποιούνται για την προσβολή συγγενικού προς το δικαίωμα του δημιουργού δικαίωμα, οπότε η Constantin Film και η Wega δικαιούνταν να ζητήσουν την έκδοση διατάξεως κατά της εταιρίας αυτής. Εντούτοις, όσον αφορά την προστασία του δικαιώματος του δημιουργού, το Oberlandesgericht Wien έκρινε ότι στην UPC Telekabel μπορούσε να επιβληθεί μόνον, υπό μορφή υποχρεώσεως επιτεύξεως αποτελέσματος, η απαγόρευση προσβάσεως των πελατών της στον επίμαχο ιστότοπο, αλλά η UPC Telekabel έπρεπε να έχει την ελεύθερη επιλογή των προς εφαρμογή μέσων. Η UPC Telekabel άσκησε αίτηση αναιρέσεως («Revision») ενώπιον του Oberster Gerichtshof. Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η UPC Telekabel προβάλλει, μεταξύ άλλων, ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι υπηρεσίες της χρησιμοποιούνται για την προσβολή του δικαιώματος του δημιουργού ή συγγενικού δικαιώματος κατά το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/29, διότι δεν διατηρεί καμία εμπορική σχέση με τους διαχειριστές του επίμαχου ιστότοπου και δεν αποδείχθηκε ότι οι πελάτες της ενήργησαν παρανόμως. Εν πάση περιπτώσει, η UPC Telekabel υποστηρίζει ότι τα διάφορα μέτρα αποκλεισμού τα οποία δύνανται να τεθούν σε εφαρμογή μπορούν όλα να καταστρατηγηθούν τεχνικώς και ορισμένα είναι εξαιρετικώς δαπανηρά.


Το αυστριακό Δικαστήριο υπέβαλε τα εξής προδικαστικά ερωτήματα προς το ΔΕΕ:

«1)      Πρέπει το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/29 […] να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι πρόσωπο το οποίο διαθέτει προστατευόμενα αντικείμενα στο διαδίκτυο χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου (άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/29) χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες των φορέων παροχής προσβάσεως [στο διαδίκτυο], πελάτες των οποίων είναι τα πρόσωπα που αποκτούν πρόσβαση στα εν λόγω αντικείμενα;
Σε περίπτωση που δοθεί αρνητική απάντηση στο πρώτο ερώτημα:
2)      Επιτρέπονται η αναπαραγωγή για ιδιωτική χρήση (άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29) και η μεταβατική και παρεπόμενη αναπαραγωγή (άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29) μόνον όταν το πρωτότυπο της αναπαραγωγής έχει αναπαραχθεί, διανεμηθεί ή διατεθεί στο κοινό νομίμως;
Σε περίπτωση που δοθεί καταφατική απάντηση στο πρώτο ή στο δεύτερο ερώτημα με αποτέλεσμα να πρέπει να διαταχθεί, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/29, η λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατά του φορέα που παρέσχε πρόσβαση [στο διαδίκτυο] στον χρήστη:
3)      Συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως στο πλαίσιο της αναγκαίας σταθμίσεως μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων των εμπλεκομένων, η επιβολή στον φορέα παροχής προσβάσεως [στο διαδίκτυο] μιας γενικής απαγορεύσεως (δηλαδή, χωρίς διαταγή λήψης συγκεκριμένων μέτρων), ώστε να μην επιτρέπεται να καθιστά δυνατή την πρόσβαση των πελατών του σε συγκεκριμένο ιστότοπο στον οποίο διατίθεται αποκλειστικώς ή ως επί το πλείστον περιεχόμενο χωρίς τη συγκατάθεση των δικαιούχων του, εάν οι ποινές που προβλέπονται σε περίπτωση παραβιάσεως της εν λόγω απαγορεύσεως δεν επιβάλλονται στον φορέα παροχής προσβάσεως εφόσον αυτός αποδείξει ότι είχε λάβει ούτως ή άλλως κάθε εύλογο μέτρο;
Σε περίπτωση που δοθεί αρνητική απάντηση στο τρίτο ερώτημα:
4)      Συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως στο πλαίσιο της αναγκαίας σταθμίσεως μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων των εμπλεκομένων, η επιβολή στον φορέα παροχής προσβάσεως [στο διαδίκτυο] της υποχρεώσεως να λάβει συγκεκριμένα μέτρα προκειμένου να δυσχεράνει την πρόσβαση των πελατών του σε ιστότοπο με περιεχόμενο το οποίο διατίθεται παρανόμως, εφόσον τα μέτρα αυτά απαιτούν σημαντική δαπάνη, ενώ είναι δυνατόν να καταστρατηγηθούν χωρίς ιδιαίτερες τεχνικές γνώσεις;»
Ως προς το 1ο ερώτημα το ΔΕΕ δέχθηκε:

(32) Στη συνέχεια, δεδομένου ότι ο φορέας παροχής προσβάσεως στο διαδίκτυο, για κάθε διαδικτυακή μετάδοση προσβολής προστατευόμενου έργου, μεσολαβεί κατ’ ανάγκη μεταξύ ενός από τους πελάτες του και ενός τρίτου, εφόσον, παρέχοντας την πρόσβαση στο δίκτυο, καθιστά τη μετάδοση αυτή εφικτή (βλ., συναφώς, διάταξη της 19ης Φεβρουαρίου 2009, C‑557/07, LSG-Gesellschaft zur Wahrnehmung von Leistungsschutzrechten, Συλλογή 2009, σ. I‑1227, σκέψη 44), πρέπει να θεωρηθεί ότι ο φορέας παροχής προσβάσεως στο διαδίκτυο, όπως αυτός της κύριας δίκης, ο οποίος παρέχει στους πελάτες του τη δυνατότητα να έχουν πρόσβαση σε προστατευόμενα αντικείμενα που τίθενται στη διάθεση του κοινού στο διαδίκτυο από τρίτον, είναι διαμεσολαβητής οι υπηρεσίες του οποίου χρησιμοποιούνται για την προσβολή δικαιώματος του δημιουργού ή συγγενικό δικαίωμα κατά το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/29.

Η απάντησή του, συμπερασματικά, ήταν ότι:

(40) Λαμβανομένων υπόψη των προηγουμένων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι πρόσωπο το οποίο θέτει στη διάθεση του κοινού σε ιστότοπο προστατευόμενα αντικείμενα χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες φορέα παροχής διαδικτυακής προσβάσεως στα πρόσωπα που αποκτούν πρόσβαση στα αντικείμενα αυτά, ο οποίος πρέπει να θεωρηθεί ως διαμεσολαβητής κατά το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/29.

Ακολούθως, δέχθηκε ότι δεδομένης της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα.


Ως προς το τρίτο ερώτημα, το Δικαστήριο έκανε ενδιαφέρουσες σκέψεις.

Συγκεκριμένα δέχθηκε ότι η διάταξη, όπως αυτή της κύριας δίκης που επιβάλλει στον αποδέκτη της περιορισμούς στην ελεύθερη χρήση των πόρων που διαθέτει, καθόσον τον υποχρεώνει να λάβει μέτρα τα οποία μπορεί να αντιπροσωπεύουν μεγάλο κόστος γι’ αυτόν, να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην οργάνωση των δραστηριοτήτων του ή να απαιτούν δυσχερείς και περίπλοκες τεχνικές λύσεις. Πάντως, τέτοιου είδους διάταξη δεν προσβάλλει προφανώς την ουσία του δικαιώματος της επιχειρηματικής ελευθερίας φορέα παροχής προσβάσεως στο διαδίκτυο, όπως αυτού της κύριας δίκης.

Ως προς τα μέτρα που λαμβάνει φορέας παροχής προσβάσεως στο διαδίκτυο, το ΔΕΕ έκρινε ότι όταν ο αποδέκτης διατάξεως, όπως αυτή της κύριας δίκης, επιλέγει τα προς λήψη μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί προς τη διάταξη αυτή, οφείλει να μεριμνά για την τήρηση του θεμελιώδους δικαιώματος της ελευθερίας πληροφορήσεως των χρηστών του διαδικτύου. Εν προκειμένω, όχι το ΔΕΕ, αλλά τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εξετάζουν αν πρόκειται περί αυτού.

Ωστόσο, στην περίπτωση διατάξεως, όπως αυτή της κύριας δίκης, επισημαίνεται ότι, αν ο φορέας παροχής προσβάσεως στο διαδίκτυο λαμβάνει μέτρα βάσει των οποίων μπορεί να εφαρμόζει την επιβληθείσα απαγόρευση, τα εθνικά δικαστήρια δεν έχουν τη δυνατότητα να προβούν στον έλεγχο αυτό στο στάδιο της εκτελεστικής διαδικασίας, εφόσον δεν υπάρχει αμφισβήτηση επ’ αυτού. Στη συνέχεια, για να μην προσκρούει η έκδοση διατάξεως, όπως αυτή της κύριας δίκης, στα αναγνωριζόμενα από το δίκαιο της Ένωσης θεμελιώδη δικαιώματα, απαιτείται οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες να προβλέπουν τη δυνατότητα των χρηστών του διαδικτύου να προβάλλουν τα δικαιώματά τους ενώπιον του δικαστή, αφού γνωστοποιηθούν τα εκτελεστικά μέτρα που έλαβε ο φορέας παροχής προσβάσεως στο διαδίκτυο.

Ως προς το τέταρτο ερώτημα, το Δικαστήριο έκρινε ότι παρέλκει η εξέτασή του.

Εν τέλει, η απάντηση του Δικαστηρίου είναι ότι:

1)      Το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, έχει την έννοια ότι πρόσωπο το οποίο θέτει στη διάθεση του κοινού σε ιστότοπο προστατευόμενα αντικείμενα χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες φορέα παροχής διαδικτυακής προσβάσεως σε πρόσωπα που αποκτούν πρόσβαση στα αντικείμενα αυτά, ο οποίος πρέπει να θεωρηθεί ως διαμεσολαβητής κατά το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/29.
2)      Τα αναγνωριζόμενα από το δίκαιο της Ένωσης θεμελιώδη δικαιώματα έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε επιβαλλόμενη με δικαστική διάταξη σε φορέα παροχής διαδικτυακής προσβάσεως απαγόρευση να παρέχει στους πελάτες του πρόσβαση σε ιστότοπο ο οποίος θέτει στο διαδίκτυο προστατευόμενα αντικείμενα χωρίς τη συγκατάθεση των δικαιούχων, όταν η διάταξη αυτή δεν διευκρινίζει τα μέτρα που πρέπει να λάβει ο φορέας αυτός, οι δε χρηματικές ποινές που προβλέπονται σε περίπτωση παραβιάσεως της εν λόγω απαγορεύσεως δεν επιβάλλονται στον εν λόγω φορέα εφόσον αυτός αποδείξει ότι έλαβε κάθε εύλογο μέτρο με σκοπό την εφαρμογή της απαγορεύσεως, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι τα ληφθέντα μέτρα, αφενός, δεν στερούν ασκόπως από τους χρήστες του διαδικτύου τη δυνατότητα σύννομης προσβάσεως σε διαθέσιμες πληροφορίες και, αφετέρου, έχουν ως αποτέλεσμα να παρακωλύουν ή, τουλάχιστον, να δυσχεραίνουν τη μη εγκεκριμένη πρόσβαση σε προστατευόμενα αντικείμενα ή αποθαρρύνουν σοβαρώς την πρόσβαση των χρηστών του διαδικτύου, οι οποίοι χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες του αποδέκτη της διατάξεως αυτής, στα εν λόγω αντικείμενα τα οποία τέθηκαν στη διάθεσή τους κατά παράβαση του θεμελιώδους αυτού δικαιώματος, όπερ απόκειται στις εθνικές αρχές και στα εθνικά δικαστήρια να εξακριβώσουν.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *