By | 15 Μαρτίου 2008

Η νέα τροποποίηση του ν. 2472/1997

Mε τροπολογία που περιλήφθηκε στο ν. 3635/2007 με τον οποίο κυρώθηκε το Προαιρετικό Πρωτόκολλο στη Σύμβαση για τα δικαιώματα του Παιδιού σχετικά με την εμπορία παιδιών, την παιδική πορνεία και παιδική πορνογραφία
, τροποποιήθηκαν διατάξεις του ν. 2472/1997 “προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”. Οι νέες ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στην τροπολογία “αντιμετωπίζουν” κρίσιμα θέματα που αφορούν την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων από εισαγγελικές και δικαστικές αρχές, ωστόσο, οι επιλογές στις οποίες προέβη ο νομοθέτης επιδέχονται κριτική.

Ειδικότερα, κατά πρώτον εισάγονται εξαιρέσεις που δεν είναι δικαιολογημένες, όπως είναι ιδίως η εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής του νόμου της επεξεργασίας δεδομένων, η οποία πραγματοποιείται από τις δικαστικές – εισαγγελικές αρχές και τις υπηρεσίες που ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία τους στο πλαίσιο της απονομής της δικαιοσύνης ή για την εξυπηρέτηση των αναγκών της λειτουργίας τους με σκοπό τη βεβαίωση εγκλημάτων, που τιμωρούνται ως κακουργήματα ή πλημμελήματα με δόλο (άρθρο 3 § 2 εδ. β΄ ν. 2472/1997). Βεβαίως, στην εισαγωγική έκθεση επί του νομοσχεδίου αναφέρεται ότι σχετική εξαίρεση προβλέπεται στην κοινοτική οδηγία 95/46/ΕΟΚ, ωστόσο, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η οδηγία αυτή είναι οδηγία του πρώτου πυλώνα (πράγμα το οποίο δεν γνωρίζει ο νομοθέτης;).

Επιπλέον, η εξαίρεση αυτή προσκρούει σε διατάξεις διεθνών συνθήκων που έχει υπογράψει η χώρα μας, όπως είναι η Σύμβαση αρ. 108/1981 του Συμβουλίου της Ευρώπης και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Το κυριότερο όμως είναι ότι είναι αντισυνταγματική η πρόβλεψη εξαιρέσεως του νόμου για την προστασία των προσωπικών δεδομένων στην παραπάνω περίπτωση.

Το ερώτημα που τίθεται είναι αν επαρκούν οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την προστασία των προσωπικών δεδομένων των εμπλεκόμενων σε ποινικές διαδικασίες και οι άλλες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, στις οποίες γενικόλογα παραπέμπει ο νόμος. Κατά την άποψή μας, τόσο ο ΚΠοινΔ όσο και οι λοιποί (πλην του ν. 2472/1997) νόμοι δεν προσφέρουν επαρκή προστασία, ιδίως διότι αν προσέφεραν τέτοια προστασία δεν θα υπήρχε λόγος θέσπισης του ν. 2472/1997 εξαρχής.

Παραπέρα, στο άρθρο 2 εδ. β. ν. 2472/1997 αναφέρεται ότι “Ειδικά για τα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες δύναται να επιτραπεί η δημοσιοποίηση μόνον από την εισαγγελική αρχή για τα αδικήματα κατά της ζωής, κατά της γενετήσιας ελευθερίας, της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, κατά της προσωπικής ελευθερίας, κατά της ιδιοκτησίας, κατά των περιουσιακών δικαιωμάτων, παραβάσεων της νομοθεσίας περί ναρκωτικών, επιβουλής της δημόσιας τάξης, ως και τελουμένων σε βάρος ανηλίκων θυμάτων, με διάταξη του αρμόδιου Εισαγγελέα Πρωτοδικών ή του Εισαγγελέα Εφετών, εάν η υπόθεση εκκρεμεί στο Εφετείο. Η δημοσιοποίηση αυτή αποσκοπεί στην προστασία του κοινωνικού συνόλου, των ανηλίκων, των ευάλωτων ή ανίσχυρων πληθυσμιακών ομάδων και προς ευχερέστερη πραγμάτωση της αξίωσης της Πολιτείας για τον κολασμό των παραπάνω αδικημάτων.”

Πέρα από τις νομικές αντιρρήσεις που μπορεί κανείς να διατυπώσει ως προς τη δημοσιοποίηση των προσωπικών δεδομένων των προσώπων που διαπράττουν αδικήματα, αποτελεί απορίας άξιο ποια αντίληψη δικαιοσύνης, από την οποία καθοδηγείται ο έλληνας νομοθέτης, είναι αυτή που επιβάλλει ως τιμωρία σε ένα πρόσωπο για τη διάπραξη μίας πράξης τη διαπόμπευσή του!

Τέλος, προβληματική είναι και η ρύθμιση που αφορά τη βιντεοσκόπηση διαδηλωτών (άρθρο 3 § 2 εδ. β΄ ν. 2472/1997). Επισημαίνουμε ότι ο νομοθέτης θα μπορούσε να προβλέψει ειδική διάταξη που να ρυθμίζει ειδικά το ζήτημα της επιτήρησης μέσω καμερών, ακόμα και εισάγοντας ρυθμίσεις που να αποκλίνουν από την υπ’ αριθ. 1122/2000 απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και τις λοιπές αποφάσεις της Αρχής, σε ειδικά θέματα. Αντί αυτού, επελέχθη η λύση της συγκεκριμένης διάταξης με την οποία επιτρέπεται η απλή λειτουργία συσκευών καταγραφής και η καταγραφή σε περίπτωση τέλεσης εγκλημάτων.

Ως έχει, η εν λόγω διάταξη – όσον αφορά τη λειτουργία συσκευών καταγραφής – αντιβαίνει καταρχήν στο συνταγματικό δικαίωμα της ελευθερίας του συνέρχεσθαι, καθώς, περιορίζει ανεπίτρεπτα το δικαίωμα αυτό, διότι οι πολίτες όταν γνωρίζουν ότι παρακολουθούνται θα αισθάνονται φόβο και δικαιολογημένη ανησυχία που μπορεί να τους οδηγήσει σε μη συμμετοχή ακόμη και σε ειρηνικές διαδηλώσεις. Παραπέρα, περιορίζεται και το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή και στα προσωπικά δεδομένα, διότι η διαδικασία βιντεοσκόπησης πραγματοποιείται μεν υπό την εποπτεία των εισαγγελικών και δικαστικών αρχών, ωστόσο, δεν υπάρχει κανείς έλεγχος από ανεξάρτητη αρχή ούτε και βρίσκει εφαρμογή ο ν. 2472/1997!
Όσον αφορά, όμως, την καταγραφή εικόνας και ήχου με σκοπό τη βεβαίωση τέλεσης παράνομων πράξεων, οι εγγυήσεις από τις οποίες περιβάλλεται αυτή είναι σημαντικές, με συνέπεια να μην εκφράζονται ιδιαίτερες ανησυχίες. Εν πάση όμως περιπτώσει, θεωρούμε ότι η ρύθμιση αυτή, αλλά και γενικότερα, το ζήτημα της βιντεοεπιτήρησης, θα έπρεπε να τύχει αρτιότερης νομοτεχνικής επεξεργασίας και να αποτελέσει αντικείμενο ιδιαίτερου άρθρου του νόμου ή ειδικού νόμου.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *